Πώς έχουν αλλάξει οι αντιλήψεις για τη φτώχεια τα τελευταία 50 έτ
του Paul Spicker
Μετάφραση / Απόδοση: Ντούνης Ανδρέας
Υπάρχουν στιγμές κατά τις οποίες οι κοινωνικοί επιστήμονες απλώς αξιολογούν λάθος το ερευνητικό τους αντικείμενο. Όταν ο Charles Booth πραγματοποίησε έρευνες σχετικά με τη φτώχεια, ενδιαφέρθηκε κυρίως για την περιγραφή των βιωμένων εμπειριών; οι αναφορές του στη ‘γραμμή φτώχειας’ και τουςοικογενειακούς προϋπολογισμούς αποτελούσαν ένα μικρό τμήμα μίας πολύ ευρύτερης ερευνητικής προσπάθειας. Οι πολιτικές κριτικές απέναντι στο έργο του Booth οδήγησαν τον Rowntree να επιχειρήσει να συσχετίσει τη φτώχεια και το βιοτικό επίπεδο με τους οικογενειακούς προϋπολογισμούς, και αυτή η προσέγγιση μετατράπηκε στην αδιαμφισβήτητη προσέγγιση στην κοινωνική πολιτική.
Η δεκαετία του 1960 ήταν μία περίοδος κατά την οποία η φτώχεια ‘ανακαλύφθηκε εκ νέου’. Όπως «η καρδιά της Αφρικής», φαινόταν πώς κανείς δεν γνώριζε τι βρισκόταν εκεί, εκτός αν ασφαλώς – μετρούσε τους ανθρώπους που τύχαινε να ζουν εκεί. Η εκ νέου ανακάλυψη της φτώχειας στο Ηνωμένο Βασίλειο βασίστηκε σε τεκμηριωμένες αν και αμφισβητίσιμες στατιστικές προσεγγίσεις, που σύγκριναν το διαθέσιμο εισόδημα των ανθρώπων με το επίπεδο των επιδομάτων – που συχνά περιγραφόταν ως «το επίπεδο φτώχειας που έθετε το κράτος», ακόμη και αν αυτό δεν ίσχυε (δείτε επίσης και το έργο των Abel-Smith και Townsend, The poor and the poorest, 1965). Στους διεθνείς κύκλους, το ευρύτερα χρησιμοποιούμενο «μέτρο» ήταν το αυθαίρετο 1 δολάριο ημερησίως, αν και πραγματοποιήθηκε η μετατροπή και η ανανέωση του μέσω της ψευδούς ακρίβειας στα 1,90 δολάρια ανά ημέρα, μέσω των Στόχων για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη.
Μεγάλος μέρος των ερευνών που υλοποιήθηκαν στο πρώτο μισό των επόμενων πενήντα ετών συνέχιζαν να εστιάζουν στο εισόδημα, και οι ερευνητές προσπάθησαν διαδοχικά να καθιερώσουν ένα επίπεδο εισοδήματος το οποίο θα ενθάρρυνε τις κυβερνήσεις να είναι περισσότερο γενναιόδωρες ως προς τους φτωχούς. Ποικίλες μέθοδοι μέτρησης επιχείρησαν να «καθηλώσουν» τη φτώχεια σε ένα εισοδηματικό όριο – ανάμεσα τους και ένα εύρος οικονομικών δεικτών, το test της “οικονομικής απόστασης” που χρησιμοποιήθηκε στην Ευρωπαϊκή Ένωση (βλέπε ‘Poverty in the EC: 1975, 1980, 1985′, των O’Higgins, Jenkins and Teekens, στο Analysing poverty in the European Community, 1990), Η απόπειρα του Townsend να αναγνωρίσει τη σχετική αποστέρηση, τους προϋπολογισμούς αναφοράς,ή το “συναινετικό” πρότυπο που χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά στην Breadline Britain. Άλλοι επιχείρησαν να αναγνωρίσουν κύρια αγαθά και υπηρεσίες. Μία διεθνής διακήρυξη κατά τη δεκαετία του 1990 (βλέπε σελίδα 17 του Breadline Europe), που υπεγράφη από πολλούς κορυφαίους ερευνητές στο πεδίο ισχυρίστηκε πώς
Οι Ευρωπαίοι κοινωνικοί επιστήμονες είναι επικριτικοί απέναντι στην απροθυμία να υιοθετηθεί σε διεθνές επίπεδο μία σύγκριση μεταξύ χωρών και κατ’ αυτόν τον τρόπο ένας περισσότερο επιστημονικός / λειτουργικός ορισμός της φτώχειας … Η φτώχεια είναι πρωταρχικά μία έννοια με κύριο άξονα το εισόδημα ή τους πόρους. Δεν αφορά μόνο το σχετικά χαμηλό εισόδημα. Μπορεί να πραγματοποιηθεί επιστημονική πρόοδος αν η υλική αποστέρηση διακριθεί επίσης τόσο από την κοινωνική αποστέρηση όσο και από τον κοινωνικό αποκλεισμό. Σε όλες τις κοινωνίες, η ικανοποίηση των ατομικών υλικών αναγκών … [και] των κοινωνικών υποχρεώσεων … στηρίζεται κυρίαρχα στο επίπεδο εισοδήματος και τους ισοδύναμους πόρους σε είδος και ιδιοκτησία .. Όλες οι χώρες θα πρέπει να εισάγουν διεθνείς δείκτες μέτρησης αυτών των βασικών εννοιών και να λάβουν άμεσα μέτρα για τη βελτίωση των κοινά αποδεκτών νοημάτων, μέτρησης και επεξήγησης της φτώχειας, ανοίγοντας το δρόμο για περισσότερο αποτελεσματικές πολιτικές …
