Η ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ




Η εισαγωγή από το ομώνυμο έργο του Sir Richard Livingstone


Ο ναός της Αρτέμιδας στην Έφεσο (440 π.Χ.) Ένα από τα 7 θαύματα του αρχαίου κόσμου



«..μέχρι το τέλος του 4ου π.Χ. αιώνα, ο ελληνισμός ήταν ένας τρόπος ζωής που περιοριζόταν στην ευρωπαϊκή Ελλάδα και σε λίγες ελληνικές πόλεις στη Μικρά Ασία και τη Σικελία. Ακολούθησε η μακεδονική εισβολή και η υποταγή. Όμως, με την πολιτική κατάρρευση ανοίχτηκαν και νέοι πνευματικοί ορίζοντες· και τότε, η Ελλάδα ανέλαβε μία αποστολή που εξακολουθεί να φέρει. Δεν ήταν αποστολή με την έννοια που δίνουμε εμείς στον όρο. Ήταν η αθόρυβη και ανεπαίσθητη επιρροή των ιδανικών που έθελγαν με την ίδια τους την αξία, των ιδανικών που έγιναν αποδεκτά διότι ικανοποιούσαν τη βαθιά και ανήσυχη επιθυμία της ανθρώπινης φύσης για πράγματα ανώτερα».


Στο ΕΡΓΟ ΜΟΥ Η Φαντασμαγορία της Ελλάδας προσπάθησα μέσα από μεταφράσεις να προσφέρω στον αναγνώστη που δεν ξέρει ελληνικά μία γεύση της τεράστιας σπουδαιότητας της ελληνικής λογοτεχνίας. Εκείνο το βιβλίο, που πραγματευόταν κυρίως τους μείζονες συγγραφείς και την κλασική εποχή, αγνοούσε αναγκαστικά την πλούσια λογοτεχνία του ελληνορωμαϊκού κόσμου και τρεις φιλοσοφικές σχολές, την Κυνική, τη Στωική και την Επικούρεια, σημαντικότατες όχι μόνο για την επίδραση που άσκησαν στις ζωές των ανθρώπων αλλά και για τη δική τους εγγενή αξία. Με την παρούσα μελέτη προσπάθησα να καλύψω το χάσμα και να δώσω μία ιδέα των κυρίαρχων προσωπικοτήτων της ελληνικής σκέψης και των γραμμάτων κατά τους δύο πρώτους αιώνες της χρονολόγησής μας, επιλέγοντας κομμάτια από το έργο τους και συναρμολογώντας τα με επαρκή σχολιασμό ώστε να γίνουν κατανοητά. Το βιβλίο απευθύνεται στο μέσο αναγνώστη, αλλά πιθανόν να ενδιαφέρει και άλλους. Τα περιορισμένα σχολικά και πανεπιστημιακά προγράμματα οδηγούν πολλούς ανθρώπους στη λαθεμένη ιδέα ότι η ελληνική λογοτεχνία τελειώνει με την απώλεια της ανεξαρτησίας των ελ­ληνικών πόλεων· μάλιστα υπάρχουν ακόμα και κλασικοί μελετητές που γνωρίζουν ελάχιστα, όχι μόνο για συγγραφείς όπως ο Φιλόστρατος ή ο Αίλιος Αριστείδης αλλά και για τον ίδιο τον Επίκουρο ή τα «Ηθικά» του Πλούταρχου.

