Τι σημαίνει -και τι όχι- το «ράλι» στην ελληνική αγορά ομολόγων...

Τις τελευταίες ημέρες οι εξελίξεις στην ελληνική κεφαλαιαγορά είναι αρκετά θετικές. Οι αποδόσεις (επιτόκια) των ελληνικών ομολόγων πέφτουν και οι τιμές των μετοχών ανεβαίνουν.

Η...
απόδοση του δεκαετούς κρατικού ομολόγου υποχώρησε στο 3,71%, επίπεδο στο οποίο είχε να βρεθεί από το 2006, ενώ στα τέλη του περασμένου Νοεμβρίου βρισκόταν στο 5,3%.
Οι αποδόσεις των ομολόγων υποχωρούν όταν οι τιμές τους ανεβαίνουν. Για παράδειγμα όταν ένα ομόλογο εκδοθεί με τιμή 100 ευρώ και δίνει τόκο 5 ευρώ η απόδοση είναι 5%, αλλά εάν σε δεύτερη φάση η τιμή του φτάσει στα 150 ευρώ τότε τα 5 ευρώ των τόκων αντιστοιχούν σε απόδοση 3,3%.

Οι επενδυτές αγοράζουν τώρα ελληνικά ομόλογα (με αποτέλεσμα η τιμή τους να αυξάνεται και η απόδοσή τους να πέφτει) επειδή προσδοκούν ότι η τρίτη αξιολόγηση θα κλείσει σύντομα και η Ελλάδα θα εκδώσει νέα ομόλογα για τα οποία θα εκδηλωθεί αξιόλογη ζήτηση και σπεύδουν να πάρουν από τώρα θέσεις.

Με λίγα λόγια οι τιμές των ελληνικών ομολόγων κάνουν “ράλι” και οι αποδόσεις τους πέφτουν, με αποτέλεσμα να είναι ευκολότερο και για το ελληνικό υπουργείο Οικονομικών να δανειστεί εκδίδοντας νέα ομόλογα με χαμηλότερο επιτόκιο.

Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και με τις τιμές των μετοχών, για τις οποίες εκδηλώνεται αγοραστικό ενδιαφέρον τις τελευταίες ημέρες.

Οι εξελίξεις αυτές είναι μεν θετικές αλλά δεν συνδέονται με την μακροχρόνια προοπτική του ελληνικού χρέους και της οικονομίας.

Η ζήτηση για τα «χαρτιά» προς το παρόν οφείλεται περισσότερο σε επενδυτές οι οποίοι έχουν βραχυπρόθεσμο ορίζοντα και σπεύδουν να πάρουν θέσεις για να καταγράψουν κέρδη.

Τίποτα δεν αποκλείει τη θέση τους να πάρουν σε δεύτερη φάση επενδυτές με μεσοπρόθεσμο και μακροχρόνιο ορίζοντα (οπότε η ανοδική τάση θα διατηρηθεί) αλλά αυτό δεν είναι δεδομένο και θα εξαρτηθεί από τις εξελίξεις στη συνέχεια.

Η έλευση των μακροχρόνιων επενδυτών θα έχει να κάνει με τις μεσοπρόθεσμες προοπτικές για την οικονομία, οι οποίες κατά μεγάλο μέρος συναρτώνται με τις αποφάσεις για το χρέος και πιο συγκεκριμένα για τα λεγόμενα «μεσοπρόθεσμα μέτρα» ελάφρυνσης που θα ισχύσουν μετά τη λήξη του προγράμματος τον Αύγουστο του 2018.

Οι ενδείξεις που υπάρχουν μέχρι σήμερα είναι ότι η Ευρωζώνη θεωρεί ότι το ελληνικό χρέος είναι βιώσιμο μέχρι το έτος 2022, αντίληψη η οποία ενισχύεται και από τις ανακοινώσεις του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM) ότι τα λεγόμενα «βραχυπρόθεσμα μέτρα» που ήδη υλοποιήθηκαν ελάφρυναν το ελληνικό χρέος κατά 25%, ενώ αρχικά είχε εκτιμηθεί ελάφρυνση της τάξης του 20%.

Το σκεπτικό είναι ότι αφού το όφελος από τα βραχυπρόθεσμα μέτρα ήταν μεγαλύτερο, τότε η αναγκαία ελάφρυνση με τα νέα μεσοπρόθεσμα είναι μικρότερη και λιγότερο επείγουσα.

Τα επιχειρήματα αυτά δίνουν τροφή σε όσους θέλουν να αναβάλουν τα νέα μέτρα ελάφρυνσης και να τα μεταθέσουν στο μέλλον, αλλά και να τα συνδέσουν με προϋποθέσεις για την ελληνική πλευρά, όπως οι ιδιωτικοποιήσεις, η προώθηση νομοθεσίας για την διευκόλυνση των επενδύσεων και της επιχειρηματικότητας, αλλά και η δέσμευση ότι δεν θα γίνει πισωγύρισμα στα μέτρα που ήδη ελήφθησαν.

Οι δανειστές, για παράδειγμα, θέλουν να είναι σίγουροι ότι εάν λήξει το πρόγραμμα η κυβέρνηση -η όποια κυβέρνηση- δεν θα έχει την ευχέρεια να φορτώσει τις κρατικές δαπάνες με προσλήψεις ή να μειώσει τα έσοδα με ελάφρυνση φόρων, ούτε ότι θα αλλάξει το πλαίσιο για τους πλειστηριασμούς και τις κατασχέσεις.
Αυτός είναι ο λόγος που σχεδιάζεται η σύνδεση των μέτρων για το χρέος με τις λεγόμενες «μεταρρυθμίσεις».

Από την άλλη πλευρά, είναι βέβαιο ότι μετά τη λήξη του μνημονίου, η ελληνική πλευρά θα έχει μεγαλύτερη ελευθερία στην άσκηση πολιτικής σε σχέση με το σημερινό καθεστώς του μνημονίου και των αξιολογήσεων, πράγμα που της επιτρέπει να αναπτύξει και άλλες πολιτικές, οι οποίες συνδέονται με την ενίσχυση της πραγματικής οικονομίας και της κοινωνικής προστασίας.

Είναι σαφές επομένως ότι το κλειδί για να μεταφραστεί το καλύτερο κλίμα που καταγράφεται σήμερα στην αγορά των ομολόγων σε ουσιαστικά και μακροχρόνια κέρδη για την ελληνική οικονομία είναι οι αποφάσεις που θα ληφθούν τους επόμενους μήνες για το χρέος και το καθεστώς που θα ισχύει μετά τη λήξη του τρίτου μνημονίου...

Γιώργος Χ. Παπαγεωργίου
Σχόλια