Η μεταφυσική υπόθεση στη φυσική θεωρία – Αριστοτέλης


Όταν στην Αρχαιότητα βρέθηκε ένα ατιτλοφόρητο γραπτό του Αριστοτέλη ακολουθώντας την εργασία του ‘Τα φυσικά’ , οι εκδότες του πρώτου αιώνα του έδωσαν τον τίτλο ‘Μετά τα φυσικά’. Από τότε ο όρος αυτός (μεταφυσική) χρησιμοποιείται για τις μελέτες εκείνες που πιστεύεται ότι υπερβαίνουν τα όρια του υλικού κόσμου της φυσικής, φτάνοντας στην ουσία ή στον πυρήνα μιας υποτιθέμενης απόλυτης και τελικής πραγματικότητας η οποία υπάρχει βαθύτερα απ’ τα φαινόμενα.



Πολλοί άνθρωποι για λόγους που έχουν σχέση με τη βιολογική μας ιστορία, πιστεύουν πως μια τέτοια πραγματικότητα υπάρχει, υπάρχει ένας τέλειος κόσμος πέρα απ’ το βασίλειο της ατελούς ύλης. Στις θρησκείες ο κόσμος αυτός προσεγγίζεται με την αποκάλυψη ή άλλα κανάλια, που ξεπερνούν τις αισθήσεις. Στη δυτική φιλοσοφία η μεταφυσική εγκαθίσταται με τον κόσμο των ιδεών του Πλάτωνα, απ’ τον οποίο οι αισθήσεις μας σύρουν μια παραμορφωμένη εικόνα της αληθινής πραγματικότητας. Πέρα απ’ την πραγματικότητα , υπάρχει η αληθινή πραγματικότητα. Σε αυτήν δεν φτάνει η παρατήρηση ούτε το πείραμα, είναι πέρα από την ανθρώπινη δράση , είναι η πραγματικότητα χωρίς καμιά αναφορά στην ανθρώπινη περιοχή των αισθήσεων. Αυτή είναι η ερμηνεία της μεταφυσικής με την οποία η φυσική, στηριγμένη στο πείραμα και στα μαθηματικά, διέκοψε κάθε σχέση.[1]



Όμως φαίνεται ότι κάποια ίχνη που τη θυμίζουν, υπάρχουν ακόμα στις ρίζες κάθε φυσικής θεωρίας: αυτά είναι το νόημα που δίνει στον κόσμο κάθε φυσική θεωρία, μέσω μιας οριακής υπόθεσης, αναπόδεικτης προς το παρόν πειραματικά, (η μεταφυσική συνιστώσα) που θα επαληθευτεί ή θα απορριφτεί απ’ τα μελλοντικά πειράματα. Για την ερμηνεία του κόσμου λοιπόν, πέρα από την περιγραφή, φαίνεται αναγκαία μια μεταφυσική υπόθεση.



H ίδια η φυσική εμπειρία δεν μπορεί να ασχοληθεί με το νόημα αλλά η ανάγκη του ανθρώπου γι αυτό, που είναι αιώνια και ταυτισμένη με το νοητικό του σύστημα, το εισάγει από διπλανές πόρτες της συνείδησης μέσα στις φυσικές θεωρίες, με τη μορφή των μεταφυσικών υποθέσεων. Μια γνώση χωρίς αυτές θα απευθύνεται σε κάποια τεχνητή νοημοσύνη κι όχι στην ανθρώπινη. Η επιστήμη παράγει και παράγεται απ’ τη μεταφυσική.