Είναι βέβαια σωστό, στα σχολεία να εξετάζεται η «μεγάλη» εποχή και οι μεγάλοι δημιουργοί. Ταυτοχρόνως, είναι απαράδεκτο να παραβλέπονται οι ελάσσονες αστέρες του λαμπρού στερεώματος της ελληνικής φιλοσοφίας και λογοτεχνίας. Ορισμένοι από αυτούς τους μεταγενέστερους συγγραφείς έχουν παίξει σημαντικότατο ρόλο. Ο Επίκουρος λ.χ. και οι Κυνικοί εκπροσωπούν διαχρονικούς τρόπους σκέψης, είναι εμπνευστές φιλοσοφιών που από τη στιγμή που γεννιούνται δεν πεθαίνουν ποτέ· ο στωικισμός είναι ένα από τα πλέον υψηλόφρονα πνευματικά ε­πιτεύγματα του ανθρώπου· ο Επίκτητος, ο Μάρκος Αυρήλιος, ο Πλούταρχος από τα μεγαλύτερα ονόματα της ιστορίας. Όμως εκτός από την ιδιαίτερη αξία του καθένα, οι συγγραφείς που παρουσιάζονται εδώ έχουν γενικό ενδιαφέρον για όλους μας. Όλοι τους εκπροσωπούν μιαν άποψη ζωής, δίνουν μία απάντηση, συνειδητά ή ακούσια, στην ερώτηση: Πώς θα ζήσει ο άνθρωπος; Με άλλα λόγια, αποκαλύπτουν τα πνευματικά ιδεώδη της εποχής τους. Και αν είναι συναρπαστικό για κάθε εποχή να αναζητούμε τους «φάρους» που καθοδηγούν την κοινωνία, γίνεται διπλά συναρπαστικό όταν έχουμε να κάνουμε με μία κοινωνία τόσο ισχυρή, τόσο καλλιεργημένη, τόσο μοντέρνα όσο εκείνη της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Και όχι μόνον αυτό: εδώ ασχολούμαστε με την εποχή όπου γεννήθηκε και εξαπλώθηκε ο χριστιανισμός. Οι συγγραφείς που παρατίθενται είναι οι σύγχρονοί του· οι απόψεις τους για τη ζωή αποτέλεσαν επιρροές που είτε απέρριψε είτε τον διαμόρφωσαν. Ήσαν οι αντίπαλοι με τους οποίους ο χριστιανισμός έπρεπε να αναμετρηθεί· και σε μία εποχή που πολλές εύλογες πεποιθήσεις θέτουν την υπεροχή του υπό αίρεση, είναι χρήσιμο να μελετήσουμε τους ανταγωνιστές που αντιμετώπισε στη βρεφική του ηλικία, να ανακαλύψουμε ποιο στοιχείο επιβίωσης κατείχε αυτός, που έλειπε από τους άλλους.


Ονόμασα αυτό το βιβλίο Αποστολή της Ελλάδας, γιατί στα χρόνια που εξετάζει, ο ελληνισμός πέρασε από μιαν αλλαγή που, αν θέλαμε να χρησιμοποιήσουμε χριστιανική ορολογία, Οα τη συνοψίζαμε στη φράση, Ecce, convertimur ad gentes! (Ιδού, στρεφόμαστε στους εθνικούς). Έτσι θα μπορούσαν ο Επίκουρος και ο Ζήνων να περιγράψουν το πεπρωμένο των φιλοσοφιών που θεμελίωσαν και που στην πράξη, - αν όχι στις προθέσεις των ιδρυτών τους -, είχαν χαρακτήρα αποστολικό. Ο ελληνισμός, στο σύνολό του, έγινε αποστολικός. Έπαψε να είναι η ιδιοκτησία ενός ολιγάριθμου λαού και έγινε κοινό κτήμα της οικουμένης. Δεν θα ήταν ψέματα αν λέγαμε ότι μέχρι το τέλος του 4ου π.Χ. αιώνα, ο ελληνισμός ήταν ένας τρόπος ζωής που περιοριζόταν στην ευρωπαϊκή Ελλάδα και σε λίγες ελληνικές πόλεις στη Μικρά Ασία και τη Σικελία. Ακολούθησε η μακεδονική εισβολή και η υποταγή. Όμως, με την πολιτική κατάρρευση ανοίχτηκαν και νέοι πνευματικοί ορίζοντες· και τότε, η Ελλάδα ανέλαβε μία αποστολή που εξακολουθεί να φέρει. Δεν ήταν αποστολή με την έννοια που δίνουμε εμείς στον όρο. Ήταν η αθόρυβη και ανεπαίσθητη επιρροή των ιδανικών που έθελγαν με την ίδια τους την αξία, των ιδανικών που έγιναν αποδεκτά διότι ικανοποιούσαν τη βαθιά και ανήσυχη επιθυμία της ανθρώπινης φύσης για πράγματα ανώτερα.

