Ελλάδα και Τουρκία σε μια ιδιότυπη σύγκρουση ως “αντιπρόσωποι” με έντονο “άρωμα” φυσικού αερίου




Μπορεί στο στρατηγικό επίπεδο πολλές από τις αιτίες ανάμιξης της Ρωσίας στον εμφύλιο της Συρίας να είναι καλά τεκμηριωμένες, υπογραμμίζοντας τη μοναδική στη Μεσόγειο ρωσική βάση Ταρτούς και την εξασφάλιση ηγετικού ρόλου σε μια περιοχή που συχνά έπαιζε ρόλο ανάσχεσης για τη Μόσχα των διαθέσεων αντιπάλων της, της Δύσης και του Ιράν, για προσέγγιση στο μαλακό της υπογάστριο (soft underbelly), δεν είναι όμως το μόνο…
Του Ζαχαρία Μίχα*
Υπάρχει άλλος ένα παράγοντας που δεν προκύπτει αόριστα και θεωρητικά, αλλά τεκμηριώνεται με νούμερα, τα οποία τον αναβιβάζουν ενδεχομένως και στον σημαντικότερο που προσδιορίζει τα ρωσικά συμφέροντα, οπότε οι ενέργειες της Μόσχας θα πρέπει να αναλυθούν και από αυτή τη σκοπιά.Ακόμα πιο σοβαρό είναι όμως το θέμα, ότι αυτός ο παράγοντας εμπλέκει ευθέως και ανταγωνιστικά τα ελληνικά (ελλαδικά και κυπριακά) εθνικά συμφέροντα με αυτά των Ρώσων και απειλούν την ελληνική εθνική ασφάλεια, ενώ μετατρέπουν την Τουρκία σε όργανο υλοποίησης των γεωστρατηγικών σχεδιασμών του Κρεμλίνου, διότι παρουσιάζεται κοινότητα συμφερόντων των δυο δυνάμεων, σε τακτικό τουλάχιστον επίπεδο, με υποψίες πλέον και για το στρατηγικό, αν και αυτό είναι το αντικείμενο προσπάθειας αποτροπής από την πλευρά της Δύσης.


Δεν αποτέλεσε ποτέ μυστικό για τη Δύση, ότι στόχος ήταν να απεξαρτήσει τον ευρωπαϊκό χώρο από τους ρωσικούς υδρογονάνθρακες. Δεν είναι μυστικό ούτε το ότι η Μόσχα αγωνίζεται να αποτρέψει μια τέτοια εξέλιξη. Αυτό γίνεται για δυο εξίσου σημαντικούς λόγους.
Ο ένας είναι γεωστρατηγικός, καθώς η Ρωσία παραδοσιακά χρησιμοποιούσε τους υδρογονάνθρακες και την εξάρτηση δυτικών χωρών από αυτούς, ώστε να διαθέτει ισχυρή επιρροή και «πειθώ» (βλ. δυνατότητα πειθαναγκασμού) επί των αποφάσεων που λαμβάνονται σε εθνικό και υπερεθνικό (βλ. ΕΕ) επίπεδο και αφορούν τα εθνικά της συμφέροντα.
Ο άλλος λόγος είναι οικονομικός. Όπως έχει κατ’ επανάληψη γραφτεί και τεκμηριωθεί, διεθνώς αλλά και στην Ελλάδα, η ρωσική οικονομία είναι σχεδόν μονοσήμαντα εξαρτημένη από την αξιοποίηση των υδρογονανθράκων και παρότι έχει επισημανθεί ακόμα και από τον Βλαντιμίρ Πούτιν ως ένα αδύνατο σημείο της χώρας, οι απόπειρες «θεραπείας» του προβλήματος δεν έχουν ευοδωθεί, για λόγους που δεν είναι του παρόντος να αναλυθούν.
Είναι πολλά τα λεφτά…

