Φυλετικές θεωρίες στην Ελλάδα






Οι φυλετικές θεωρίες στην Ελλάδα και η παρουσία τους σε διάφορα είδη λόγου, επίσημου και ανεπίσημου, έχουν μόλις τα τελευταία χρόνια αρχίσει να απασχολούν αυτόνομα την έρευνα. Οι μελετητές συμφωνούν ότι η εμφάνισή τους εντοπίζεται στα τέλη του 19ου αιώνα και ότι παλαιότερες αναφορές στη φυλή έχουν αρχαϊκό και θρησκευτικό χαρακτήρα και συνδέονται στενά με τις διαδοχικές εκδοχές του ελληνικού εθνικιστικού λόγου και των μεταμορφώσεών του.



Η διαπλοκή του ελληνικού εθνικισμού με διαφορετικές εννοιολογήσεις της φυλής παραμένει κεντρική και μετά την εμφάνιση και διάχυση των φυλετικών θεωριών.

Όπως επισημαίνουν και πολλοί συγγραφείς στον παρόντα τόμο, η έμφαση τις τελευταίες δεκαετίες στην ιστορική μελέτη του εθνικισμού επισκίασε τη σημασία και την επίδραση των φυλετικών θεωριών, με αποτέλεσμα «η φυλή να παραμένει κρυμμένη πίσω από το έθνος».Ο ελληνικός εθνικισμός βρέθηκε εξαρχής δέσμιος σε μια καίρια αντίφαση αναφορικά με τη διάσταση της φυλής.

Από τη μια, οι απόψεις του Φαλμεράγιερ για τη φυλετική ρήξη ανάμεσα στους αρχαίους και τους νέους Έλληνες ανάγκασαν πρώιμα, ήδη από τη δεκαετία του 1830, τους υπερασπιστές της εθνικής συνέχειας να προβάλουν πολιτισμικά τεκμήρια δίπλα στα φυλετικά· από την άλλη, οι προσπάθειες των ελλήνων επιστημόνων να συγχρονίσουν τους νεοσύστατους κλάδους τους με τα επιστημονικά επιτεύγματα της ευρωπαϊκής χώρας στην οποία σπούδασαν προσέκρουαν στην επιθυμία τους να τεθούν στην υπηρεσία της «εθνικής επιστήμης».

Η αντίφαση αυτή, που ενισχύεται από την αποσπασματική και συχνά διαμεσολαβημένη ενημέρωση για τις ευρωπαϊκές φυλετικές θεωρίες, διαπερνά, το έργο και τις απόψεις πολλών επιστημόνων και διανοουμένων που πραγματεύθηκαν, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, το ζήτημα της συνέχειας της «ελληνικής φυλής» (του «ελληνισμού») και επιχείρησαν να προτείνουν μέσα για την προστασία της…



Ορισμένα κοινά θέματα, και διαπιστώσεις

– Κύρια διαπίστωση είναι η αδιάρρηκτη σύζευξη των φυλετικών ιδεών με τον κυρίαρχο ελληνικό εθνικισμό. Οι φυλετικές θεωρίες, όχι μόνο ενσωματώθηκαν και απορροφήθηκαν από τον εθνικισμό, αλλά τέθηκαν συστηματικά στην υπηρεσία του, άλλοτε φανερά και άλλοτε συγκαλυμμένα. Το γεγονός αυτό οριοθέτησε τόσο το αποδεκτό περιεχόμενό τους όσο και την πολιτική τους εμβέλεια, ενώ συγχρόνως διευκόλυνε την αποσπασματική τους διάχυση και τη μακροημέρευσή τους σε ποικίλους επίσημους και ανεπίσημους, λόγιους και λαϊκούς λόγους.



– Μολονότι οι φυλετικές ιδέες ήταν ευρύτατα διαδεδομένες, οι απαιτήσεις της «εθνικής επιστήμης», κληρονομιά του 19ου αιώνα, λειτούργησαν ανασχετικά στην αποδοχή των πιο βιολογικών εκδοχών τους. Οι έλληνες επιστήμονες και διανοούμενοι, που τις επεξεργάστηκαν και τις υποστήριξαν συνεκτικά κατά το πρώτο μισό του 20ού αιώνα, τις προσάρμοσαν ανάλογα και τις συναρμολόγησαν σε ιδιότυπες θεωρίες για την «ελληνική φυλή». Οι περισσότεροι διατύπωσαν εκδοχές ενός ποικίλου αλλά ήπιου φυλετισμού, στον οποίο η σημασία της βιολογίας μετριάζεται προς όφελος άλλων παραμέτρων που αποδεικνύουν την «εθνική συνέχεια», όπως είναι η γεωγραφία, το κλίμα, ο τόπος και ο πολιτισμός.

– Το Πανεπιστήμιο Αθηνών υπήρξε ο κεντρικός υποδοχέας των φυλετικών θεωριών που ασπάζονται έλληνες επιστήμονες. Σπουδαγμένοι οι περισσότεροι στη Γερμανία κατά τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, μεταφέρουν τις απόψεις των δασκάλων τους προσαρμοσμένες στα ελληνικά δεδομένα και ανταγωνίζονται για την αναγνώριση των νέων ειδικοτήτων τους. Δεν αποκτούν όμως ούτε θεσμική ούτε ιδεολογική εμβέλεια. Ωστόσο, μολονότι οι ειδικότητές τους αποδείχθηκαν τις περισσότερες φορές βραχύβιες, οι φυλετικές ιδέες τους διακινήθηκαν με τη διδασκαλία χωρίς σοβαρή αμφισβήτηση, γεγονός που επέτρεψε τη μεταπολεμική αναπαραγωγή τους και την ενσωμάτωσή τους στον επιστημονικό λόγο.