Οι εκστρατείες και τα ταξίδια κι οι εμπορικές συναλλαγές οδήγησαν τους Έλληνες στην Αίγυπτο, σε κάθε γωνιά της Μικράς Ασίας, στη Συρία και την Παλαιστίνη, στη Ρώμη. Μαζί τους μετέφεραν τη λογοτεχνία, την τέχνη, τη σκέψη και τον τρόπο ζωής τους· έτσι, ακούσια και βαθμιαία, επέβαλαν τη σκέψη τους, το γούστο, τα ιδανικά, τις μεθόδους και τις αντιλήψεις τους για την επιστήμη, τα πρότυπά τους για την ομορφιά στους νέους κόσμους, απέραντους σε έκταση και πλούτη όμως στείρους ή φτωχούς πνευματικά· νέους κόσμους που ανοίχτηκαν στην Ανατολή από τον Μέγα Αλέξανδρο και στη Δύση με την άνοδο της Ρώμης. Έτσι χωρίς να χρησιμοποιεί αποστολικές μεθόδους, ο ελληνισμός άσκησε την επιρροή του σε αχανείς εκτάσεις, μεταμορφώνοντας τα ανθρώπινα μυαλά. Η αισθητική, ηθική και πνευματική επίδρασή του κυριάρχησε στα βασίλεια του Σέλευκου και του Πτολεμαίου, στη δημοκρατική και κατόπιν αυτοκρατορική Ρώμη, και έως σήμερα παραμένει η μεγαλύτερη ίσως δύναμη στο δυτικό πολιτισμό. Σ’ αυτό το βιβλίο θα δούμε μερικές από τις μορφές που πήρε ο ελληνισμός, και ορισμένα πρόσωπα μέσα από τα οποία εκφράστηκε, στα πεντακόσια χρόνια που μεσολάβησαν από το θάνατο του Αλεξάνδρου ως την ηγεμονία του Σεπτίμιου Σεβήρου. Δεν είναι ιδιαίτερα αξιόλογες όλες οι μορφές και όλα τα πρόσωπα, αλλά αυτό ισχύει για τους εκπροσώπους όλων των -ισμών.

Την αλλαγή του ρόλου του ελληνισμού καταδεικνύει το γεγονός ότι από τους συγγραφείς που παρουσιάζονται εδώ, μόνον τρεις έχουν γεννηθεί στην Ελλάδα· στους υπόλοιπους συμπεριλαμβάνονται αυτόχθονες της Καρίας, της Καππαδοκίας, της Μυσίας, της Παφλαγονίας, της Φοινίκης, της Συρίας, ένας Ρωμαίος αυτοκράτορας και ένας δούλος από τη Φρυγία.
Θα πρέπει ν’ αρχίσουμε δίνοντας μιαν εικόνα του κόσμου που το βιβλίο αυτό πραγματεύεται. Η εποχή καλύπτει τα χρόνια από το 300 π.Χ. ως το 200 μ.Χ. Ο χώρος είναι κατ’ αρχήν η Ελλάδα και η ανατολική Μεσόγειος· στη συνέχεια η Ρώμη.

