Robert S. Feldman – Τα παιδιά “μπούμερανγκ” κι η γενιά “σάντουιτς”
«Παιδιά μπούμερανγκ»: η «άδεια φωλιά» ξαναγεμίζει.
Η Κ. (· Κατερίνα») δεν ξέρει τι να κάνει με τον 23χρονο γιο της. Μένει στο σπίτι, μετά την αποφοίτηση τον από το κολέγιο, για περισσότερα από 2 χρόνια. Τα έξι μεγαλύτερα παιδιά της επέστρεφαν στη ·φωλιά· για λίγους μόνο μήνες και μετά ·εξαφανίστηκαν».
*Τον ρωτάω “Γιατί δεν πας να μείνεις με κανέναν φίλο σου;”· λέει η Κ., κουνώντας το κεφάλι της. Εκείνος έχει έτοιμη την απάντηση: «Μα, όλοι μένουν στο σπίτι».
Η Κ. δεν είναι η μόνη που εκπλήσσεται και προβληματίζεται με την επιστροφή τού γιου της. Στις ΗΠΑ, υπάρχει σημαντική αύξηση στον αριθμό των νέων που επιστρέφουν να ζήσουν στο σπίτι, μαζί με τους μεσήλικες γονείς τους.
Γνωστά ως «παιδιά μπούμερανγκ», αυτά τα παιδιά συνήθως επικαλούνται οικονομικά προβλήματα ως τον κύριο λόγο της επιστροφής τους. Εξαιτίας της δύσκολης οικονομικής κατάστασης, πολλοί νέοι ενήλικες δεν μπορούν να βρουν δουλειά μετά το πανεπιστήμιο ή οι θέσεις που βρίσκουν, τους αποφέρουν τόσο λίγα χρήματα, ώστε δυσκολεύονται να τα βγάλουν πέρα. Αλλοι επιστρέφουν στο πατρικό σπίτι μετά τη διάλυση ενός γάμου. Περί το 50% των νέων 18-24 ετών ζουν με τους γονείς τους και συνολικά περίπου 14% νέοι ενήλικες στις ΗΠΑ ζουν με τους γονείς τους. Σε μερικές ευρωπαϊκές χώρες, το ποσοστό είναι ακόμη υψηλότερο (Bianchi & Casper, 2000· Lewin, December 2003· Buss, 2005).
Οι αντιδράσεις των γονέων στην επιστροφή των παιδιών τους ποικίλλουν, εν πολλοίς ανάλογα με τους λόγους της επιστροφής. Αν τα παιδιά είναι άνεργα, η επιστροφή τους στην προηγουμένως «άδεια φωλιά» μπορεί να δημιουργήσει προβλήματα. Οι πατέρες, ιδιαίτερα, μπορεί να μην μπορούν να αντιληφΟούν την πραγματικότητα μιας δύσκολης αγοράς εργασίας, την οποία αντιμετωπίζουν οι απόφοιτοι τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και ίσως να είναι σταθερά αντίθετοι με την επιστροφή των παιδιών. Επιπλέον, μπορεί να υπάρχει κάποια ανεπαίσθητη αντιπαλότητα πατέρα – παιδιού για την προσοχή τής συζύγου (Gross, J., 1991* Wilcix, 1992· Mitchell, 2006).
Αντίθετα, οι μητέρες συμμερίζονται περισσότερο τα άνεργα παιδιά. Οι μητέρες χωρίς σύντροφο, ιδιαίτερα, μπορεί να καλωσορίσουν τη βοήθεια και την ασφάλεια που παρέχει το παιδί που επιστρέφει. Τόσο οι μητέρες όσο και οι πατέρες έχουν περισσότερο θετική στάση ως προς την επιστροφή των παιδιών, όταν αυτά εργάζονται και συμβάλλουν στη λειτουργία του σπιτιού (Quinn, 1993· Veevers & Mitchell, 1998).
Η γενιά «σάντουιτς»: Ανάμεσα σε παιδιά και γονείς.
Την ίδια περίοδο που τα παιδιά φεύγουν από τη «φωλιά» ή ίσως επιστρέφουν ως «παιδιά μπούμερανγκ», πολλοί μεσήλικες αντιμετωπίζουν μια καινούργια δυσκολία: την όλο και μεγαλύτερη ευθύνη για τη φροντίδα των δικών τους ηλικιωμένων γονέων. Ο όρος γενιά «σάντουιτς» αναφέρεται στους μεσήλικες, οι οποίοι νιώθουν να συμπιέζονται ανάμεσα στις ανάγκες των παιδιών τους και εκείνες των ηλικιωμένων γονέων τους (Riley & Bowen, 2005· Grundy & Henretta, 2006).
Η γενιά «σάντουιτς» είναι ένα σχετικώς νέο φαινόμενο, το οποίο προκαλείται από διάφορες συγκλίνουσες τάσεις. Πρώτον, τόσο οι άνδρες όσο και οι γυναίκες παντρεύονται αργότερα και αποκτούν παιδιά σε μεγαλύτερη ηλικία. Την ίδια στιγμή, οι άνθρωποι ζουν περισσότερο. Συνεπώς, αυξάνεται η πιθανότητα οι μεσήλικες να έχουν αφενός παιδιά που ακόμη απαιτούν αρκετή φροντίδα και αφετέρου γονείς, που ζουν ακόμη και χρειάζονται φροντίδα.