Η μεταφυσική υπόθεση



Σε κάθε φυσική θεωρία υπάρχουν μεταφυσικά αξιώματα που συνδυάζονται με τα φυσικά αξιώματα. Τα δεύτερα βασίζονται σε μετρήσεις, ενώ τα πρώτα εξασφαλίζουν τα δεύτερα από την άποψη του νοήματος. Ο Αριστοτέλης το εντόπισε πριν 2500 χρόνια διδάσκοντας ότι:



Αν δεν υπάρχει κάτι νοητό , πέρα από τα φαινόμενα (καθέκαστα), αλλά όλα ήταν αισθητά, δεν θα είχαμε επιστήμη για κανένα πράγμα, εκτός μονάχα αν λέει κανείς ότι η αίσθηση είναι η επιστήμη. (Αριστοτέλης, Μετά τα Φυσικά 999 β 1)



Ο Einstein τα εντοπίζει ξανά στην περίπτωση της θεωρίας του Νεύτωνα η οποία ήταν η μεγαλύτερη αντίπαλος της μεταφυσικής. Γράφει σχολιάζοντας την «σύλληψη» του απόλυτου χώρου από το Νεύτωνα ότι:



Αυτό που είναι ουσιώδες είναι ότι εκτός από τα παρατηρήσιμα αντικείμενα, κάτι άλλο, που δεν είναι αισθητό, πρέπει να θεωρηθεί σαν πραγματικό, για να καταστούν πραγματικότητες η επιτάχυνση ή η περιστροφή. (Ο Einstein για τον απόλυτο χώρο του Νεύτωνα)



Ο Schlick γράφει ότι η επιστήμη είναι η αναζήτηση της αλήθειας και η φιλοσοφία η αναζήτηση του νοήματος αλλά για το θέμα μας θεωρούμε ως επιστήμη τα «φυσικά» αξιώματα και ως φιλοσοφία τα «μεταφυσικά» αξιώματα μιας φυσικής θεωρίας. Έτσι έχουμε τελικά τη φυσική φιλοσοφία, έτσι ήταν πάντα, απλά σήμερα τα μαθηματικά ενσωματώθηκαν στην ερμηνεία των φυσικών αρχών. Η σχέση F=mγ του Νεύτωνα που μαθαίνουμε στο Λύκειο είναι ένα φυσικό αξίωμα, ο απόλυτος χώρος όμως είναι μια μεταφυσική αρχή.



Μέσα σε κάθε μεγάλο φυσικό κρύβεται ένας μεταφυσικός.



Αυτά περιγράφονται από τον Duhem:



…κατά τον Duhem μια φυσική θεωρία μπορεί να αναλυθεί σε δύο διακριτά μέρη: το «αναπαραστατικό» και το «εξηγητικό». Το πρώτο ταξινομεί τους νόμους (φαινόμενα) ενώ το δεύτερο είναι αυτό με το οποίο η επιστήμη επιδιώκει να «συλλάβει» την πραγματικότητα (reality) που βρίσκεται κάτω απ’ τα φαινόμενα. Αυτό το δεύτερο το «εξηγητικό» δεν διαθέτει λογική δομή και σχετίζεται με τα μεταφυσικά πιστεύω του ερευνητή ….όταν η πρόοδος της πειραματικής φυσικής αντιτίθεται σε μια θεωρία και την αναγκάζει να τροποποιηθεί, τότε το εξηγητικό μέρος της παλιάς θεωρίας αποβάλλεται για να δώσει τη θέση του σε μια άλλη εξήγηση…………..



(Δημοσθένης Δαγκλής, Ο συμβατισμός του Duhem και η επίδρασή του στο λογικό Εμπειρισμό, Διδακτορική διατριβή)



Δηλαδή η πρόταση του Αριστοτέλη: «κάθε ελεύθερο σώμα (στο οποίο δεν ασκούνται δυνάμεις) έχει την τάση να κινείται από μόνο του ψάχνοντας το φυσικό του τόπο» απερρίφθη απ’ τα πειράματα του Γαλιλαίου, που διαπίστωναν την κίνηση της γης και καταργούσαν τους Αριστοτελικούς φυσικούς τόπους. [2] Η νέα εξηγητική αρχή της κίνησης ήταν ο απόλυτος χώρος!