Στο πλαίσιο αυτό, τα έσοδα που λαμβάνει ο ρωσικός προϋπολογισμός από το εμπόριο υδρογονανθράκων, είναι ζωτικής σημασίας για την ανάπτυξη της Ρωσίας τις καλές εποχές και αυτή καθαυτή την επιβίωση της χώρας στις δύσκολες. Ας πάμε όμως και στην ποσοτική τεκμηρίωση του ισχυρισμού.
Η Ρωσία εξάγει στην Ευρωπαϊκή Ένωση 4,2 τρισεκατομμύρια κυβικά πόδια (περίπου 120 δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα) φυσικού αερίου σε ετήσια βάση, με τιμή 11 δολάρια ΗΠΑ ανά 1.000 κυβικά πόδια. Εάν κανείς κάνει τις πράξεις, από τα έσοδα της Ρωσίας από την πώλησης υδρογονανθράκων, προκύπτει ένα ποσό που προσεγγίζει το μισό τρισεκατομμύριο (450-500 δισεκατομμύρια) δολάρια σε ετήσια βάση… κάνει όποιος θέλει τη μετατροπή σε ευρώ.
Όσο μεγάλο και να είναι ένα κράτος, το ποσό είναι πολύ μεγάλο και ενδεχόμενη δραστική αυξομείωσή του είναι λογικό να θεωρείται ζήτημα εθνικής ασφαλείας κεφαλαιώδους σημασίας. Στην καλύτερη περίπτωση θα έχει την επιλογή να μειώσει την τιμή από τα 11 δολάρια ανά 1000 κυβικά πόδια σε 8 δολάρια ανά 1000 κυβικά πόδια που εκτιμάται ότι θα είναι η τιμή προμήθειας φυσικού αερίου από την ανατολική Μεσόγειο.
Ακόμα κι αν διατηρούσε το σύνολο του μεριδίου αγοράς, που δεν θα το διατηρήσει, τα έσοδά της θα περικοπούν δραστικά. Κατά συνέπεια, όσο επαληθεύονται οι εκτιμήσεις ότι η ανατολική Μεσόγειος φιλοξενεί τεράστια αποθέματα που θα μπορούσαν να αντικαταστήσουν τους ρωσικούς υδρογονάνθρακες ενισχύοντας την ενεργειακή ασφάλεια της Δύσης, τόσο το σκηνικό περιπλέκεται. Και αυτό παρατηρούμε αυτή την εποχή…
Οπότε, εάν δεν το έχουμε κατανοήσει επαρκώς, η εμπλοκή των Ρώσων στην περιοχή έχει και αυτή τη διάσταση, ενώ προκύπτει αβίαστα το συμπέρασμα, ότι τα ρωσικά συμφέροντα σε αυτό τον τομέα, που είναι όμως καθοριστικός, είναι αποκλίνοντα με τα ελληνικά, ελλαδικά και κυπριακά.
Αυτό εξηγεί και τη διαχρονική λογική της εμπλοκής της Ρωσίας στον ελλαδικό τουλάχιστον χώρο. Αυτό εξηγεί και το προσωρινό τουλάχιστον μπλοκάρισμα του Turkish Stream (το χερσαίο μέρος του), αλλά και τη μη προώθηση σχεδίων για το έργο της πλωτής δεξαμενής υγροποιημένου φυσικού αερίου (FSRU) στο λιμάνι της Αλεξανδρούπολης. Η κατάσταση είναι όμως ακόμα χειρότερη…
Η σύγκρουση αυτή Ανατολής-Δύσης εμπλέκει τα ελληνικά εθνικά συμφέροντα, με αποτέλεσμα και οι δυο πλευρές να χρησιμοποιούν τους τοπικούς δρώντες ως «πιόνια» στο γεωστρατηγικό «σκάκι» που παίζουν. Με την κατάσταση όπως έχει διαμορφωθεί σήμερα, οι Ρώσοι χρησιμοποιούν τους Τούρκους με τους οποίους τα συμφέροντα συγκλίνουν σε αυτό το θέμα και οι Αμερικανοί τους Έλληνες, Ελλαδίτες και Κύπριους…
Δεν αναφέρεται ότι «μας χρησιμοποιούν οι Δυτικοί», διότι οι Ευρωπαίοι… υπολειτουργούν είτε μη έχοντας αντιληφθεί τι διακυβεύεται, είτε αντιδρώντας με τη γνωστή μαλθακότητα που αντανακλά και τη σχετική αδυναμία τους σε σχέση με του κύριους «δρώντες». Η δε αμερικανική «υποτονική» φαινομενικά παρουσία, ερμηνεύεται και ως επιθυμία αποφυγής μετωπικής σύγκρουσης με τους Ρώσους και χειρισμού της υπόθεσης «δι’ αντιπροσώπων».
Την ίδια στιγμή, το κατεστημένο της Ουάσιγκτον συγκρούεται με τον Λευκό Οίκο για το δέον γενέσθαι με την πολιτική απέναντι στη Ρωσία, οπότε είναι λογικό να βρίσκεται η κατάσταση σε απόλυτο αναβρασμό, καθόσον η ανθρωπότητα ολόκληρη διέρχεται μια μεταβατική περίοδο.
Η Ρωσία δεν προκρίνει υποκατάσταση της ΕΕ από την Κίνα