Στο σύστημα των μικρών κρατών που αποτελούσαν τον ελληνικό κόσμο στα τέλη του 4ου π.Χ. αιώνα, εισέβαλαν, σαν ορμητικό ποτάμι σε ήρεμη λίμνη, οι στρατιές των Μακεδόνων. Οι ελληνικές πόλεις έχασαν σε γενικές γραμμές την ανεξαρτησία τους και παντελώς την πολιτική τους σπουδαιότητα. Έγιναν δορυφόροι ή θύματα των κραταιών βασιλείων που ίδρυσαν στη Συρία, την Αίγυπτο και τη Μακεδονία οι διάδοχοι του Αλεξάνδρου. Ένας νέος κόσμος αντικατέστησε τον παλιό. Οι πόλεις- κράτη έδωσαν τη θέση τους σε αυτοκρατορίες. Στα πρώτα ε­κατόν πενήντα χρόνια πολέμου και σύγχυσης, γεννήθηκαν τρεις φιλοσοφίες· η πολιτική επανάσταση είχε ως επακόλουθο την ηθική. Η λαμπρή πολιτική ζωή των ελληνικών πόλεων-κρατών χάθηκε αμετάκλητα και μαζί της έσβησε η πνευματική ζωή που είχε δημιουργήσει και υποθάλψει. Όσο υπήρχε ως ανεξάρτητο κράτος, η ελληνική πόλη παρείχε στους κατοίκους της ένα προπύργιο κοινωνικής ζωής και θρησκείας. Όταν όμως η πόλη κατέρρευσε, το προπύργιο γκρεμίστηκε μαζί της και ο ελληνικός κόσμος έμεινε ανοχύρωτος απέναντι στη ζωή. Για να τον υπερασπιστούν αναδύθηκαν οι νέες φιλοσοφίες, ο Κυνισμός, ο Στωικισμός και ο Επικουρισμός, οι οποίες προσέφεραν στους τρεις αυτούς ταραγμένους αιώνες μία πανοπλία για τη μάχη, ένα λιμάνι στην καταιγίδα. Η παγκόσμια αναταραχή, που άρχισε με την ίδρυση της μακεδονικής αυτοκρατορίας στα τέλη του 4°υ αιώνα, διήρκεσε γύρω στα τριακόσια χρόνια. Στα μισά αυτής της περιόδου ανέβηκε και η Ρώμη στο προσκήνιο, μετακινώντας το κέντρο της πολιτικής εξουσίας δυτικότερα. Η Ρώμη χρειάστηκε μόνον εκατό χρόνια για να κυριαρχήσει στον κόσμο, αλλά η ειρήνη αργούσε να αποκατασταθεί. Η ίδια η Ρώμη εξακολούθησε να σπαράσσεται για άλλο μισό αιώνα από εμφύλιες διαμάχες, ενώ η Ελλάδα και η Ανατολή υπέφεραν από τις λεηλασίες, την άθλια διοίκηση, την ένδεια. Τριάντα χρόνια πριν την έναρξη της χρονολόγησής μας, ο Αύγουστος επέβαλε μία παγκόσμια αυτοκρατορία και μία παγκόσμια ειρήνη. Οι περισσότεροι συγγραφείς που παρουσιάζονται σ’ αυτόν τον τόμο ανήκουν στα διακόσια χρόνια που ακολούθησαν την ίδρυση της αυτοκρατορίας. Το προσκήνιο πλέον μεγαλώνει και περιλαμβάνει έναν κόσμο που τα όριά του είναι περίπου τα εξής: ο Ευφράτης και η αραβική έ­ρημος στα ανατολικά, η Βρετανία στα δυτικά, ο Ρήνος και ο Δούναβης στα βόρεια, η Σαχάρα στα νότια.

Σ’ ολόκληρο αυτόν τον κόσμο βασιλεύουν η ειρήνη και ο πολιτισμός. Τα κέντρα της πνευματικής ζωής είναι η Ρώμη, η Ελλάδα και η δυτική ακτή της Μικράς Ασίας· αλλά και πέρα απ’ αυτά, υπάρχει ένα ημίφως κουλτούρας που «ξανοίγει» περισσότερο στην Αίγυπτο, τη Συρία και τις μεσογειακές ακτές της Γαλλίας και της Ισπανίας. Αυτή η κουλτούρα είναι κατά κύριο λόγο ελληνική. Οι Έλληνες έχουν χάσει την ανεξαρτησία αλλά όχι και την πνευματική τους σπουδαιότητα. Η Ρώμη παρέχει το σώμα της αυτοκρατορίας· η Ελλάδα την ψυχή.