Η μεταφυσική συνιστώσα κάθε φυσικής θεωρίας είναι η προσωπική υπόθεση που κάνει ο ερευνητής για να ερμηνεύσει, δηλαδή να δώσει νόημα στα εμπειρικά δεδομένα, γιατί σ’ αυτό που υποθέτει, δεν μπορεί να εκτελεστεί κανένα πείραμα στην εποχή του.



Ήταν ο Νεύτων με το Hypothesis non fingo που δεν απέφυγε τις μεταφυσικές υποθέσεις, με κορυφαία αυτή του απόλυτου χώρου.



Μπορεί κανείς ακόμα να διαβλέψει στη μεταφυσική υπόθεση κάτι σαν πνευματικό ένστικτο, που βρίσκεται πίσω από τη φυσική θεωρία, ή σαν τον παντοτινό και αιώνιο αδιάγνωστο όρο που θα υπάρχει στην αντιστοίχηση της ανθρώπινης εμπειρίας προς ένα κατανοητό πρόγραμμα.



Η μεταφυσική συνιστώσα κάθε φυσικής θεωρίας είναι η προσωπική υπόθεση που κάνει ο ερευνητής για να ερμηνεύσει, δηλαδή να δώσει νόημα στα εμπειρικά δεδομένα, γιατί σ’ αυτό που υποθέτει, δεν μπορεί να εκτελεστεί κανένα πείραμα στην εποχή του. Ο απόλυτος χώρος του Νεύτωνα «έδεσε» τη δυναμική θεωρία του της κίνησης, όμως ο Νεύτων δεν μπορούσε να πειραματιστεί στον απόλυτο χώρο, ο οποίος καταργήθηκε μόνο όταν το πείραμα τον απέρριψε.



Η αναζήτηση αυτού του μεταφυσικού νοήματος που αναφέρεται στα πράγματα, είναι γόνιμη για τη φυσική, η οποία βρίσκει μόνο σχέσεις κι όχι νόημα για τα πράγματα. …η συμβολή του συνίσταται στο ότι παρέχει στον επιστήμονα το κίνητρο εκείνο , το οποίο τον υποκινεί σε θαυμαστές ανακαλύψεις …Duhem, Δημ. Δαγκλής…



Έτσι παρ’ όλα τα πειράματα και τα μαθηματικά, η μεταφυσική του νοήματος επιβιώνει πάντα στις φυσικές θεωρίες.



Στη μέχρι τώρα ιστορία της φυσικής οι παρατηρήσεις του Duhem φαίνονται να επαληθεύονται, αν και οι «φανατικοί» φυσικοί ισχυρίζονται ότι δεν έχουν την ανάγκη κανενός νοήματος, αυτό που τους αρκεί είναι να λειτουργούν τα μαθηματικά και να παράγουν αποτελέσματα που επαληθεύονται από τα πειράματα. Όμως έτσι για το μέσο άνθρωπο, μέσα από τη μαθηματική μεταφυσική που αντικαθιστά τη μεταφυσική του νοήματος, η πραγματικότητα φαίνεται ένας κόσμος αδιάγνωστος και ακατανόητος- ένα γίγνεσθαι άσκοπο το οποίο υπάρχει για να υπάρχει και δεν κατατείνει πουθενά, είναι μια πραγματικότητα για ειδικούς, τους νέους μάγους της φυλής, όπως περίπου στα βάθη της ιστορίας του homo sapiens.



