Το προσφυγόπουλο από την Αρμενία και η Κατίνα Παπά
Ίσως να ήταν η συγκλονιστική εικόνα του νεκρού παιδιού απ’ τη Συρία, που ξέβρασαν τα κύματα του Αιγαίου στην Κω, που με έκαναν να ξαναδιαβάσω τα διηγήματα της Κατίνας Παπά, που ξεχειλίζουν από αγάπη και στοργή για τα παιδιά και να ξαναδώ κάποια σκίτσα της αδελφής της, ζωγράφου Αγλαΐας Παπά.
Και ξαφνικά βρέθηκα μπροστά σ’ ένα κάπως άγνωστο έργο. Ένας ξυπόλυτος και ρακένδυτος μπόμπιρας και κάτω η λεζάντα: Ο Αμπάζης, αρμενόπουλο, πρόσφυγας. Πρόκειται για μια συγκινητική ιστορία αγάπης και ανθρωπιάς. Μου την αφηγήθηκε χρόνια πριν στην Αθήνα, ο φιλότεχνος και γκαρδιακός φίλος της ζωγράφου, Γιώργος Λουμπούνης. Την είχα ξεχάσει μέσα στα χαρτιά μου, και ήρθαν τα σαπιοκάραβα, τα δάκρυα και οι θρήνοι της νέας προσφυγιάς να μου τη θυμίσουν.
Μετά τη σφαγή των Αρμενίων απ’ τους Τούρκους και το σκόρπισμα του μαρτυρικού αυτού λαού ανά την υφήλιο, ένα καράβι άραξε στην Κέρκυρα. Ανάμεσα στους πρόσφυγες που συνωστίζονταν στο λιμάνι, στην αγορά και στον Άγιο Σπυρίδωνα ζητιανεύοντας, ήταν κι ένα ξυπόλυτο παιδάκι, με πανέξυπνα μάτια κι ένα χαμόγελο που σ’ έκανε να ντρέπεσαι για τον κόσμο που ζεις.
Έβλεπε τα καροτσάκια με τα κουλούρια, τους καστανάδες και τους μανάβηδες, μπαινόβγαινε σε λοκάντες, ζαχαροπλαστεία και φούρνους κι έτρωγε με τα μεγάλα πεινασμένα μάτια του, τις φρατζόλες και τα κουλούρια. Κάποια μέρα δεν άντεξε την πείνα, τη στιγμή που ο φούρναρης νταραβεριζόταν με κάποιον πελάτη, άρπαξε μια φρατζόλα και άρχισε να τρέχει όπως ένα νηστικό αγρίμι στα καντούνια. Δεν πρόλαβε να φάει το ζεστό ψωμί και ο χωροφύλακας που έκοβε βόλτες στην αγορά, έπιασε τον «κλέφτη». Κι έτσι το προσφυγόπουλο από την Αρμενία, βρέθηκε υπό κράτηση.
Την άλλη μέρα φόρτωσαν τον ρακένδυτο Αμπάζη, μαζί με άλλα παιδιά σε ένα καραβάκι και τον έστειλαν στο νησάκι Βίδο, όπου χρόνια τώρα το κράτος έκλεινε τους μικρούς παραβάτες. Έτσι βρέθηκε το προσφυγόπουλο από την Αρμενία στο αναμορφωτήριο της Κέρκυρας.
Το έμαθε η Κατίνα Παπά, μπήκε στο καραβάκι και πάει να συναντήσει το φυλακισμένο προσφυγόπουλο. Και ξαφνικά βρέθηκε μπροστά σ’ ένα παιδάκι που κάθε άλλο παρά κλέφτης και χαμίνι ήταν. Ήταν ένα έρημο παιδί που είχε χάσει τα πάντα. Τα πανέξυπνα μάτια του, το εκφραστικό προσωπάκι, τα λόγια του και κείνο το χαμόγελο, έκαναν την καρδιά της μελλοντικής πεζογράφου, να γεμίσει από αγάπη και στοργή για το άτυχο και ξεριζωμένο παιδί. Έγιναν φίλοι. Κάθε μέρα οι υπάλληλοι του αναμορφωτηρίου την έβλεπαν να φτάνει στο νησάκι για να συναντήσει τον Αμπάζη.