– Αντίστοιχα με ό,τι συνέβη στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες κατά το πρώτο μισό του 20ού αιώνα, οι φυλετικές θεωρίες και ιδέες διακινήθηκαν ευρύτατα στην Ελλάδα μέσα από μεταφράσεις εκλαϊκευτικών εκδοχών τους και απέκτησαν μεγάλη απήχηση σε όλο το πολιτικό φάσμα. Έτσι, την ίδια περίοδο, οι σχετικές γνώσεις που είχαν οι περισσότεροι έλληνες διανοούμενοι, λογοτέχνες ή κριτικοί της τέχνης ήταν επιφανειακές, διαμεσολαβημένες και αποσπασματικές. Λίγοι παρακολουθούσαν συστηματικά τις διεθνείς επιστημονικές αντιπαραθέσεις γύρω από τις συχνά συγκρουόμενες μορφές αυτών των ιδεών, ενώ οι εγχώριες συζητήσεις αφορμώνταν κυρίως από συγκυριακές πολιτικές, όπως τα ναζιστικά μέτρα αρνητικής ευγονικής. Οι περισσότεροι φορείς φυλετικών ιδεών τις αντιμετώπισαν εκλεκτικά και τις χρησιμοποίησαν όχι τόσο ως βιολογικό μοντέλο όσο ως μεταφορά για την ουσιοποιημένη «ελληνικότητα»· τις υπήγαγαν δηλαδή και αυτοί στην πρωτοκαθεδρία του εθνικισμού.

– Οι κρατικοί θεσμοί έθεσαν επανειλημμένα τις φυλετικές θεωρίες στην υπηρεσία των συγκυριακών αναγκών της «εθνικής υπόθεσης». Απέρριψαν τις προτάσεις για θέσπιση ευγονικών μέτρων, αλλά υιοθέτησαν εθνοφυλετικές προσεγγίσεις για να προωθήσουν τα ελληνικά συμφέροντα στη Μακεδονία ή για να καταπολεμήσουν τον «σλαβοκομμουνισμό». Εξίσου συγκυριακές και εργαλειακές εμφανίζονται διαχρονικά και οι δικαιικές εννοιολογήσεις της «καταγωγής» και του «γένους».

– Η κυριαρχία του εθνοφυλετικού λόγου αποδεικνύεται διαχρονικό χαρακτηριστικό, με εμφανή παρουσία στο παρόν. Η φυλετική εννοιολόγηση του έθνους παίρνει στο παρόν διαφορετικές μορφές που προσαρμόζονται στο πολιτικό πρόσημο των ποικίλων ακροατηρίων της συγκυρίας. Σταθερή διαχρονική συνιστώσα της, μετά την κατάργηση των παλαιότερων «εξωτερικών» και «εσωτερικών» εχθρών, αποτελεί ο διάχυτος, λαϊκός, κοσμικός και θρησκευτικός, αντισημιτισμός.

Σήμερα οι βιολογικές αιτιολογήσεις του κοινωνικού απορρίπτονται θεσμικά, καθώς θεωρούνται παραγωγοί διακρίσεων, ενώ αναπαράγονται ως κοινοί τόποι, ενισχύοντας τον διάχυτο ρατσισμό και τις πολιτικές του αποτυπώσεις. Πολλοί μελετητές υποστηρίζουν ότι η απορριπτική εννοιολόγηση της διαφοράς έχει μετασχηματιστεί: από ένα επιχείρημα για τις φυλές, που φυσικοποιούσε την ανισότητα μεταξύ «βιολογικά» καθορισμένων ομάδων στη βάση του φόβου για τον άλλο («ετεροφοβία»), εξελίχθηκε σε ένα επιχείρημα για τους πολιτισμούς, που φυσικοποιεί την ιστορική διαφορά και νομιμοποιεί τον αποκλεισμό («νεορατσισμός»).

Όπως όμως προαναφέρθηκε, σύμφωνα με πρόσφατες αναλύσεις η ιστορικοποίηση αυτής της διαδικασίας δείχνει πως η «βιολογική» και η «πολιτισμική» αντίληψη της διαφοράς δεν είναι αντιθετικές αλλά συμπληρωματικές.

Έχει επομένως μεγάλη σημασία να καταλάβουμε και στην ελληνική περίπτωση ως προς τι οι σημερινές μορφές του καθημερινού ρατσισμού συνιστούν νέο φαινόμενο ή αντίθετα συνδέονται με παλαιότερες εκδοχές του, ποιοι είναι οι φορείς τους σε διάφορους χώρους όπου παράγεται η γνώση και η γνώμη, πώς εκδηλώνονται οι διασυνδέσεις τους με τον εθνικιστικό λόγο, κα- τά πόσο ενέχουν εγγενώς πολιτικό πρόσημο ή αντίθετα προσφέρονται για πολιτική πολυσημία. Γι’ αυτό χρειάζεται να αναζητηθούν οι αφετηρίες και οι μετασχηματισμοί του φυλετικού λόγου στο παρελθόν και στο παρόν, σε ποικίλους χώρους και εκφράσεις

***


Φυλετικές θεωρίες στην Ελλάδα. Προσλήψεις και χρήσεις στις επιστήμες, την πολιτική, τη λογοτεχνία και την ιστορία της τέχνης κατά τον 19ο και 20ό αιώνα. Ε. Αβδελά / Δ. Αρβανιτάκης / Ε.Α. Δελβερούδη / Ε.Δ. Ματθιόπουλος / Σ. Πετμεζάς / Τ. Σακελλαρόπουλος . Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης

antikleidi.com
Σχόλια