Δ.Λιαντίνης – Φυσική αγωγή
Τρία είναι τα σημεία στα οποία μπορεί να συνοψιστεί το πνευματικό περίγραμμα και η μοναδικότητα του ύφους των Ελλήνων της προσωκρατικής εποχής.
Το πρώτο είναι η έλξη και η προσήλωσή τους στη μελέτη της φύσης. Η σύλληψη των γενικών ιδεών που διατυπώθηκαν σε γνώμες, και μας περισώθηκαν σαν αποσπάσματα από τη μία, και ο τρόπος με τον οποίο έζησαν από την άλλη, ορμήθηκαν και μορφώθηκαν από ένα μονάχα υπόδειγμα: από τη φύση. Η φύση υπήρξε ο πνευματικός αυτουργός και ο σύμβουλος για τους Προσωκρατικούς. Έξω από τη φύση οι στοχαστές αυτοί δεν γνωρίζουν άλλο καθηγητή
Ουδείς δε αυτού καθηγήσατο,
αναφέρει για το Θαλή ο Διογένης ο Λαέρτιος.
Το δεύτερο είναι η συμπροσπέλαση στο αυτό της μικροκοσμικής και της μακροκοσμικής σύστασης του κόσμου. Αιτία για την επισήμανση και την κατανόηση, σε όλο το τεράστιο φάσμα των συνεπειών του, αυτού του στίγματος της ισορροπίας, αυτού του σημείου της ευκρασίας και της μεσότητας των κοσμικών εναντιοτήτων, υπήρξε η παρθενική – κόρες και κούροι είναι τα απεργάσματα της γλυπτικής της εποχής εκείνης – η αβίαστη, η καθαρή και ξένη στην όποια σκοπιμότητα όραση με την οποία αντίκρυσαν τη φύση.
Ο κόσμος για τους Προσωκρατικούς δεν αποτελείται από την ατελεύτητη ομοιομορφία των φυσικών μονισμών. Ούτε δηλαδή από τους αστέρες-γίγαντες μόνο, ούτε από τα στοιχεία της ύλης αποκλειστικά. Αντίθετα, ο σφυγμός του μυστηρίου του, το θαύμα που τον ζωοποιεί, είναι η συγκατάβαση της οργής των ακροτήτων του σ’ ένα σημείο αρμονίας τόσο βαθειάς, ώστε ο άνθρωπος ζει μέσα της χωρίς να χρειάζεται να τη νοιώθει.
Ο εσμός των πραγμάτων και των δράσεων, που συμπλέκεται με το ρεύμα της ζωής του καθενός και συμπροπέμπει την υπαρκτική μας πορεία, δεν είναι ούτε οι αστέρες ούτε τα στοιχεία, ούτε τα δεκαοχτώ εκατομμύρια βαθμοί Κελσίου στον ήλιο, ούτε η ταχύτητα της κίνησης του δέντρου που μεγαλώνει, ούτε οι κοσμικές ταχύτητες των υψηλών τάξεων.
Αντίθετα, είναι οι συνάνθρωποί μας, τα ζώα, τα δέντρα, το νερό στην ακτή ή στο ποτήρι, και η θαλπωρή του τζακιού. Το πολύ πολύ να μιλήσουμε για μια απόσταση ημεροδρόμων από το Μαραθώνα ως την Αθήνα. Ακόμη και τα μεγάλα μεγέθη του κόσμου οφείλουν να συμπροσπέφτουν στα μέτρα μας. Εάν ο Νείλος ήταν Ηριδανός, δεν θα κυλούσε στην Αφρική αλλά στον ουρανό του Νότου.
Επισημαίνοντας έτσι οι Προσωκρατικοί ότι ο σφυγμός του κόσμου βρίσκεται στο σημείο μεσότητας των συστατικών του όρων, οδηγήθηκαν μ’ ένα τρόπο εκπληκτικά φυσικό στη σύλληψη και στην περιγραφή των βασικών οντολογικών όρων, που αποτελούν έκτοτε τα αιώνια προβλήματα της φιλοσοφίας και των επιστημών. Έτσι ξεπήδησαν οι έννοιες μηδέν και είναι, νοείν και μη-νοείν, γίγνεσθαι και είναι, στάση και φιλία, αδικία και τίση, εξέλιξη και σταθερότητα, δημοκρατία και ολιγαρχία, κλπ.