Μετά από αρκετές συναντήσεις με το προσφυγόπουλο που πρόσμενε με καρδιοχτύπι την άγνωστη και στοργική κυρία, η Κατίνα Παπά, χτύπησε την πόρτα της δικαιοσύνης και ζήτησε την έξοδο απ’ το αναμορφωτήριο του μικρού Αμπάζη. Δεν ήταν εύκολο κάτι τέτοιο, το νησί είχε γεμίσει πρόσφυγες και ορφανά που λυμαίνονταν το βιος των φιλήσυχων κατοίκων και ο νόμος δεν γνώριζε από φιλανθρωπίες και συναισθηματισμούς.
– Καλά είναι στο αναμορφωτήριο. Έχει ένα πιάτο φαγητό και το κρεβάτι του. Εάν το βγάλουμε απ’ το ίδρυμα θα καταλήξει κλέφτης και διαρρήκτης.
– Και με την ψυχή του παιδιού τι γίνεται, κύριοι;
– Κι αν ξαναρχίσει τις κλοπές; Το αναμορφωτήριο είναι η καλύτερη λύση για τους ανήλικους παραβάτες, συνέχιζε ο άνθρωπος του νόμου και της τήρησης της τάξης. Αυτά τα παιδιά, είναι επιρρεπή στις κλοπές και τις διαρρήξεις… Η πείνα είναι κακός σύμβουλος, κυρία…
– Αναλαμβάνω τη διατροφή και τη συντήρησή του.
Την άλλη μέρα το προσφυγόπουλο απ’ την Αρμενία, αποχαιρετούσε τα παιδιά και το αναμορφωτήριο στο Βίδο και παρέα με τη νεαρή καθηγήτρια, έκανε το ομορφότερο ταξίδι της ζωής του.
Το σπίτι στη Σωτηριώτισσα απέχει πέντε χιλιόμετρα από το κέντρο της Κέρκυρας. Κάθε μέρα ο μικρός Αμπάζης έπαιρνε το δρόμο για να πάει να ανταμώσει την κηδεμόνα του. Και η Κατίνα Παπά που γνώριζε καλά την προσφυγιά, περίμενε με ανοιχτές αγκαλιές το παιδάκι. Το μόνο που είχε φέρει μαζί του ο μικρός Αμπάζης απ’ την πατρίδα του ήταν ένα μπουζουκάκι. Κι εκεί στη γαλήνη του σπιτιού και τη θαλπωρή, το προσφυγόπουλο απ’ την Αρμενία, έπαιζε μπουζούκι και τραγουδούσε τραγούδια της μακρινής πατρίδας του για την κυρία που είχε γίνει δεύτερη μητέρα του.
Τις πρώτες μέρες αρνιόνταν πεισματικά να βγάλει τα τριμμένα ρούχα του και να φορέσει καινούργια.
– Γιατί Αμπάζη δεν βάζεις τα ρούχα που σου αγόρασα;
– Αν με δούνε με καινούργια ρούχα κανείς δε θα με προσέξει, είπε και χαμογέλασε.
Δεν ήταν μόνο το φαγητό και τα ρούχα. Η υπομονετική καθηγήτρια, σκυμμένη πάνω στο πανέξυπνο παιδάκι, του ‘μαθε να διαβάζει και να γράφει. Το χαμόγελο ξαναγύρισε στο θλιμμένο πρόσωπό του.
Εκεί στη Σωτηριώτισσα, βρήκε ένα μεσημέρι το προσφυγόπουλο απ’ την Αρμενία, η Αγλαΐα Παπά και ζωγράφισε με πενάκι τον μπόμπιρα με το πανέξυπνο μουτράκι και το δάχτυλο στα χείλη. Και η στοργή της νεαρής πεζογράφου για το παιδάκι απ’ την Αρμενία, κράτησε χρόνια ώσπου ο Αμπάζης μεγάλωσε.
Και όταν κάποιος διανοούμενος ρώτησε τη διηγηματογράφο, γιατί χάνει τον πολύτιμο χρόνο της συγγραφής, η Κατίνα Παπά απάντησε: Το να σώσεις ένα παιδί, είναι σημαντικότερο από το να γράψεις δέκα βιβλία!
Σχόλια