Αλήθειες, ψέματα και success story...

Ποια δεδομένα της οικονομίας θα γίνουν αντικείμενο αντιπαράθεσης στην πορεία προς τις κάλπες
Τα επιχειρήματα της κυβέρνησης που στοιχειοθετούν το success story στην...

οικονομία τα απαρίθμησε δύο φορές ο ίδιος ο πρωθυπουργός μέσα σε διάστημα λίγων ημερών.

Μία στη συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου και μια στη διαδικασία ψήφισης του πολυνομοσχεδίου στη Βουλή. Τα επιχειρήματα ήταν πανομοιότυπα:
 Δημιουργήθηκαν πάνω από 300.000 θέσεις εργασίας επί διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ και οι περισσότερες είναι δουλειές πλήρους απασχόλησης.
 Οι αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων έχουν επιστρέψει στα επίπεδα του 2006, γεγονός που υποδηλώνει την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των αγορών.
 Οι άμεσες ξένες επενδύσεις έφτασαν στα 4 δισ. ευρώ το 2017.
 Οι αμοιβές αυξάνονται.
  Το εμπόριο πηγαίνει καλύτερα.

Είναι σαφές ότι ο Αλέξης Τσίπρας προσπάθησε – και θα προσπαθήσει ακόμη περισσότερο το επόμενο διάστημα – να αποδείξει ότι η χώρα «γυρίζει σελίδα» και ότι οι καλύτερες ημέρες είναι αυτές που έρχονται. Αυτή τη φορά η πρόθεση είναι το πολιτικό παιχνίδι να μην παιχτεί σε όρους υποσχέσεων, αλλά επί δεδομένων. Οι αριθμοί όμως έχουν διπλή ανάγνωση και αξίζει τον κόπο μια προσπάθεια να τους αποκωδικοποιήσουμε.

Βαρόμετρο η τσέπη
Η αντιπαράθεση έχει ήδη αρχίσει και όσο θα πλησιάζουμε προς την έξοδο του μνημονίου θα γίνεται πιο έντονη. Το ερώτημα βέβαια για τους πολίτες, οι οποίοι δεν συγκινούνται από το αν επιτυγχάνονται οι δημοσιονομικοί στόχοι και από το αν συρρικνώνονται τα ελλείμματα τόσο σε δημοσιονομικό επίπεδο όσο και σε επίπεδο ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, παραμένει:
 Ήρθαν οι «καλύτερες ημέρες»;
 Επέστρεψε η... ανάπτυξη;
 Αν ναι, πώς μεταφράζεται αυτό στην τσέπη του πολίτη;

Στην κυβέρνηση αντιλαμβάνονται πλήρως ότι η «τσέπη» θα αποτελέσει «βαρόμετρο» στην επόμενη εκλογική αναμέτρηση, καθώς από μόνες τους η «έξοδος από τα μνημόνια», η «ανάκτηση μέρους της χαμένης εθνικής κυριαρχίας», η «τήρηση των υποσχέσεων ότι θα βγούμε από το τούνελ» δεν αρκούν για να πείσουν το εκλογικό σώμα.

Ειδικά όταν αυτό γνωρίζει ότι η «έξοδος», όσο... καθαρή κι αν είναι, δεν θα σηματοδοτήσει το τέλος των μέτρων ή την εξάλειψη της υποχρέωσης για παραγωγή πρωτογενών πλεονασμάτων μαμούθ της τάξεως του 3,5% μέχρι και το 2022.
Είναι σαφές ότι η αντιπολίτευση θα το... κοπανάει σε κάθε ευκαιρία: μείωση συντάξεων, περαιτέρω μείωση του ΕΚΑΣ έως την πλήρη κατάργησή του, μείωση αφορολογήτου, αύξηση ασφαλιστικών εισφορών (σ.σ.: είναι τα τέσσερα βασικά μέτρα που θα υλοποιηθούν μέσα στο 2019 και στο 2020, υποτίθεται σε περίοδο εκτός μνημονίου).

