Γιατί οι Αρχαίοι Έλληνες φύτευαν κυπαρίσσια όταν άρχισαν να θάβουν τους νεκρούς τους;



Οι «χθόνιοι» θεοί των εγκάτων της γης για τον Όμηρο δεν έπαιζαν σχεδόν κανένα ρόλο για τον Ησίοδο ήταν πιο σημαντικοί και για τη λαϊκή πίστη είχαν σπουδαίο ρόλο.
Η Δήμητρα, που στην πραγματικότητα λεγόταν Γήμητρα, δηλαδή «μητέρα γη» ήταν η προστάτιδα της γεωργίας και η κόρη της η Περσεφόνη ήταν η εξουσιάστρια του θανάτου, έχοντας συνήθως την επωνυμία Κόρη, γιατί οι άνθρωποι δεν τολμούσαν να προφέρουν το φοβερό όνομά της. Και ο Διόνυσος επίσης ήταν «χθόνιος» θεός.

Στο κρεβάτι της λεχώνας και στο νεκροκρέβατο παραστέκεται η Εκάτη, που κατά τα άλλα κατοικεί ανάμεσα σε ταφόπετρες. Οι άνθρωποι τη συναπαντάνε σε σταυροδρόμια, στο φεγγαρόφωρο, στο μεσημεριανό λιοπύρι και πάντα τους φέρνει συμφορές. Οι τρομαχτικές μορφές της Γοργώς και της Μορφώς, η Λάμια και η Έμπουσα είναι σωσίες της.

Συχνά η Εκάτη συνοδεύεται από ένα πραγματικό «σκυλολόι», που αποτελείται από λυσσασμένα σκυλιά αλλά και τις αλύτρωτες ψυχές που άφησαν τον κόσμο χωρίς να θαφτούν τιμητικά, με τη βία ή «πριν την ώρα τους». Ένα από τα πολλά ονόματά της, Βαυβώ, μιμείται τις οιμωγές (κραυγές θρήνου) της κουστωδίας της. Η Εκάτη είναι προμάμμη (μτφ σημαίνει προγιιαγιά) όλων των κακών μαγισσών του κόσμου.


Τα ταφικά έθιμα και οι «αθάνατοι» ήρωες


Στην αρχή της ιστορικής περιόδου εμφανίζεται το έθιμο της καύσης των νεκρών. Πλάι σε αυτό διατηρήθηκαν στην κυρίως Ελλάδα τα ταφικά έθιμα της μυκηναϊκής περιόδου και σε μικρότερο βαθμό στη Μικρά Ασία, που της έλειπαν οι παραδόσεις.

Στην Αττική υπήρχε το έθιμο να σπέρνει κανείς πάνω από τον τύμβο δημητριακά έτσι ώστε ο νεκρός να χαίρεται την καινούρια του ζωή. Η φτελιά και το κυπαρίσσι ήταν από τότε οι μόνιμοι φύλακες των τάφων. Οι αντιλήψεις των αρχαίων Ελλήνων για τη φύση της ψυχής και τη μεταθανάτια ζωή ήταν πολύ αντιφατικές. Στο επίκεντρο των δοξασιών τους βρισκόταν η ιδιόρρυθμη αντίληψη για την ψυχή.

Η ψυχή ήταν το δεύτερο εγώ, που στον ύπνο, τη λιποθυμία και την έκσταση εγκατέλειπε το σώμα και ζούσε αυτόνομα. Το ίδιο έκανε και στην περίπτωση του θανάτου, αλλά αυτή τη φορά για πάντα. Η ψυχή ήταν μια τρεμάμενη σκιά που αργοέσβηνε κάπου μακριά από τα εγκόσμια. Σε μερικούς εκλεκτούς οι Θεοί χάριζαν την αθανασία μεταφέροντας τους στο Ηλύσιο πεδίο, στα νησιά των Μακάρων, όπου εξακολουθούσαν να ζουν με σάρκα και οστά.

Οι αρχαίοι Έλληνες έστηναν μνημεία στους ήρωες και διοργάνωναν αγώνες προς τιμήν τους. Ο Ηρακλής είναι η δημοφιλέστερη μορφή της μυθολογίας. Ιερά του υπήρχαν παντού, πολλές πόλεις τον τιμούσαν ως πολιούχο και η καταγωγή από αυτόν ήταν ο υψηλότερος τίτλος ευγένειας για τον οποίο καυχιόντουσαν ακόμα και βάρβαροι. Ο Ηρακλής ήταν η προσωποποίηση της δύναμης και του σφρίγους.

Ήταν ο δυνατότερος και ανθεκτικότερος, ο ταχύτερος και ικανότερος στην τοξοβολία από όλους τους θνητούς αλλά και αδιόρθωτος καυχησιάρης μέθυσος και φαγάς, Αντίθετα με τους άλλους νεκρούς, οι ήρωες επενέβαιναν πολλές φορές στη ζωή των ζωντανών. Στον Μαραθώνα πολλοί είδαν τον Θησέα με πλήρη εξάρτυση να οδηγεί τους πολεμιστές στη μάχη. Οι Λοκροί άφηναν πάντα μια θέση κενή στις γραμμές τους που προορίζονταν για τον Αίαντα, επειδή πίστευαν ότι αυτός ο ήρωας πολεμούσε αόρατος μαζί τους. Οι Έλληνες πίστευαν σε τέτοιες εμφανίσεις για πολλούς αιώνες ακόμα και στα μεταχριστιανικά χρόνια.



Από το βιβλίο «Πολιτιστική Ιστορία της Αρχαίας Ελλάδας», του Εκον Φριντέλ εκδόσεις Τόπος



Πηγή
Σχόλια