Οι παππούδες μας είχαν σκανδαλιστεί με την ακολασία και τη φαυλότητα του ρωμαϊκού κόσμου. Σήμερα οι γνώσεις μας έχουν αυξηθεί και η ηθική μας συρρικνωθεί. Ίσως η ζυγαριά να γέρνει ακόμη προς το μέρος μας, αλλά το Λονδίνο και η Νέα Υόρκη, το Παρίσι και το Βερολίνο, σ’ ό, τι αφορά στη διαφθορά, λίγα έχουν να διδαχθούν από τη Ρώμη, και δεν πρέπει να συμπεραίνουμε ότι ο Μάρκος Αυρήλιος ή ο Πλούταρχος ζούσαν σ’ έναν κόσμο πιο εξαχρειωμένο από το δικό μας. Όποιος πιστεύει κάτι τέτοιο θα διαψευστεί από τις επόμενες σελίδες. Σ’ ό, τι αφορά στην ηθική και τον πολιτισμό, η κοινωνία της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, παρά τις προφανείς διαφορές, δεν απέχει έτη φωτός από τον 20ο αιώνα. Ήταν ένας πλούσιος και καλλιεργημένος κόσμος, με τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα της κουλτούρας και της αφθονίας. Ήταν κατ’ ουσίαν ένας αστικός πολιτισμός και οι πόλεις δεν ήταν ανόμοιες με τις δικές μας. «Όλες σχεδόν οι πόλεις της Αυτοκρατορίας, ιδίως στην ελληνιστική Ανατολή, διέθεταν ένα επιστημονικό σύστημα αποχέτευσης, παροχή ύδατος ακόμη και στους υψηλότερους ορόφους των σπιτιών - την εξασφάλιζαν άψογα κατασκευασμένα υδραγωγεία -, άριστα δημόσια αποχωρητήρια, καλοστρωμένους δρόμους και πλατείες, στέγαστρα στους δρόμους που προστάτευαν τους διαβάτες από τη βροχή και τον ήλιο, αγορές όπου τηρούνταν οι κανόνες της υγιεινής, ιδίως ψαραγορές και κρεαταγορές απ’ όπου δεν έλειπε ποτέ το νερό, μεγάλα και ωραιότατα λουτρά σε διάφορα σημεία της πόλης που παρείχαν στον κάθε πολίτη τη δυνατότητα να κάνει καθημερινά το μπάνιο του, θαυμάσια διαρρυθμισμένα κτίρια για αθλήματα και άσκηση, γυμναστήρια και παλαίστρες. Για τις θρησκευτικές ανάγκες των πολιτών υπήρχαν λαμπροί ναοί και βωμοί, ιερά άλση και ωραιότατα ταφικά μνημεία έξω από τις πύλες. Μεγάλα και επιβλητικά δημόσια κτίρια υπήρχαν σ' όλες τις πόλεις: curiae (χώροι συνέλευσης της τοπικής συγκλήτου), γραφεία για τους κρατικούς αξιωματούχους, αίθουσες για τις επίσημες συναθροίσεις και τους ψηφοφόρους στις εκλογές, για τους δικαστές, φυλακές κλπ. Αλλα πάλι κτίρια προορίζονταν για τη λαϊκή ψυχαγωγία και παιδεία: θέατρα, τσίρκα, στάδια, αμφιθέατρα, δημόσιες βιβλιοθήκες, αίθουσες διαλέξεων, αίθουσες τέχνης. Οι ιδιωτικές κατοικίες ήταν ευρύχωρες και με σύγχρονο τρόπο εξοπλισμένες' για παράδειγμα, διέθεταν ιδιωτικά μπάνια, τρεχούμενο νερό, στέρεες πέτρινες σκάλες για τα επάνω πατώματα».* Τούτα τα λόγια θα μπορούσαν να ισχύουν για μια σημερινή πόλη. Το ίδιο και η ακόλουθη περιγραφή της Ρώμης από ένα λιγότερο ευμενή κριτικό: «Χρυσάφι κι ασήμι, πετράδια και μαργαριτάρια, πορφύρα και λινά και μεταξωτά, κάθε λογής βότανο αρωματικό, και σκεύη από ελεφαντόδοντο ή από ξύλο πολύτιμο και μπρούντζο και σίδερο και μάρμαρο' και κανέλα κι αλοιφές και θυμιάματα, μύρο και λιβάνι, κρασί και λάδι' σιμιγδάλι και στάρι και κτήνη και πρόβατα κι άλογα κι αμάξια, κορμιά και ψυχές ανθρώπων" πάει χάθηκε η οπώρα του πόθου της ψυχής σου, θα λένε' πάνε τα λούσα σου τα φανταχτερά, χαθήκανε για σένα και μήτε που θα ξαναβρεθούνε πια».*