Πόσο «καθαρή» η έξοδος;
Τι όμως μπορεί να είναι «χειροπιαστό» για τον ψηφοφόρο; Στο Μέγαρο Μαξίμου γνωρίζουν πολύ καλά ότι η ρητορική περί εξόδου στις αγορές, επαναφοράς στην ανάπτυξη αλλά και τερματισμού του μνημονίου από μόνη της δεν μπορεί να αποδώσει πολλά. Επίσης το 2018 τα περιθώρια για παροχές και κοινωνικά μερίσματα θα είναι στενά.

Άλλο να είναι ο πήχης του πρωτογενούς πλεονάσματος στο 3,5%, όπως συμβαίνει για το 2018, και άλλο να είναι στο 1,75%. Άλλο να παράγεις υπερπλεόνασμα όταν το ζητούμενο είναι τα έσοδα να ξεπερνούν τις δαπάνες κατά 4,4 δισ. ευρώ και άλλο όταν ψάχνεις η αφαίρεση «έσοδα μείον έξοδα» να βγάζει αποτέλεσμα άνω των 7 δισ. ευρώ.

Και επειδή λεφτά για παροχές δεν θα υπάρξουν (και αν θα υπάρξουν, δεν θα είναι 1,5 δισ. ευρώ όπως το 2017), ο Τσίπρας έχει βρει πού θα «ποντάρει»: «Δουλειά για όσο το δυνατόν περισσότερους μέχρι τις εκλογές» είναι το σύνθημα. Η στρατηγική του πρωθυπουργού έχει μια σοβαρή λογική. Αν ποντάριζε αποκλειστικά στο θέμα της εξόδου από τα μνημόνια, θα είχε να αντιμετωπίσει τον εύλογο αντίλογο, ο οποίος συμπυκνώνεται στα εξής:
Δεν θα υπάρξει «καθαρή έξοδος» (γι’ αυτό και η χρήση της έννοιας έχει ήδη αρχίσει να πέφτει σε δεύτερη μοίρα πριν καν αρχίσουν οι διαπραγματεύσεις για την τέταρτη αξιολόγηση και την τελική έξοδο από τα μνημόνια). Πολύ απλά, διότι οι δανειστές θα μας ζητήσουν να υπογράψουμε ένα κείμενο δεσμεύσεων προκειμένου να πάρουμε ως αντάλλαγμα τη ρύθμιση του χρέους, η οποία δεν θα γίνει «μια και έξω», αλλά σταδιακά. Αυτό το κείμενο δεν θα λέγεται μνημόνιο, αλλά είναι εύκολο για την αντιπολίτευση να το παρουσιάσει ως «κάτι σαν μνημόνιο».

Οι τιμές των ομολόγων
Η αποκλιμάκωση των αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων αφενός είναι επίφοβη, αφετέρου μπορεί να διατυπωθεί εύκολα αντεπιχείρημα. Ασφαλώς είναι εξαιρετικά θετικό το ότι η Ελλάδα μπορεί να δανειστεί (θεωρητικά τουλάχιστον) με επιτόκιο κάτω του 4%, όπως φαίνεται τουλάχιστον από την εξέλιξη της απόδοσης του δεκαετούς ομολόγου.

Φυσικά, άλλο η απόδοση που αποτυπώνεται στα μόνιτορ των χρηματιστηριακών εταιρειών σε καθημερινή βάση και άλλο το επιτόκιο που μπορεί να εξασφαλίσει η χώρα όταν έρχεται η στιγμή της κρίσης (δηλαδή της έκδοσης ομολόγου). Ακόμη και το επιχείρημα του πρωθυπουργού ότι επιστρέψαμε στα προ κρίσης επίπεδα όσον αφορά τις αποδόσεις των ομολόγων σηκώνει συζήτηση.

