Μόνο οι διαπλεκόμενοι επικρίνουν την κυβέρνηση;..

Οταν η Σοβιετική Ενωση πήρε για τα καλά την κάτω βόλτα καθ’ οδόν προς την τελική κατάρρευση του ’89, κάποιοι που αναθάρρησαν και...
άρχισαν να επικρίνουν ανοιχτά το καθεστώς χαρακτηρίστηκαν ψυχολογικά διαταραγμένοι και κλείστηκαν σε ιδρύματα για τη σχετική θεραπεία.

Αυτό το εξωφρενικό και απάνθρωπο μέτρο μπορεί να μας σοκάρει, αλλά, τώρα που το ξανασκέφτομαι, αποτελεί πρόοδο. Γιατί αν έκαναν το ίδιο πριν μερικές δεκαετίες, είτε θα πήγαιναν στη Σιβηρία να σπάνε πέτρες ως αντικοινωνικά στοιχεία είτε θα τους φύτευσαν μια σφαίρα στο κεφάλι ως πράκτορες ξένων δυνάμεων που ήθελαν να ανατρέψουν το καθεστώς.

Κατ’ αναλογία, θα χαρακτήριζα επίσης πρόοδο το γεγονός ότι όσοι τα βάζουν με την κυβέρνηση της Αριστεράς κυκλοφορούν ελεύθεροι, γράφουν και λένε ό,τι θέλουν. Το μόνο που υφίστανται είναι να στιγματίζονται ως βαποράκια της διαπλοκής.

Για να προλάβω ενδεχόμενη παρανόηση, διευκρινίζω ότι η διαπλοκή ζει και βασιλεύει και ότι ορισμένοι δημοσιολογούντες εκτελούν διατεταγμένη από τα αφεντικά τους υπηρεσία (όπως επίσης στον Μεσοπόλεμο υπήρχαν όντως πράκτορες που θα έκαναν οτιδήποτε για να υπονομεύσουν το σοβιετικό καθεστώς). Το πρόβλημα όμως βρίσκεται αλλού.

Και επί Στάλιν και επί Τσίπρα οι επικριτές της Αριστεράς δεν διαφωνούν απλώς, αλλά εξυπηρετούν σκοτεινά συμφέροντα. Φυσικά, ουδείς έχει τολμήσει να διατυπώσει δημόσια αυτή την μομφή. Αν όμως δούμε από κοντά την επικοινωνιακή πολιτική της κυβέρνησης, όλες σχεδόν οι απαντήσεις στην κριτική που δέχεται περιλαμβάνουν τη λέξη «διαπλοκή» ή κάποιο παράγωγό της. Κριτική του ΣΥΡΙΖΑ και διαπλοκή πάνε πακέτο.

Ετσι δουλεύει η πειθώ σε κοινωνίες όπου η ελευθερία του λόγου δεν επιτρέπει σταλινικές λύσεις. Ας μην ξεχνάμε ότι η πιο αποτελεσματική προπαγάνδα δεν είναι αυτή που επιβάλλεται βίαια, αλλά εκείνη που υποβάλλεται έμμεσα, δημιουργώντας με τη συνεχή επανάλειψη αυτοματισμούς της σκέψης ή υπόγειους και μη ενσυνείδητους συνειρμούς που χειραγωγούν τις αντιδράσεις μας.

Δηλαδή ανακαλύπτουμε και υιοθετούμε ως δική μας άποψη τη σύνδεση της διαπλοκής και της κριτικής κατά της κυβέρνησης, την οποία σύνδεση εμφυτεύει συστηματικά στο μυαλό μας το επικοινωνιακό επιτελείο του Μαξίμου.

Αυτό δεν κάνουν όλες οι κυβερνήσεις όταν στριμώχνονται; Στην προκειμένη περίπτωση όμως θα περίμενα κάτι διαφορετικό. Η άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία σήμαινε μια βαθιά τομή, μια ανατροπή εκ θεμελίων –πρώτη φορά Αριστερά!– που υποτίθεται ότι θα εισήγε το ποιοτικά καλύτερο. Συνεπώς το εκτοξευόμενο προς την αντιπολίτευση «δεν δικαιούστε διά να ομιλείτε γιατί τα ίδια κάνατε» δεν ισχύει.

Εκτός εάν ο Αλέξης Τσίπρας παραδεχθεί ότι οι αυταπάτες του δεν περιορίστηκαν στην υποτίμηση του δυσμενούς συσχετισμού δυνάμεων, αλλά περιλάμβαναν και την υπόσχεση ότι με την Αριστερά στην εξουσία θα απαλλαγούμε επιτέλους από κάποιες χρόνιες αμαρτίες των «αστικών» κομμάτων.

Υπάρχει όμως και μια άλλη διάσταση, πολύ πιο σημαντική, η οποία δεν ορίζεται εύκολα, ούτε επαληθεύεται, διότι πρόκειται για διάχυτη αίσθηση, ένα ύφος, μια αυθόρμητη αντίδραση. Εχοντας παίξει με μεγάλη επιτυχία μάλιστα τον ρόλο του επικριτή επί σαράντα χρόνια, η νικηφόρα Αριστερά αναγκάζεται τώρα, ως κυβέρνηση πλέον, να υποδυθεί έναν όχι απλώς διαφορετικό ρόλο αλλά ευθέως αντίστροφο.

Εναν ρόλο που κανείς από τους κυβερνώντες δεν φαντάστηκε ποτέ ότι θα έπαιζε. Σήμερα η Αριστερά δεν ζητάει τον λόγο από τους άλλους – οφείλει να λογοδοτήσει στους άλλους για όσα κάνει ή δεν κάνει. Σήμερα δεν κρίνεται από τις υποσχέσεις της αλλά από το αν τις τηρεί ή όχι.

Δεν ελέγχει, ελέγχεται. Κι αυτό ανέσυρε στην επιφάνεια κάτι γνωστό και ίσως αναμενόμενο αν θυμηθούμε τι συνέβη στη Σοβιετική Ενωση και τις σοσιαλιστικές χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, αλλά στα καθ’ ημάς πρωτόγνωρο: εννοώ ότι καλείται να διαχειριστεί ως κυβέρνηση την αμφισβήτηση και τη διαφωνία. Αν κρίνουμε από την πρόσφατη καταγγελία για το μέτωπο των κομμάτων της αντιπολίτευσης κατά της κυβέρνησης (άκουσον, άκουσον!) έχουν πολλά να μάθουν.

Θα μπορούσαν να αναπτύξουν μια πιο πειστική επιχειρηματολογία, εμμένοντας στις θέσεις τους και ταυτόχρονα αναγνωρίζοντας το δικαίωμα στους άλλους να διαφωνούν, όχι υποχρεωτικά καθ’ υπαγόρευση του αφεντικού. Επέλεξαν όμως την αυταρχική λύση.

Αντιγράφοντας ακόμα και λεκτικά το εύρημα του Ντόναλντ Τραμπ να χαρακτηρίζει fake news ό,τι δεν το συμφέρει, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ προσπαθεί συστηματικά να υποβάλει την ιδέα ότι η όποια κριτική και αμφισβήτηση γίνεται εκ του πονηρού. Και για να μην παρεξηγηθώ επαναλαμβάνω: Ναι, υπάρχει διαπλοκή, ναι υπάρχουν fake news. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η κριτική στην κυβέρνηση είναι αποκλειστικά έργο της διαπλοκής...

Γιώργος Γιαννουλόπουλος
Σχόλια