Σ’ αυτά τα μεγάλα κέντρα του εμπορίου θα συναντήσουμε το είδος της κοινωνίας που ο πλούτος και ο πολιτισμός παράγουν σε οποιαδήποτε εποχή. Θα αισθανόμασταν πολύ άνετα, ανάμεσα σε φαινόμενα οικεία: Οι ηθοποιοί και οι αρματοδρόμοι ήσαν πάμπλουτοι' οι σοφοί και οι δάσκαλοι φτωχοί. Η αρένα ήταν ένα πιο βάρβαρο αντίστοιχο των σημερινών ρινγκ και γηπέδων. Οι μίμοι γοήτευαν τους ανθρώπους που στην εποχή μας θ’ αρέσκονταν σε κωμωδίες χαμηλού επιπέδου. Οι μορφωμένοι έγραφαν ασταμάτητα, συνέλεγαν έργα τέχνης και ταξίδευαν. Πήγαιναν να δουν τον κόσμο και ο κόσμος ερχόταν να τους επισκεφτεί στα σπίτια τους. Στις αγορές της Ρώμης έβρισκε κανείς μανιτάρια από την Ασία, φασιανούς από τις ακτές της Μαύρης Θάλασσας, στρείδια από τη Βρετανία, πορσελάνη και μετάξι από την Κίνα. Και έφθανε το τέλος της εποχής όπου μπορούσε κα­νείς να ταξιδέψει με ασφάλεια και σχετική άνεση από τη Βρετανία μέχρι την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, από την Κολωνία ως τη Δαμασκό' έμελλε να περάσουν από τότε πολλές εκατοντάδες χρόνια προτού καταστεί ξανά δυνατό κάτι τέτοιο...

Σ’ έναν τέτοιο κόσμο έζησαν ο Επίκτητος και ο Αουκιανός· κι η ομοιότητα με το δικό μας τον καθιστά απολύτως κατανοητό. Οι αναγνώστες που δεν έχουν εξοικειωθεί με τους κλασικούς, βρίσκουν την ατμόσφαιρα του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη κάπως ξένη, αλλά ο Λουκιανός και ο Μάρκος Αυρήλιος αρέσουν σ’ όλους. Οι παλαιότεροι συγγραφείς είναι πράγματι οι μεγαλύτεροι. Αλλά οι μεταγενέστεροι μιλούν τη δική μας γλώσσα· ο κό­σμος τους είναι μοντέρνος και ενστικτωδώς αισθανόμαστε άνετα σ' αυτόν· δεν χρειάζεται να κάνει τεράστια άλματα η φαντασία μας για να εγκλιματιστούμε σε τούτο τον κόσμο.


Κάθε εποχή υφαίνει πάνω στο φόντο της υλικής της υπόστασης έναν τάπητα - αυτό που μπορεί να ονομαστεί πνευματική ζωή. Θέματά του μπορεί να είναι η θρησκεία, η διανόηση, η τέχνη, το ύφος, η κοινωνική ή πολιτική ζωή. Το φόντο, παρ' ότι απαραίτητο, ελάχιστα αξίζει ή ενδιαφέρει από μόνο του. Μόνο μέσα από τη λεπτότητα και την αντοχή του θέματος που υφαίνεται, θα κριθεί ένα έθνος και θα πάρει τη θέση του στην ιστορία του ανθρώπινου γένους.