Εφόσον η φύση μπορεί να συγχωρεί στο αυτό το μέγεθος του μύκητα και το μέγεθος του ελέφαντα, υπάρχει τρόπος για τον άνθρωπο να την ακολουθήσει με πιστότητα, και εκεί που φαίνεται πως θα χρειαστεί να θερίσει τα σπαρτά του Ληλάντιου πεδίου με το ψαλίδι, και εκεί που φαίνεται πως θα υποχρεωθεί να περάσει το νερό του Σπερχειού από την τρύπα της βελόνας.
Το δρεπάνι που θερίζει τις σταχοφόρες απανωσιές του Βαν Γκογκ ή το μασούρι της φτερωτής που κίνησε αιώνες το νερόμυλο, είναι έργα πιστοποιητικά της δυνατότητας του ανθρώπου να συντονίζει την πράξη του με τον ειρμό, πάνω στον οποίο ισορροπούν οι ακραίες ετερότητες του κόσμου.
Ο κόσμος για τους Προσωκρατικούς δεν αποτελείται από την ατελεύτητη ομοιομορφία των φυσικών μονισμών. Ούτε δηλαδή από τους αστέρες-γίγαντες μόνο, ούτε από τα στοιχεία της ύλης αποκλειστικά. Αντίθετα, ο σφυγμός του μυστηρίου του, το θαύμα που τον ζωοποιεί, είναι η συγκατάβαση της οργής των ακροτήτων του σ’ ένα σημείο αρμονίας τόσο βαθειάς, ώστε ο άνθρωπος ζει μέσα της χωρίς να χρειάζεται να τη νοιώθει.
Ο εσμός των πραγμάτων και των δράσεων, που συμπλέκεται με το ρεύμα της ζωής του καθενός και συμπροπέμπει την υπαρκτική μας πορεία, δεν είναι ούτε οι αστέρες ούτε τα στοιχεία, ούτε τα δεκαοχτώ εκατομμύρια βαθμοί Κελσίου στον ήλιο, ούτε η ταχύτητα της κίνησης του δέντρου που μεγαλώνει, ούτε οι κοσμικές ταχύτητες των υψηλών τάξεων.
Αντίθετα, είναι οι συνάνθρωποί μας, τα ζώα, τα δέντρα, το νερό στην ακτή ή στο ποτήρι, και η θαλπωρή του τζακιού. Το πολύ πολύ να μιλήσουμε για μια απόσταση ημεροδρόμων από το Μαραθώνα ως την Αθήνα. Ακόμη και τα μεγάλα μεγέθη του κόσμου οφείλουν να συμπροσπέφτουν στα μέτρα μας. Εάν ο Νείλος ήταν Ηριδανός, δεν θα κυλούσε στην Αφρική αλλά στον ουρανό του Νότου.
Επισημαίνοντας έτσι οι Προσωκρατικοί ότι ο σφυγμός του κόσμου βρίσκεται στο σημείο μεσότητας των συστατικών του όρων, οδηγήθηκαν μ’ ένα τρόπο εκπληκτικά φυσικό στη σύλληψη και στην περιγραφή των βασικών οντολογικών όρων, που αποτελούν έκτοτε τα αιώνια προβλήματα της φιλοσοφίας και των επιστημών. Έτσι ξεπήδησαν οι έννοιες μηδέν και είναι, νοείν και μη-νοείν, γίγνεσθαι και είναι, στάση και φιλία, αδικία και τίση, εξέλιξη και σταθερότητα, δημοκρατία και ολιγαρχία, κλπ.
Εφόσον η φύση μπορεί να συγχωρεί στο αυτό το μέγεθος του μύκητα και το μέγεθος του ελέφαντα, υπάρχει τρόπος για τον άνθρωπο να την ακολουθήσει με πιστότητα, και εκεί που φαίνεται πως θα χρειαστεί να θερίσει τα σπαρτά του Ληλάντιου πεδίου με το ψαλίδι, και εκεί που φαίνεται πως θα υποχρεωθεί να περάσει το νερό του Σπερχειού από την τρύπα της βελόνας.