Πάντως φαίνεται καθαρά σήμερα ότι ο Maxwell ενοποίησε τον ηλεκτρισμό και την Οπτική, γιατί πίστευε ότι απέδιδε ένα νόημα στη φύση μέσα απ’ αυτή την ενοποίηση. Αυτό ήταν το κίνητρό του . Κάθε σκέψη έχει μια κρυμμένη σπίθα μεταφυσικής που τη γεννάει. Αν παρακολουθήσουμε τη θεωρία του, βεβαιωνόμαστε ότι είχε προαποφασίσει να ενσωματώσει την Οπτική στις λειτουργίες του ηλεκτρομαγνητικού πεδίου. Γι’ αυτό στο ηλεκτρομαγνητικό του μοντέλο θα βρούμε τις μεταφυσικές κατασκευές, που σκόπευαν σε αυτήν την ενοποίηση. Το ρεύμα μετατοπίσεως, που ποτέ δεν παρατηρήσαμε, ήταν αναγκαίο για να παραχθεί η εξίσωση κύματος. Ακόμα ο αιθέρας, που κανένα πείραμα δεν είχε αποκαλύψει την ύπαρξή του, ήταν απαραίτητος για τη διάδοση του κύματος. Η μεταφυσική κατασκευή, η εικόνα στο νου, προϋπήρξε της μαθηματικής κατασκευής.



Η μεταφυσική κατασκευή του αιθέρα είναι ένα χαρακτηριστικό της αφήγησής μας. Ο Μάξγουελ (1831-1878), ορίζοντας τα πεδία σαν καταστάσεις μηχανικής συμπίεσης ενός αόρατου αλλά υπαρκτού υλικού που γεμίζει το χώρο, του αιθέρα, πρόσθεσε ότι τα ηλεκτρομαγνητικά κύματα θα πρέπει να θεωρούνται ως ελαστικές συμπιέσεις του αιθέρα. Τα ηλεκτρομαγνητικά κύματα ήταν δονήσεις αυτού του ενδιάμεσου αβαρούς και ρευστού υλικού, όπως τα κύματα της θάλασσας είναι δονήσεις του νερού και του ήχου δονήσεις του αέρα. Έτσι ο αιθέρας εγκαταστάθηκε στη φυσική και υπήρχαν απόψεις ότι ήταν πιο πρωταρχική έννοια κι από αυτήν της ύλης.



Όμως η θεωρία του αιθέρα κατερρίφθη από το πείραμα. Το 1887 οι φυσικοί Άλμπερτ Μίκελσον και Έντουαρτ Μόρλεϊ (Albert Michelson-Edward W. Morley), θέλοντας να επιβεβαιώσουν την ύπαρξη του αιθέρα, πραγματοποίησαν ένα οπτικό πείραμα που απέδειξε πως αυτό το στοιχείο ήταν ανύπαρκτο! Σ’ αυτό το πείραμα απέδειξαν πως η ταχύτητα μιας δέσμης φωτός δεν μεταβάλλεται σε όποια κατεύθυνση ή απόσταση κι αν κινείται στην πειραματική διάταξη. Εφόσον λοιπόν δεν βρέθηκαν μεταβολές, αλλά «μηδενικό αποτέλεσμα», ο αιθέρας δεν υπήρχε.



Παράδειγμα: Η Αριστοτελική μεταφυσική



Η βασική μεταφυσική υπόθεση στο έργο του Αριστοτέλη είναι ο «σκοπός» των φυσικών διεργασιών. Είναι το τελικό αίτιο που πρέπει να μελετήσουμε σε κάθε διαδικασία της φύσης. Δεν είναι λοιπόν η ύπαρξη του μεταφυσικού νοήματος το ζητούμενο για τη σχέση του Αριστοτελισμού με τη σύγχρονη φυσική, αλλά το ίδιο το νόημα.



Υπάρχουν κι άλλες μεταφυσικές υποθέσεις στον Αριστοτέλη, π.χ η πρώτη ύλη, η εντελέχεια , το πρώτο κινούν κλπ. και το θέμα για διερεύνηση είναι ποιες από αυτές επαληθεύτηκαν από τη φυσική στη διάρκεια των αιώνων, αν επαληθεύτηκαν, ή πρόκειται για μυθολογική περιγραφή της φύσης.