Αν αυτό το βιβλίο παρουσιάζει κάποιο ενδιαφέρον, τούτο έγκειται στις «ματιές» που ρίχνει στον τάπητα που ύφαναν Έλληνες συγγραφείς πάνω στο φόντο ενός ευημερούντος και ειρηνικού κόσμου· κοντολογίς, ματιές σε κάποια από τα ιδανικά του ρωμαϊκού κόσμου.

Τρία είναι τα βασικά μοτίβα σε τούτο το χαλί. Το επιστημονικό ιδεώδες όπως το αντιλαμβανόμαστε εμείς, η επιδίωξη της γνώσης για τη γνώση και η ελπίδα να ελέγξουμε τη φύση μέσω της γνώσης, είτε δεν υπάρχουν είτε είναι λίγα τα ίχνη τους που συναντάμε στον τάπητα. Αναμφισβήτητα η επιστήμη υπήρξε: ο Γαληνός στην Ιατρική, ο Ήρων στα μαθηματικά και τη μηχανική, ο Πτολεμαίος στην οπτική, την αστρονομία και τη γεωγραφία είναι εξέχοντα ονόματα. Όμως η δική τους επιστήμη υπήρξε περισσότερο ερευνητικά επίπονη παρά πρωτότυπη· στερείται της ιδιοφυίας και του παθιασμένου ενδιαφέροντος ενός Ιπποκράτη, ενός Αρχιμήδη, ενός Αριστοτέλη. Δεν επηρεάζει αποφασιστικά την πνευματική ζωή της εποχής και παίζει μικρό ρόλο σ’ αυτήν. Γi αυτό το λόγο δεν θ’ ασχοληθούμε εδώ μαζί τους.

Από την άλλη, η λογοτεχνία καταλαμβάνει μέγα μέρος του τάπητά μας. Το περίεργο θα ήταν αν δεν συνέβαινε αυτό. Διότι ο ανθρώπινος νους επιμένει να δημιουργεί έναν κόσμο ομορφιάς και να τον αποικίζει με
 μορφές που στοιχειώνουν την ομορφιά της σκέψης
σκιές πιο πραγματικές από τους ζωντανούς
βρέφη που θηλάζουν τους μαστούς της αθανασίας ...

Και τούτη η εποχή διέθετε το ένστικτο της λογοτεχνικής δημιουργίας και μάλιστα πιο ακονισμένο από τις προηγούμενες. Αυτό ακούγεται παράδοξο: τι έχει να επιδείξει η ελληνική λογοτεχνία τούς δύο πρώτους αιώνες της χρονολόγησής μας; Δεν υπάρχει δράμα, έπος, λυρισμός: αν εξαιρέσουμε, μάλιστα, τα επιγράμματα, δεν υπάρχει καν ποίηση. Δύσκολα θα χαρακτηρίζαμε λογοτεχνικά τα κείμενα του Πλούταρχου· κι ο Λουκιανός είναι μόλις κάτι περισσότερο από δοκιμιογράφος. Αλλά αν βιαστούμε να συμπεράνουμε ότι η εποχή είναι στείρα λογοτεχνικά, κάνουμε λάθος. Κι αυτό γιατί τα περισσότερα γραπτά έχουν χαθεί και δεν μπορούμε να διαβάσουμε ή να κατανοήσουμε τη σπουδαιότητα όσων απέμειναν. Ούτε ο Λουκιανός ούτε ο Δίων ούτε ο Πλούταρχος είναι οι πραγματικοί λογοτέχνες αυτής της εποχής. Οι σύγχρονοί τους τουλάχιστον δεν θα τους έβλεπαν ποτέ έτσι. Πρέπει να εντρυφήσουμε στο έργο του Φιλόστρατου Βίοι των Σοφιστών για να ανακαλύψουμε στα πρόσωπα των ηρώων του τους αληθινούς εκπροσώπους της λογοτεχνίας. Έχει ασκηθεί δριμύτατη κριτική σ’ αυτούς τους σοφιστές. Ωστόσο λίγοι άνθρωποι έχουν επιδείξει τόσο γνήσια αφοσίωση στη λογοτεχνία. Την αντιμετώπιζαν ως τέχνη του ύφους. Ως τέχνη δε αντιλαμβάνονταν τη χειραγώγηση της γλώσσας και του ρυθμού προς χάριν της γλώσσας και του ρυθμού, και αν ο απόλυτος έλεγχος αυτών των στοιχείων ήταν το παν, αν το επίγραμμα, η καλλιέπεια και η μουσικότητα, στερημένα νοήματος, αλήθειας και βασιμότητας ήταν λογοτεχνία, τότε αυτοί οι συγγραφείς θα ήταν μέγιστοι. Το έργο τους αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα ξοδεμένης ικανότητας και ενέργειας, και η σημαντικότερη τους προσφορά είναι ότι σηματοδοτούν ένα δρόμο ο οποίος δεν οδηγεί πουθενά. Η αγγλική λογοτεχνία ίσως δεν έδωσε πο­τέ βαρύνουσα σημασία στη λογοτεχνική φόρμα ώστε να χρειάζεται αυτή την προειδοποίηση. Όμως οι Γάλλοι συμβολιστές θα μπορούσαν να την πάρουν πολύ στα σοβαρά, και κάποιες μοντέρνες απόπειρες στην τέχνη ίσως να κέρδιζαν απ’ αυτήν.