Το δρεπάνι που θερίζει τις σταχοφόρες απανωσιές του Βαν Γκογκ ή το μασούρι της φτερωτής που κίνησε αιώνες το νερόμυλο, είναι έργα πιστοποιητικά της δυνατότητας του ανθρώπου να συντονίζει την πράξη του με τον ειρμό, πάνω στον οποίο ισορροπούν οι ακραίες ετερότητες του κόσμου.
Το τρίτο είναι η σοφή τους επίνοια να αναγνωρίσουν στους νόμους της φύσης το ρόλο των συμβόλων σήμανσης για τις ανθρώπινες πράξεις. Να υψώσουν δηλαδή τη σύνταξη του κόσμου, με την όλη ιεραρχία του κανονιστικού της καταμερισμού, στη μήτρα των προτύπων που όφειλε να δώσει το πλαίσιο της συμπεριφοράς των ανθρώπων.
Οι Προσωκρατικοί κατανόησαν ότι αυτός ήταν ο αφεύγατος δρόμος, αν ήταν για να είναι το πλαίσιο αυτό να είναι αυθεντικό. Αν ήταν δηλαδή, για να το κοσμήσει η διάρκεια και η στερεότητα του μονίμου. Του μονίμου όχι με την έννοια του αιώνιου – αιώνιο στη φύση, εκτός από την ίδια τη φύση, δεν υπάρχει, αφού και οι ήλιοι της γεννιούνται και πεθαίνουν – αλλά του πολυχρόνιου.
Γιατί πώς θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά, εφόσον οι ηθικές αλήθειες θα είχαν ξεπηδήσει από τις υποδείξεις της αλήθειας εκείνης που στηρίζει την οικονομία και την αϊδιότητα του κόσμου!
Και εδώ ακριβώς εντοπίζεται η διαφορά του προσωκρατικού στοχασμού από τις ανάλογες απόπειρες που έγιναν ύστερα, στο χώρο της φιλοσοφίας, της επιστήμης και των θρησκειών, να προχωρήσει ο άνθρωπος σε ενιαίες κοσμοθεωρητικές συλλήψεις, για να στηρίξει επάνω τους καθολικά ηθικά συστήματα.
Ο στοχασμός των Προσωκρατικών δε γινόταν να γίνει σύστημα, ούτε θρησκεία. Στο σημείο μάλιστα αυτό πρέπει να έκαμε ο Πλάτων το λάθος. Γιατί, ενώ ο Πλάτων ήταν ο πρώτος – και ο μόνος και ο έσχατος – που διάβασε βαθύτερα απ’ όλους τη φυσική όραση των Προσωκρατικών, ήταν και ο πρώτος – και ο μόνος όπως δεν θα όφειλε – που προχώρησε στο μη περαιτέρω: στο μοιραίο βήμα του τέλους.
Από τα αδαμαντωρυχεία των Προσωκρατικών δηλαδή, κατασκεύασε το βασιλικό στέμμα της φιλοσοφίας του: το ενσυνείδητο και σκόπιμο σύστημά του.
Φαίνεται σα να ξέφυγε του Πλάτωνα πως ο στοχασμός των Προσωκρατικών είναι ελεύθερος σαν τους ανέμους, και άπιστος σαν τη θάλασσα, και άπειρος σαν το άπειρο, και άπιαστος σαν το κενό, και αδάμαστος σαν τον κεραυνό και τα ηφαίστεια. Τα ονόματα Αναξιμένης, Θαλής, Αναξίμανδρος, Λεύκιππος, Εμπεδοκλής, Ηράκλειτος συνιστούν παραπομπές και νεύματα στα φυσικά στοιχεία: στον αέρα, στο νερό, στο άπειρο, στο κενό, στην Αίτνα, στη φωτιά.
Όλες οι μετά τους Προσωκρατικούς επιγονικές εξάρσεις του ανθρώπινου νου μπορεί να προέβλεψαν και να συνέλαβαν τα πάντα στην εντέλεια. Τους έλειψε όμως το αναγκαίο ένα. Το πρώτον κινούν θα έλεγα ελληνικά. Η κατανόηση δηλαδή, της ανάγκης για την απορροή των ηθικών τύπων από τα φυσικά πρότυπα, για την κατασκευή της ανθρώπινης πανοπλίας στα χυτήρια του φυσικού μετάλλου, για την ομολογία της γνώσης του ανθρώπου στην αλήθεια της φύσης, για την εξίσωση intellectus et rei στα πεδία των πράξεων.
