Βιτγκενστάιν – Τα Όρια του Ορθού Λόγου
Tο 1911, ένας υπερβολικά ευαίσθητος, σπινθηροβόλος και πλούσιος νεαρός αριστοκράτης από παλαιά βιενέζικη οικογένεια, εμφανίστηκε στο γραφείο του Ράσελ στο Κέμπριτζ. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Λούντβιγκ Βιτγκενστάιν [Ludwig Wittgenstein] (1889-1951) ήταν ιδιοφυΐα, και ο Ράσελ δεν άργησε να συνειδητοποιήσει πως είχε διδάξει όλα όσα ήξερε στον νεαρό σπουδαστή της Λογικής.
Ο Βιτγκενστάιν έμαθε γρήγορα τη νέα λογική, υιοθέτησε τη μινιμαλιστική και «ατομιστική» άποψη του δασκάλου του για τον κόσμο, και μέσα σε λίγα χρόνια μεταμόρφωσε κυριολεκτικά τη φιλοσοφία – αν και όχι προς την κατεύθυνση που ήθελε.
Στη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου ο Βιτγκενστάιν έγραψε το Tractatus Logico-Philosophicus, και μόλις ο παλιός του δάσκαλος κανόνισε να εκδοθεί, το 1921, αναγνωρίστηκε αμέσως ως κλασικό έργο φιλοσοφίας. To Tractatus, όπως μερικά από τα βιβλία του Νίτσε, ήταν ένα μεστό έργο αποτελούμενο από προσεκτικά ταξινομημένους και αριθμημένους αφορισμούς.
Σε αντίθεση όμως με τα αυτοαμφισβητούμενα κείμενα του Νίτσε, το έργο του Βιτγκενστάιν ήταν απροκάλυπτα κατηγορηματικό, σχεδόν δογματικό.
Πρώτα και πάνω απ’ όλα ήταν, ή φαινόταν να είναι, ένα βιβλίο λογικής, ένα μανιφέστο κλασικού λογικού ατομισμού, στη γραμμή της θεωρίας του Ράσελ για τις ελάχιστες απλές προτάσεις που «απεικονίζουν» ελάχιστα απλά γεγονότα. «Ο κόσμος είναι όλα όσα συμβαίνουν», είναι η φράση με την οποία αρχίζει.
Ύστερα, στο μεγαλύτερο μέρος του, επικεντρώνεται στην απάντηση του ερωτήματος για τον τρόπο με τον οποίο οι προτάσεις (ή ορθότερα οι αποφάνσεις) απεικονίζουν τον κόσμο.
Ωστόσο, τα πιο ενδιαφέροντα από φιλοσοφική άποψη μέρη του βιβλίου είναι εκείνα που ασχολούνται με όσα δεν μπορεί να κάνει ο λόγος. Στα μέρη αυτά είναι εμφανέστατη η επιρροή του Νίτσε, αλλά και αρκετών γενεών Γερμανών ρομαντικών.
Αντικείμενο της έρευνας γίνεται εδώ ό,τι αποπειράται να κάνει ο λόγος και δεν το κατορθώνει. Ο λόγος δεν είναι δυνατόν να θέσει, ούτε καν να περιγράψει, τα όριά του («Δεν βρίσκομαι στον κόσμο μου. Είμαι τα όρια αυτού του κόσμου»). Κανείς δεν μπορεί να πει επίσης τι βρίσκεται πέρα από αυτά τα όρια. Είναι αδύνατο να ειπωθεί το «ανείπωτο».
Πέραν των ορίων του ορθού λόγου βρίσκονται το πρόβλημα της αξίας και τα περί αξιών ερωτήματα, ο Θεός και η θρησκεία. Το τέλος του Tractatus δείχνει προς αυτή την κατεύθυνση:
«Όπου κάποιος δεν μπορεί να μιλήσει, οφείλει να παραμείνει σιωπηλός».
Η πρόταση αυτή δεν αποτελεί απλή ταυτολογία αλλά βαθύτατο μυστικισμό, ο οποίος μας δείχνει σιωπηλά προς ένα πλήθος εμπειριών που ανοίγεται πέρα από τα όρια της φιλοσοφίας, τα όρια του λόγου.
Έχοντας πει «όλα όσα είχε να πει» σ’ ένα λακωνικό βιβλίο λιγότερο από ογδόντα σελίδες, ο Βιτγκενστάιν εγκατέλειψε τη φιλοσοφία. Έγινε δάσκαλος σε σχολείο, έχτισε ένα σπίτι για την αδερφή του, συνέθεσε μερικά μουσικά έργα κι εξαφανίστηκε στο Κέμπριτζ.
Το 1929 όμως επέστρεψε, ξανασκεφτόμενος όλα όσα είχε κάνει, παλεύοντας όχι μόνο με τις νέες λογικές κατευθύνσεις της φιλοσοφίας, αλλά και με την οδύνη και τη δυστυχία που είχαν απασχολήσει τους στωικούς και τους προκατόχους του, τον Σοπενχάουερ και τον Νίτσε. Τα θέματα αυτά απούσιαζαν παντελώς από τις φιλοσοφικές συζητήσεις που είχε προκαλέσει ο ίδιος έτσι, αφού χρημάτισε για ένα μικρό διάστημα καθηγητής φιλοσοφίας στο Κέμπριτζ («ένα παράλογο επάγγελμα»), εγκατέλειψε γι’ άλλη μια φορά τον ακαδημαϊκό χώρο με σκοπό να συγκροτήσει τις νέες πολύπτυχες αμφιβολίες και σκέψεις του.
Μετά το Tractatus, η φιλοσοφία του Βιτγκενστάιν αναπτύχθηκε με αργό ρυθμό. Απέρριψε τον λογικό ατομισμό και την ιδέα της γλώσσας ως «απεικόνισης» του κόσμου, υποστηρίζοντας πως η σημασία των προτάσεων εξαρτάται από τον τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιούνται για να κάνουν κάτι.
Χρησιμοποιούμε προτάσεις στις συνομιλίες μας – για να επικοινωνήσουμε, να θέσουμε ερωτήματα, να προκαλέσουμε, να αστειευτούμε, να ζητήσουμε βούτυρο, να μιλήσουμε φιλοσοφικά, να διηγηθούμε ιστορίες, να φιλονικήσουμε, να υποσχεθούμε, να διακηρύξουμε κάτι.
Έτσι, η θεμελιώδης μονάδα της γλώσσας δεν είναι η απλή πρόταση αλλά το ευρύτερο γλωσσικό παιχνίδι, ένας «τρόπος ζωής» που ενδέχεται να επιδιώκει διάφορα πράγματα, να έχει ποικίλους σκοπούς, πολλοί από τους οποίους ελάχιστη σχέση έχουν με την αναζήτηση της αλήθειας.
Ενώ το Tractatus είχε διατηρήσει έναν υγιή σεβασμό, μια σχεδόν ευλαβική στάση, απέναντι στη φιλοσοφία, οι Έρευνες του Βιτγκενστάιν απειλούσαν να τη μετατρέψουν σ’ ένα είδος διανοητικής ασθένειας, για την οποία το μοναδικό φάρμακο ήταν, ευτυχώς ή δυστυχώς, ακόμη περισσότερη φιλοσοφία.
Με τον τρόπο αυτό η φιλοσοφία γινόταν μια μορφή θεραπείας.
***
Ρόμπερτ Σολομόν και Κάθλιν Χίγκινς – Μια σύντομη ιστορία της φιλοσοφίας
antikleidi.com
Σχόλια