Το 2006 και το 2007 η απόδοση του γερμανικού δεκαετούς κινούνταν σε επίπεδα άνω του 3% και πολύ κοντά στην αντίστοιχη απόδοση του ελληνικού ομολόγου. Σήμερα η Γερμανία δανείζεται με κόστος 0,5%, όταν η Ελλάδα πασχίζει να δει το 3 ως πρώτο νούμερο στο «κουπόνι».

Τέλος, η επιτροπεία θα συνεχιστεί μέχρι η Ελλάδα να αποπληρώσει το 70% του δανείου που εξασφάλισε από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς. Άρα η κυβέρνηση θα πρέπει να αντιμετωπίσει – άδικα, διότι αυτό αποτελεί δέσμευση που έχει αναλάβει η χώρα από την πρώτη στιγμή που υπέγραψε μνημόνιο – την κατηγορία ότι μας έμπλεξε στα μνημόνια για δεκαετίες.

Η πορεία των επενδύσεων
Ακόμη και το επιχείρημα ότι υπάρχει αύξηση των επενδύσεων σηκώνει πολλή συζήτηση. Τα επιπλέον 4 δισ. ευρώ που επικαλέστηκε ο πρωθυπουργός ως αύξηση στο σκέλος των άμεσων ξένων επενδύσεων είναι μια καλή επίδοση, αλλά δεν αποτυπώνει όλη την πραγματικότητα.
Οι άμεσες ξένες επενδύσεις στην Ελλάδα μετριούνται από την Τράπεζα της Ελλάδος. Τα τελευταία στοιχεία που δόθηκαν στη δημοσιότητα αφορούν το δεκάμηνο. Ειδικότερα, οι υποχρεώσεις άμεσων επενδύσεων ανήλθαν στο δεκάμηνο στα 3,128 δισ. ευρώ, έναντι 2,307 δισ. ευρώ το αντίστοιχο διάστημα του 2016. Όμως η αύξηση των άμεσων ξένων επενδύσεων είναι προϊόν πολύ συγκεκριμένων γεγονότων που σημειώθηκαν μέσα στο 2017.

Η μεγαλύτερη ξένη επένδυση ήταν αυτή που αποτυπώθηκε στα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδας τον Μάρτιο, μήνα κατά τον οποίο το σχετικό ποσό εκτοξεύτηκε στα 728 εκατ. ευρώ. Είναι ο μήνας κατά τον οποίο καταγράφεται η άμεση συμμετοχή των εταιρειών Fraport AG και Slentel Ltd από την Κύπρο στην αύξηση μετοχικού κεφαλαίου των θυγατρικών που ανέλαβαν τη διαχείριση των περιφερειακών αεροδρομίων στην Ελλάδα.

Επιπλέον, οι άμεσες ξένες επενδύσεις δεν αποτελούν παρά ένα μόνο μέρος του συνόλου των επενδύσεων. Τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής δείχνουν σημαντική μείωση το τρίτο τρίμηνο του 2017 στον «ακαθάριστο σχηματισμό παγίου κεφαλαίου», το οικονομικό μέγεθος που αποτυπώνει την πορεία των συνολικών επενδύσεων και όχι μόνο των ξένων. Το τρίτο τρίμηνο οι επενδύσεις περιορίστηκαν στα 4,835 δισ. ευρώ από 5,275 δισ. ευρώ το τρίτο τρίμηνο του 2016, ενώ με μικρή μείωση έκλεισε και το δεύτερο τρίμηνο.