Είναι σίγουρο πως η διάκριση του στοχασμού των Προσωκρατικών από τις ανάλογες υστερινές απόπειρες δεν θα λάβαινε την απόσταση της υπεροχής που έλαβε, αν περιοριζόταν στο θεωρητικό επίπεδο. Το κλειδί του μυστικού δεν είναι έργο της γνώσης, αλλά της βούλησης.
Επιβάλλεται δηλαδή να τονιστεί η εξαιρετική ανδρεία που χρειάστηκε, ώστε το άψυχο μίμημα: φυσικός αρχέτυπος-ηθικός τύπος, να σαρκωθεί από την ανθρώπινη πράξη και να ζωντανέψει.
Η φύση είναι οριακά τέλεια, γιατί είναι οριακά σκληρή. Ποτέ σκορπιός ή ασπίδα δεν χτύπησαν άνθρωπο με τη σκληρότητα που τον χτυπά η φύση. Ακόμη και η θηριωδία του κατ’ εξοχήν αιμοβόρου ζώου της φύσης, του πελματοβάμονος ανθρώπου – όφεις και γεννήματα εχιδνών αποκάλεσε ο Χριστός τους ανθρώπους, όταν κύτταξε αυτήν την πλευρά τους – ωχριά μπροστά στην αναλγησία της φύσης.
Η απλοϊκή πρόταση, που έφτασε ως τη δική μας ηθική σαν παροιμία, ότι δηλαδή η αλήθεια είναι πικρή, απηχώντας κάποια πανάρχαιη ανθρώπινη βίωση, θυμίζει εκείνα τα πέτρινα τσεκούρια που ξέπεσαν στα μουσεία μας από τις εποχές του ανθρώπου των σπηλαίων. Του pithecanthrophus erectus, του homo pekinensis και του homo neanderthalis.
Οι Προσωκρατικοί αποδέχτηκαν τη σκληρότητα που κρύβει η φύση με τόση καρτερία, με όση οξύνοια κατανόησαν την αλήθεια που συνέχει αυτή τη σκληρότητα. Την ομορφιά και την αίγλη του στοχασμού τους την έδωκε η νίκη της ανθρώπινης βούλησης επάνω στον ανθρώπινο φόβο.
Γι’ αυτό και τους βλέπουμε να πεθαίνουν οι περισσότεροι μ’έναν ηρωισμό θεληματικό: ο ένας, σαν Αγρίμης στα βουνά, να καταξεσκίζεται από τα σκυλιά, ο άλλος να δαγκώνει τη γλώσσα του, να την κόβει, και να τη φτύνει καταπρόσωπα στον τύραννο της πόλης του, ο άλλος φορώντας τα χάλκινα πέδιλα να πηδάει στη λάβα της Αίτνας.
Αντίθετα, εκείνο που έδωκε τον κίβδηλο χαρακτήρα σε όλα τα μετά τους Προσωκρατικούς συστήματα, ήταν η νίκη του ανθρώπινου φόβου επάνω στην ανθρώπινη βούληση.
Οι Προσωκρατικοί κατανόησαν ότι αυτός ήταν ο αφεύγατος δρόμος, αν ήταν για να είναι το πλαίσιο αυτό να είναι αυθεντικό. Αν ήταν δηλαδή, για να το κοσμήσει η διάρκεια και η στερεότητα του μονίμου. Του μονίμου όχι με την έννοια του αιώνιου – αιώνιο στη φύση, εκτός από την ίδια τη φύση, δεν υπάρχει, αφού και οι ήλιοι της γεννιούνται και πεθαίνουν – αλλά του πολυχρόνιου.
Γιατί πώς θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά, εφόσον οι ηθικές αλήθειες θα είχαν ξεπηδήσει από τις υποδείξεις της αλήθειας εκείνης που στηρίζει την οικονομία και την αϊδιότητα του κόσμου!
Και εδώ ακριβώς εντοπίζεται η διαφορά του προσωκρατικού στοχασμού από τις ανάλογες απόπειρες που έγιναν ύστερα, στο χώρο της φιλοσοφίας, της επιστήμης και των θρησκειών, να προχωρήσει ο άνθρωπος σε ενιαίες κοσμοθεωρητικές συλλήψεις, για να στηρίξει επάνω τους καθολικά ηθικά συστήματα.