Διερευνώντας την αξία του Αριστοτελισμού σε σχέση με τον πραγματικό κόσμο, λέμε ότι, αν είναι αλήθεια ότι οι ποιότητες γίνονται από ποσότητες , μπορεί κανείς να υποθέσει ότι οι δύο συλλογισμοί, ο ποιοτικός και ο ποσοτικός, θα είναι παράλληλοι κι όχι ασύμβατοι, κάτι σαν παράλληλη γνώση.



Στα πλαίσια αυτού του παράλληλου σχήματος οι μεταφυσικές υποθέσεις του Αριστοτέλη θα έχουν την ίδια αξία με αυτές των φυσικών, (αφού στην εποχή του Αριστοτέλη το πείραμα ήταν η απλή παρατήρηση η οποία δεν μπορούσε να αποκαλύψει βαθύτερες σχέσεις). Θα μπορούν ίσως να αποτελέσουν «κίνητρο στους φυσικούς για θαυμαστές ανακαλύψεις».



Κι αυτό ήδη άρχισε να συμβαίνει. Σύγχρονοι φυσικοί φιλόσοφοι και φυσικοί (Pope, Osborne, Srupes … ), επιστρέφουν στο Αριστοτελικό νόημα και σε μεταφυσικές αρχές του Αριστοτέλη, προσπαθώντας να περιγράψουν το ολιστικό σύμπαν.



Είναι λοιπόν πιθανή μια διείσδυση των Αριστοτελικών μεταφυσικών υποθέσεων στις σύγχρονες φυσικές θεωρίες; Οι σύγχρονες έννοιες της φυσικής προσεγγίζονται με τις Αριστοτελικές έννοιες; το Αριστοτελικό σχήμα μπορεί να αποδοθεί ως «εξηγητικό σχήμα» στη φυσική θεωρία;



Μερικά ερωτήματα προς αυτή την κατεύθυνση είναι:



Ποια έννοια της φυσικής προσεγγίζεται με την έννοια της πρώτης ύλης του Αριστοτέλη; (σε άλλο άρθρο δείχνουμε ότι αυτή η έννοια είναι η ενέργεια).



Η ύλη της φυσικής πλησιάζει περισσότερο το μοντέλο του Δημόκριτου ή του Αριστοτέλη;



Συνδέεται η ‘καθαρή μορφή’ του Αριστοτελικού Ουρανού με το χωρόχρονο της γενικής σχετικότητας;



Το τελικό αίτιο του Αριστοτέλη έχει σχέση με την αρχή της ελάχιστης δράσης; Εισάγεται η τελεολογία στη σύγχρονη φυσική;



Έχει σχέση το πρώτο κινούν του Αριστοτέλη με τον απόλυτο χώρο του Νεύτωνα; Με το μετρικό πεδίο του χωρόχρονου;



Πώς εμφανίζεται η οντολογία του Αριστοτέλη, στη Κβαντομηχανική;



Η «βούληση» του ηλεκτρονίου περιγράφεται με την Αριστοτελική εντελέχεια;



Η φυσική και η χημεία μπορούν να ερμηνεύσουν το φαινόμενο της ζωής;



Οι ‘πολλές ιστορίες’ του Feynman σχετίζονται με τη ‘δυνάμει ‘ πραγματικότητα του Αριστοτέλη;



Είναι η κβαντομηχανική η φυσική της καθαρής ύλης και η γενική σχετικότητα η φυσική της καθαρής μορφής;



Η διερεύνηση τέτοιων προτάσεων δεν θα «δικαιώνει» την Αριστοτελική φυσική, απ’ την οποία λείπουν τα μαθηματικά (ποσότητες) και η σκηνοθετημένη παρατήρηση (πείραμα), δηλαδή τελικά η γνώση, αλλά θα αποδώσει ένα νόημα στη σύγχρονη φυσική, θεωρώντας (από την ιστορική της διαδρομή) ότι ένα τέτοιο νόημα είναι απαραίτητη συνιστώσα της.



ΠΗΓΗ
Σχόλια