Παράλληλα, πάντως, αναπτύσσονταν εναλλακτικές προσεγγίσεις και κατανοήσεις του φαινομένου της φτώχειας. Δύο ήταν οι κύριες επιρροές. Η πρώτη ήταν η ανάπτυξη εναλλακτικών λόγων: για παράδειγμα, η έμφαση στα δικαιώματα και στο βασικό επίπεδο κοινωνικής ασφάλειας από τη μεριά των διεθνών οργανισμών, η έννοια του αποκλεισμού που αναπτύχθηκε στη Γαλλία και μετέπειτα υιοθετήθηκε από την Ε.Ε. και τα Ηνωμένα Έθνη, και ισχυρές «τεκμηριώσεις» της φτώχειας στις αναπτυσσόμενες χώρες που υπερτόνιζαν τη δομή της ισχύος. Η δεύτερη ήταν η ανάπτυξη μίας μεθοδολογίας για την διερεύνηση της φτώχειας με κυριότερο εκφραστή τον Robert Chambers που επακόλουθα υιοθετήθηκε από τις καινοτόμες μελέτες της Παγκόσμιας Τράπεζας (Voices of the Poor). O Chambers τηρούσε κριτική στάση αναφορικά με τις επεξηγήσεις της φτώχειας κατά τις οποίες η “φτώχεια ισοδυναμεί με αυτό που έχει μετρηθεί”. Το θεμελιώδες καθήκον, όπως ισχυρίστηκε, ήταν να ακουστούν οι ιστορίες των ανθρώπων και να τους δοθεί η εξουσιοδότηση να μιλήσουν για λογαριασμό τους: συστήνει προς τους ερευνητές να καθίσουν, να ακούσουν, να παρακολουθήσουν, να μάθουν, να μάθουν εκ νέου, να χαλαρώσουν και να «παραδώσουν τη σκυτάλη». Οι μελέτες αυτές επεσήμαναν μία πλειάδα ζητημάτων όπως η επισφάλεια (precariousness), η κοινωνική απομόνωση, το φύλο και οι θεσμοί που αποδυναμώνουν, ζητήματα που οι συμβατικές μελέτες για τη φτώχεια μετά βίας προσέγγιζαν.
Έτσι, τα τελευταία 25 χρόνια, και ειδικότερα από την στιγμή της έκδοσης του Voices, υφίσταται μία τεράστια μετατόπιση στον τρόπο κατανόησης της φτώχειας. Για το μεγαλύτερο μέρος ενός ολόκληρου αιώνα, οι ακαδημαϊκοί του πεδίου της κοινωνικής πολιτικής βρίσκονταν εκτός τροχιάς. Η φτώχεια δεν είναι πρωταρχικά μία έννοια που αφορά κυρίως το εισόδημα ή τους πόρους. Είναι σύνθετη και πολυ-διάστατη και το μοτίβο των δεικτών που την περιέγραφαν έπρεπε να αλλάξει για να αναγνωριστεί αυτό. Η υλική αποστέρηση δεν μπορεί να διακριθεί από την κοινωνική αποστέρηση. Η φτώχεια σχετίζεται με την κοινωνία, αλλά δεν είναι απλώς σχετική – πολλά από τα ζητήματα στα οποία αναφέρεται ο όρος είναι σχεσιακά και θα πρέπει να κατανοηθούν ως μία δέσμη σχέσεων με άλλους ανθρώπους. Η φτώχεια δεν «μετράται» – περιγράφεται ως μία ευρείας έκτασης και αυξανόμενα ποικιλόμορφης σειράς δεικτών (που μετατοπίζονται από τους περιγραφικούς δείκτες), σε συνδυασμό με ένα πλούσιο υλικό ποιοτικής καταμέτρησης και ενδυναμωτικής κοινωνικής έρευνας. Οι συμβατικοί κοινωνικοί επιστήμονες θα πρέπει να βιαστούν ώστε να προλάβουν αυτές τις εξελίξεις, αλλά η αλλαγή είναι ήδη εδώ.
Ο Paul Spicker είναι Επίτιμος Καθηγητής Δημόσιας Πολιτικής στο Πανεπιστήμιο Robert Gordon University. Η ερευνητική του καριέρα και οι δημοσιεύσεις του υπερβαίνει τα 30 έτη και είναι ταξινομημένη στην ιστοσελίδα του.
Πηγή: social-policy.org.uk
Κατηγορίες:
Σχόλια