Ο στοχασμός των Προσωκρατικών δε γινόταν να γίνει σύστημα, ούτε θρησκεία. Στο σημείο μάλιστα αυτό πρέπει να έκαμε ο Πλάτων το λάθος. Γιατί, ενώ ο Πλάτων ήταν ο πρώτος – και ο μόνος και ο έσχατος – που διάβασε βαθύτερα απ’ όλους τη φυσική όραση των Προσωκρατικών, ήταν και ο πρώτος – και ο μόνος όπως δεν θα όφειλε – που προχώρησε στο μη περαιτέρω: στο μοιραίο βήμα του τέλους.
Από τα αδαμαντωρυχεία των Προσωκρατικών δηλαδή, κατασκεύασε το βασιλικό στέμμα της φιλοσοφίας του: το ενσυνείδητο και σκόπιμο σύστημά του.
Φαίνεται σα να ξέφυγε του Πλάτωνα πως ο στοχασμός των Προσωκρατικών είναι ελεύθερος σαν τους ανέμους, και άπιστος σαν τη θάλασσα, και άπειρος σαν το άπειρο, και άπιαστος σαν το κενό, και αδάμαστος σαν τον κεραυνό και τα ηφαίστεια. Τα ονόματα Αναξιμένης, Θαλής, Αναξίμανδρος, Λεύκιππος, Εμπεδοκλής, Ηράκλειτος συνιστούν παραπομπές και νεύματα στα φυσικά στοιχεία: στον αέρα, στο νερό, στο άπειρο, στο κενό, στην Αίτνα, στη φωτιά.
Όλες οι μετά τους Προσωκρατικούς επιγονικές εξάρσεις του ανθρώπινου νου μπορεί να προέβλεψαν και να συνέλαβαν τα πάντα στην εντέλεια. Τους έλειψε όμως το αναγκαίο ένα. Το πρώτον κινούν θα έλεγα ελληνικά. Η κατανόηση δηλαδή, της ανάγκης για την απορροή των ηθικών τύπων από τα φυσικά πρότυπα, για την κατασκευή της ανθρώπινης πανοπλίας στα χυτήρια του φυσικού μετάλλου, για την ομολογία της γνώσης του ανθρώπου στην αλήθεια της φύσης, για την εξίσωση intellectus et rei στα πεδία των πράξεων.
Είναι σίγουρο πως η διάκριση του στοχασμού των Προσωκρατικών από τις ανάλογες υστερινές απόπειρες δεν θα λάβαινε την απόσταση της υπεροχής που έλαβε, αν περιοριζόταν στο θεωρητικό επίπεδο. Το κλειδί του μυστικού δεν είναι έργο της γνώσης, αλλά της βούλησης.
Επιβάλλεται δηλαδή να τονιστεί η εξαιρετική ανδρεία που χρειάστηκε, ώστε το άψυχο μίμημα: φυσικός αρχέτυπος-ηθικός τύπος, να σαρκωθεί από την ανθρώπινη πράξη και να ζωντανέψει.
Η φύση είναι οριακά τέλεια, γιατί είναι οριακά σκληρή. Ποτέ σκορπιός ή ασπίδα δεν χτύπησαν άνθρωπο με τη σκληρότητα που τον χτυπά η φύση. Ακόμη και η θηριωδία του κατ’ εξοχήν αιμοβόρου ζώου της φύσης, του πελματοβάμονος ανθρώπου – όφεις και γεννήματα εχιδνών αποκάλεσε ο Χριστός τους ανθρώπους, όταν κύτταξε αυτήν την πλευρά τους – ωχριά μπροστά στην αναλγησία της φύσης.
Η απλοϊκή πρόταση, που έφτασε ως τη δική μας ηθική σαν παροιμία, ότι δηλαδή η αλήθεια είναι πικρή, απηχώντας κάποια πανάρχαιη ανθρώπινη βίωση, θυμίζει εκείνα τα πέτρινα τσεκούρια που ξέπεσαν στα μουσεία μας από τις εποχές του ανθρώπου των σπηλαίων. Του pithecanthrophus erectus, του homo pekinensis και του homo neanderthalis.