Η αύξηση της απασχόλησης
Στο μέτωπο της απασχόλησης και των νέων θέσεων εργασίας η κυβέρνηση θα ρίξει όλο το βάρος. Ο λόγος; Έχει να δείξει μετρήσιμα αποτελέσματα, τα οποία μάλιστα «μετράνε» άμεσα στην τσέπη των πολιτών. Υπάρχει όμως αύξηση της απασχόλησης; Ή ισχύει το επιχείρημα της αντιπολίτευσης ότι η μείωση της ανεργίας οφείλεται στη δημιουργία νέων θέσεων μερικής απασχόλησης;
Η αλήθεια βρίσκεται κάπου στη μέση. Ούτε οι πανηγυρισμοί του πρωθυπουργού δικαιολογούνται από τα διαθέσιμα στοιχεία ούτε οι μηδενιστικές φωνές της αντιπολίτευσης στηρίζονται στα πραγματικά δεδομένα. Η κατάσταση έχει ως εξής:
1 Ο πρωθυπουργός επιβεβαιώνεται (περίπου) από τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ όταν αναφέρει ότι επί πρωθυπουργίας του έχουν δημιουργηθεί 320.000 θέσεις εργασίας. Από το τέταρτο τρίμηνο του 2014 μέχρι το τρίτο τρίμηνο του 2017 ο αριθμός των απασχολουμένων αυξήθηκε από τα 3,535 εκατομμύρια στα 3,823 εκατομμύρια εργαζόμενους.
Τα μεγέθη βέβαια δεν είναι απολύτως συγκρίσιμα. Άλλες οι συνθήκες απασχόλησης στο τέταρτο τρίμηνο ενός έτους και άλλες στο τρίτο τρίμηνο, περίοδο κατά την οποία ο τουρισμός εξακολουθεί να «γεννά» θέσεις εργασίας. Σε κάθε περίπτωση η αύξηση της απασχόλησης είναι δεδομένη και μετρημένη, ενώ τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ δείχνουν ότι η αύξηση των απασχολουμένων στηρίζεται σε ποσοστό άνω του 90% σε θέσεις πλήρους απασχόλησης.
2 Η αντιπολίτευση προβάλλει τα στοιχεία της Εργάνης για να αποδείξει ότι η μείωση της ανεργίας στηρίζεται σε θέσεις μερικής απασχόλησης, οι οποίες αμείβονται με 200-250 ευρώ. Ωστόσο, η Εργάνη δεν μετράει αριθμό εργαζομένων, αλλά ροές εργασίας. Δηλαδή μετράει συμβάσεις και λύσεις συμβάσεων. Δεδομένου ότι το ίδιο πρόσωπο στην υπό εξέταση περίοδο μπορεί να υπογράφει περισσότερες από μία συμβάσεις, το πώς ακριβώς επιδρούν οι μεταβολές στη ροή της εργασίας στην κατάσταση του κάθε εργαζόμενου δεν μπορεί να μετρηθεί εύκολα.
Την κατάσταση των εργαζομένων (δηλαδή το αν είναι πλήρους απασχόλησης ή μερικής ή επίσης και εκ περιτροπής εργασίας) μπορούν να τη μετρήσουν μόνο η ΕΛΣΤΑΤ και ο ΟΑΕΔ. Με βάση τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ η μερική απασχόληση παραμένει σταθερή το τελευταίο διάστημα στα επίπεδα του 9% - 9,5%
3 Αυτό που δεν λέει ο πρωθυπουργός είναι ότι η ανεργία μειώνεται μεν, αλλά με ολοένα και χαμηλότερους μισθούς. Οι νέες δουλειές ανοίγουν σε κλάδους που προσφέρουν πολύ χαμηλές αποδοχές και, έτσι, ο μέσος όρος κατεβαίνει ολοένα και χαμηλότερα.
Τον Δεκέμβριο του 2014 οι αμοιβές ανέρχονταν στα 995 ευρώ και στα μέσα του 2017 είχε πέσει στα 943 ευρώ. Νέες δουλειές ανοίγουν κατά κύριο λόγο στον τουρισμό και στο εμπόριο. Αντίθετα στον πρωτογενή τομέα υπάρχει μείωση της απασχόλησης, ενώ ολοένα και λιγότερες γίνονται οι θέσεις ευθύνης, οι οποίες προσέφεραν υψηλότερες αποδοχές...


topontiki.gr
Σχόλια