Η φροντίδα προς τους ηλικιωμένους γονείς μπορεί να αποβεί ψυχολογικά περίπλοκη. Κατ’ αρχάς, πρόκειται σε μεγάλο βαθμό για αντιστροφή των ρόλων, με τα παιδιά να αναλαμβάνουν το ρόλο των γονέων και τους γονείς να βρίσκονται σε θέση εξάρτησης. Όπως θα συζητηθεί εκτενέστερα στο Κεφάλαιο 18, οι ηλικιωμένοι, οι οποίοι προηγουμένως ήταν ανεξάρτητοι, μπορεί να νιώθουν μνησικακία και να αντιστέκονται στις προσπάθειες των παιδιών τους να βοηθήσουν. Ασφαλώς, δεν θέλουν να γίνονται βάρος στα παιδιά τους. Για παράδειγμα, σχεδόν όλοι οι ηλικιωμένοι που ζουν μόνοι τους, αναφέρουν ότι δεν επιθυμούν να ζήσουν με τα παιδιά τους (CFCEPLA, 1986· Merrill, 1997).
Τα άτομα μέσης ηλικίας συνήθως παρέχουν ποικίλα είδη φροντίδας στους γονείς τους. Σε ορισμένες περιπτώσεις η φροντίδα είναι απλώς οικονομική, όπως π.χ. η βοήθεια για να συμπληριοσουν την ισχνή τους σύνταξη. Σε άλλες περιπτώσεις, παίρνει τη μορφή τής βοήθειας για τη συντήρηση και τη λειτουργία του σπιτιού. Σε πιο ακραίες περιπτώσεις, οι ηλικιωμένοι γονείς προσκαλούνται να ζήσουν στο σπίτι του γιου ή της κόρης τους. Απογραφικά δεδομένα στις ΗΠΑ αποκαλύπτουν ότι η πολυγενεακή οικογένεια, που περιλαμβάνει τρεις ή περισσότερες γενιές, είναι η συχνότερα αυξανόμενη μορφή συγκατοίκησης. Οι οικογένειες αυτές αυξήθηκαν κατά περισσότερο από το ένα τρίτο μεταξύ 1990 και 2000 και αντιστοιχούν στο 4% του συνόλου (Navarro, 2006).
Οι πολυγενεακές οικογένειες παρουσιάζουν μια περίπλοκη κατάσταση, καθώς οι ρόλοι γονέων και παιδιών γίνονται αντικείμενο επαναδιαπραγμάτευσης. Συνήθως, τα ενήλικα παιδιά της μεσαίας γενιάς -τα οποία, εξάλλου, δεν είναι πλέον παιδιά- έχουν την ευθύνη του σπιτιού. Αυτοί, αλλά και οι γονείς τους, πρέπει να προσαρμοστούν στην αλλαγή των σχέσεων και να βρίσκουν «κοινό έδαφος» κατά τη λήψη αποφάσεων. Οι ηλικιωμένοι γονείς μπορεί να βρουν την απώλεια της ανεξαρτησίας τους ιδιαίτερα δύσκολη, και αυτό να είναι ενοχλητικό και για το ενήλικο παιδί τους. Η τρίτη γενιά, από τη μεριά της, ενδέχεται να αντισταθεί στη συμπερίληψη της γηραιότερης γενιάς στην ίδια οικογένεια.
Σε πολλές περιπτώσεις, το βάρος της φροντίδας για τους ηλικιωμένους γονείς δεν μοιράζεται εξίσου, και οι γυναίκες είναι τις περισσότερες φορές εκείνες που αναλαμβάνουν το μεγαλύτερο μερίδιο. Ακόμη και σε παντρεμένα ζευγάρια, στα οποία και οι δύο εργάζονται, η μεσήλικη γυναίκα συνήθως εμπλέκεται περισσότερο στην καθημερινή φροντίδα των ηλικιωμένων γονέων, ακόμη κι αν πρόκειται για τους γονείς τού συζύγου της (Soldo, 1996 Putney & Bcngtson, 2001).
Ο πολιτισμικός παράγων επηρεάζει το πώς βλέπουν το ρόλο τους, όσοι παρέχουν φροντίδα σε ηλικιωμένους γονείς. Για παράδειγμα, σε ασιατικές κοινωνίες, που είναι πιο συλλογικές, είναι πιθανότερο η παροχή φροντίδας να θεωρείται ως ένα παραδοσιακό -και καθόλου ασύνηθες- καθήκον. Αντίθετα, τα μέλη ατομικιστικών κοινωνιών μπορεί να αντιλαμβάνονται τους οικογενειακούς δεσμούς ως λιγότερο σημαντικούς και η φροντίδα για ένα μέλος παλαιότερης γενιάς να θεωρείται ως μεγάλη επιβάρυνση (Ho et al., 2003· Kim & Lee, 2003).
Παρά τις δυσκολίες που επιφέρει η συμβίωση ανάμεσα σε δύο γενιές, πράγμα που μπορεί να εξαντλήσει τις αντοχές του μέσου ενήλικα, υπάρχουν και αξιοσημείωτα θετικά στοιχεία. Ο ψυχολογικός δεσμός μεταξύ των μεσήλικων παιδιών και των γηραιότερων γονέων τους μπορεί να συνεχίσει να αναπτύσσεται Και τα δύο μέρη της σχέσης μπορούν να βλέπουν ο ένας τον άλλον πιο ρεαλιστικά. Μπορούν να έλθουν περισσότερο κοντά, να αποδέχονται ευκολότερα ο ένας τις αδυναμίες του άλλου και να εκτιμούν τις αρετές του (Mancini & Bleszner, 1991* Vincent, Phillipson, & Downs, 2006).
Σχόλια