Οι Προσωκρατικοί αποδέχτηκαν τη σκληρότητα που κρύβει η φύση με τόση καρτερία, με όση οξύνοια κατανόησαν την αλήθεια που συνέχει αυτή τη σκληρότητα. Την ομορφιά και την αίγλη του στοχασμού τους την έδωκε η νίκη της ανθρώπινης βούλησης επάνω στον ανθρώπινο φόβο.
Γι’ αυτό και τους βλέπουμε να πεθαίνουν οι περισσότεροι μ’έναν ηρωισμό θεληματικό: ο ένας, σαν Αγρίμης στα βουνά, να καταξεσκίζεται από τα σκυλιά, ο άλλος να δαγκώνει τη γλώσσα του, να την κόβει, και να τη φτύνει καταπρόσωπα στον τύραννο της πόλης του, ο άλλος φορώντας τα χάλκινα πέδιλα να πηδάει στη λάβα της Αίτνας.
Αντίθετα, εκείνο που έδωκε τον κίβδηλο χαρακτήρα σε όλα τα μετά τους Προσωκρατικούς συστήματα, ήταν η νίκη του ανθρώπινου φόβου επάνω στην ανθρώπινη βούληση.
Ο προσωκρατικός αιώνας είναι η αψηλότερη στιγμή της ανθρώπινης συνείδησης.
Τα διανοήματα και τα έργα του ανθρώπου πριν και μετά τον προσωκρατικό αιώνα έχουν λάβει διάταξη στην ανωφέρεια και στην κατωφέρεια των οροσειρών που επιστεγάζουνται από αυτήν την κορυφή.
Αν σήμερα πιστεύεται ότι ο άνθρωπος στις μετά τον προσωκρατικό αιώνα εποχές ξεπέρασε εκείνο το ύψος, αυτή η απατηλή πίστη οφείλεται σε δύο αιτίες.
Πρώτα, γιατί έρχεται στον άνθρωπο εύκολο να γλιστρά, και δύσκολο ν’ αναρριχιέται στον ίλιγγο αυτής της πέτρας. Και ύστερα, γιατί χαμένη η κορυφή αυτή στην συναστεριά των αστραπών και των καταιγίδων, φαίνεται σα να μην υπάρχει, και σα να μην την πάτησαν άνθρωποι ποτέ.
Εάν είναι, υπερβαίνοντας ο άνθρωπος στο μέλλον τη σύγχρονη κρίση του, να ξαναφτάσει ψηλά, αναγκαία θα ανεβεί και θα σταθεί – με μια πείρα διαφορετική μόνο – στην ίδια κορυφή.
Λέγοντας ο Νίτσε τον περασμένο αιώνα ότι το μέλλον της ανθρωπότητας εξαρτάται από το να μην πεθάνει το τραγικό αίσθημα, εννοούσε αυτό ακριβώς.
Γιατί όλα όσα έδωκε ο προσωκρατικός αιώνας ημπορούν να συμφορηθούν στην εκβολή ενός πράγματος: του τραγικού αισθήματος.
Από την εποχή του προσωκρατικού έλληνα η φιλοσοφία, με όλη τη χορεία των πνευματικών επιστημών, δεν έχει προχωρήσει στη διατύπωση νέων λόγων. Στην πραγματικότητα αρκέστηκε να αναμασά τις αλήθειες εκείνες, που μοιάζουν με κομμάτια φλόγες αποσπασμένα από τα έμπυρα μετέωρα του θεού:
Κομμάτια πέτρες τα λόγια των Θεών
Κομμάτια πέτρες τ’ αποσπάσματα του Ηράκλειτου.
Και το χειρότερο είναι που επικάλυψε και παραποίησε μέσα στη λήθη της ανίας και της στείρας επανάληψης εκείνους τους αρχαϊκούς λόγους.
Αρκεί να αναλογιστεί κανείς πόσο και πώς, σ’ένα ύφος περίτεχνης και απολεσμένης μέσα στην ομίχλη των λεπτομερειών δημοσιογραφίας, ο πολύς στις ημέρες μας Καρλ Πόππερ παραποιεί, διαστρέφει, και σκυλεύει τον Ηράκλειτο.
Η άποψη που πριν από δυόμισι περίπου αιώνες διατύπωσε ο Λάιμπνιτς ότι η φιλοσοφία πρέπει να προσανατολιστεί στην κατεύθυνση τού να εκφράζεται στη λιτή και αναγκαία γλώσσα των φυσικών επιστημών, σε μια lingua adamica όπως την ονομάζει, νομίζω ότι υλοποιείται σωστά, εάν ερμηνευτεί σαν προτροπή επιστροφής στη μελέτη των γεωμετρικών προτάσεων των Προσωκρατικών, που δεν ήταν τίποτα άλλο από τα πνευματικά αντικρύσματα των φυσικών νόμων.