Το πρόβλημα είναι παγκόσμιο και όχι τοπικό, διότι όσοι υποστήριζαν ότι οι Ρώσοι θα αντικαταστήσουν την Ευρώπη με την Κίνα, δεν συνυπολόγισαν επαρκώς ότι αυτό δεν θα γινόταν με τους δικούς τους όρους, ενώ το κυνικά ρεαλιστικό Κρεμλίνο γνωρίζει ότι σε πολλά επίπεδα η σχέση Μόσχας-Πεκίνου είναι απολύτως ανταγωνιστική.
Οι Κινέζοι δεν έχουν καμία διάθεση να παραχωρήσουν τη δεύτερη θέση στον διεθνή καταμερισμό ισχύος στους Ρώσους, τη στιγμή που επικρατεί consensus των αναλυτών παγκοσμίως, ότι ασχέτως της επικράτησης ή μη ενός «πολυπολικού» (multipolar) διεθνούς συστήματος, πάντα θα αγωνίζονται να καταστούν ο ισχυρότερος πόλος, σε βάθος χρόνου.
Τούτων λεχθέντων, προκύπτει η ερμηνεία της ενεργού παρουσίας της Ρωσίας στην ανατολική Μεσόγειο και οι συμφωνίες που προσπαθεί ή έχει ήδη συνομολογίσει στον ενεργειακό τομέα με χώρες της περιοχής (Αίγυπτος, Λίβανος, Συρία), στην προσπάθεια να μην εξαιρεθεί από τη νομή του πλούτου υδρογονανθράκων της περιοχής.
Αυτό θα επιτρέψει στους Ρώσους αν μη τι άλλο τη μείωση της οικονομικής ζημίας που φοβούνται πως θα υποστούν και στη χειρότερη περίπτωση να «βραχυκυκλώσει» τις εξελίξεις. Ταυτόχρονα, διαμηνύει εμμέσως στη Δύση ότι μόνο μέσω συνεργασίας θα μπορέσει να ελέγξει αποτελεσματικά δυνάμεις τύπου Χεζμπολάχ και Χαμάς, οι οποίες θα μπορούσαν να διαταράξουν την ομαλή εξέλιξη των πραγμάτων στοχοποιώντας πλατφόρμες απόληψης αποθεμάτων των Ισραηλινών, ή γενικότερα αποσταθεροποιώντας την περιοχή, λειτουργώνταςγια λογαριασμό άλλων.
Η κατάσταση πρέπει να χειριστεί με πολύ μεγάλη προσοχή για να μην ξεφύγει ο έλεγχος της κατάστασης και δούμε «αποκαλυπτικά» σενάρια να υλοποιούνται με επίκεντρο την περιοχή. Η στρατηγική της Τουρκίαςαπέναντι στην Κυπριακή Δημοκρατία δείχνει να λαμβάνει υπόψη αυτά τα δεδομένα μέσω της συνεργασίας με τους Ρώσους, καθώς τα ρωσικά συμφέροντα συγκλίνουν με τα τουρκικά, άρα στρέφονται εναντίον των ελληνικών, τα οποία με τη σειρά τους, σε γενικές γραμμές συγκλίνουν με τα αιγυπτιακά και τα ισραηλινά.
Το ζητούμενο για την Ελλάδα και την Κύπρο που αποτελούν σημαντικά και σχετικά εύκολα διαχειρίσιμα«πιόνια» στον στρατηγικό σχεδιασμό των Ηνωμένων Πολιτειών, παρά τα περί του αντιθέτου λεγόμενα, είναι το να προωθήσουν τα συμφέροντά τους με τρόπο που να αποφεύγει ενέργειες που θα προκαλούσαν ανάφλεξη, καθώς σε αυτή την περίπτωση, οι ισχυροί θα προτιμήσουν να διαχειριστούν μια σύγκρουση δι’ αντιπροσώπων (proxy) ώστε να αποφύγουν την απείρως πιο επικίνδυνη μεταξύ τους εμπλοκή.
Αυτό δεν αντιπροσωπεύει όμως το ελληνικό εθνικό συμφέρον, καθώς Ελλάδα και Κύπρος προσπαθούν να εξέλθουν από τις οικονομικές κρίσεις που τις έπληξαν σφοδρά και οποιαδήποτε πολεμική περιπέτεια, ή ακόμα κι ένα επεισόδιο, θα μπορούσε να τις πλήξει σε πολλαπλά επίπεδα. Τη λύση θα τη δώσουν οι κάποια στιγμή οι ισχυροί που θα βρουν την ισορροπία μεταξύ τους. Βέβαια, σε όλα υπάρχουν όρια και δεν θα πρέπει να το λησμονεί η ελληνική πλευρά, ενώ οι επιλογές που θα γίνουν σε περίπτωση εμπλοκής, θα προσδιορίσουν και τις εν συνεχεία εξελίξεις.
Από τη στιγμή που το συγκρουσιακό σενάριο δεν ευνοεί την ελληνική πλευρά, εκτιμάται πως εξακολουθεί να ισχύει το ότι η ελληνική ασφάλεια ενισχύεται, όταν ΗΠΑ και Ρωσία καταφέρνουν να βρουν ένα στρατηγικό modus vivendi, να καταλήξουν σε ένα επίπεδο στρατηγικής συνεννόησης. Αυτό μειώνει τη γεωστρατηγική σημασία της Τουρκίας και διαμορφώνει τις συνθήκες για έλεγχο της αναθεωρητικής της συμπεριφοράς στην ευρύτερη περιοχή.


*Ο Ζαχαρίας Μίχας είναι Διευθυντής Μελετών στο Ινστιτούτο Αναλύσεων Ασφάλειας και Άμυνας (ISDA/ΙΑΑΑ)


Σχόλια