Δημήτρης Λιαντίνης – Επιλεγμένα αποσπάσματα από το βιβλίο “Homo Educandus (Φιλοσοφία της Αγωγής)”
Πηγή: liantinis
antikleidi.com
Τα διανοήματα και τα έργα του ανθρώπου πριν και μετά τον προσωκρατικό αιώνα έχουν λάβει διάταξη στην ανωφέρεια και στην κατωφέρεια των οροσειρών που επιστεγάζουνται από αυτήν την κορυφή.
Αν σήμερα πιστεύεται ότι ο άνθρωπος στις μετά τον προσωκρατικό αιώνα εποχές ξεπέρασε εκείνο το ύψος, αυτή η απατηλή πίστη οφείλεται σε δύο αιτίες.
Πρώτα, γιατί έρχεται στον άνθρωπο εύκολο να γλιστρά, και δύσκολο ν’ αναρριχιέται στον ίλιγγο αυτής της πέτρας. Και ύστερα, γιατί χαμένη η κορυφή αυτή στην συναστεριά των αστραπών και των καταιγίδων, φαίνεται σα να μην υπάρχει, και σα να μην την πάτησαν άνθρωποι ποτέ.
Εάν είναι, υπερβαίνοντας ο άνθρωπος στο μέλλον τη σύγχρονη κρίση του, να ξαναφτάσει ψηλά, αναγκαία θα ανεβεί και θα σταθεί – με μια πείρα διαφορετική μόνο – στην ίδια κορυφή.
Λέγοντας ο Νίτσε τον περασμένο αιώνα ότι το μέλλον της ανθρωπότητας εξαρτάται από το να μην πεθάνει το τραγικό αίσθημα, εννοούσε αυτό ακριβώς.
Γιατί όλα όσα έδωκε ο προσωκρατικός αιώνας ημπορούν να συμφορηθούν στην εκβολή ενός πράγματος: του τραγικού αισθήματος.
Από την εποχή του προσωκρατικού έλληνα η φιλοσοφία, με όλη τη χορεία των πνευματικών επιστημών, δεν έχει προχωρήσει στη διατύπωση νέων λόγων. Στην πραγματικότητα αρκέστηκε να αναμασά τις αλήθειες εκείνες, που μοιάζουν με κομμάτια φλόγες αποσπασμένα από τα έμπυρα μετέωρα του θεού:
Κομμάτια πέτρες τα λόγια των Θεών
Κομμάτια πέτρες τ’ αποσπάσματα του Ηράκλειτου.
Και το χειρότερο είναι που επικάλυψε και παραποίησε μέσα στη λήθη της ανίας και της στείρας επανάληψης εκείνους τους αρχαϊκούς λόγους.
Αρκεί να αναλογιστεί κανείς πόσο και πώς, σ’ένα ύφος περίτεχνης και απολεσμένης μέσα στην ομίχλη των λεπτομερειών δημοσιογραφίας, ο πολύς στις ημέρες μας Καρλ Πόππερ παραποιεί, διαστρέφει, και σκυλεύει τον Ηράκλειτο.
Η άποψη που πριν από δυόμισι περίπου αιώνες διατύπωσε ο Λάιμπνιτς ότι η φιλοσοφία πρέπει να προσανατολιστεί στην κατεύθυνση τού να εκφράζεται στη λιτή και αναγκαία γλώσσα των φυσικών επιστημών, σε μια lingua adamica όπως την ονομάζει, νομίζω ότι υλοποιείται σωστά, εάν ερμηνευτεί σαν προτροπή επιστροφής στη μελέτη των γεωμετρικών προτάσεων των Προσωκρατικών, που δεν ήταν τίποτα άλλο από τα πνευματικά αντικρύσματα των φυσικών νόμων.
Δημήτρης Λιαντίνης – Επιλεγμένα αποσπάσματα από το βιβλίο “Homo Educandus (Φιλοσοφία της Αγωγής)”
Πηγή: liantinis
antikleidi.com
Σχόλια