Ένα μόνο κεφάλαιο αυτού του βιβλίου αφιερώνεται στους «Σοφιστές»· αλλά ο Αριστείδης, που εξετάζεται κάτω από διαφορετικό πρίσμα, ήταν από τους διασημότερους εκπροσώπους τους ενώ ο Δίων και ο Λουκιανός πέρασαν για λίγο από το «επάγγελμα» στα νεανικά τους χρόνια.

Τα δύο τρίτα του βιβλίου ασχολούνται με τη φιλοσοφία, και οι πιο εξέχουσες φυσιογνωμίες αυτού που αποκαλέσαμε «πνευματικό τάπητα» ήταν φιλόσοφοι. Εδώ ο ελληνορωμαϊκός κόσμος διαφέρει πολύ από τον δικό μας και έχει σαφώς το πλεονέκτημα: σήμερα στη Δύση ο χριστιανισμός παραμένει το μόνο σύστημα σκέψης που είναι γενικά αποδεκτό και ίσως το μόνο που μπορεί να ονομαστεί σύστημα, όσο κι αν η αλήθεια του αμφισβητείται ευρύτατα. Έξω από τα όριά του απλώνεται ένα άγονο και αχαρτογράφητο τέλμα. Η απόπειρα του ωφελιμισμού να θέ­σει εναλλακτικές προτάσεις φάνηκε μάταιη. Ο θετικισμός είναι νεκρός. Ο πραγματισμός πνέει τα λοίσθια. Οι προφήτες νέων θεωριών σπάνια βρίσκουν ακροατήριο, ποτέ οπαδούς. Ο Ευρωπαίος που δεν είναι χριστιανός περιπλανιέται σήμερα σ’ έναν κόσμο που δεν τον ενώνει παρά η κοινή δυσπιστία· δεν διαθέτει ηθικό ένδυμα εξόν από μερικά απομεινάρια -τα ράκη του ρούχου που έχει πετάξει από πάνω του: καμία πεποίθηση, εκτός από το διανοητικό παράλογο του αγνωστικισμού (παράλογο διότι κάθε ανθρώπινη πράξη προϋποθέτει, έστω και ασυνείδητα, μία κοσμοθεωρία, επί της οποίας ο αγνωστικιστής, εξ υποθέσεως, είναι ανίκανος να πάρει θέση), ’ίσως να το θέτω με άκομψο τρόπο. Αλλά είναι σπάνιες οι στιγμές στην ιστορία που τα μυαλά των ανθρώπων υπήρξαν τόσο χαοτικά, τόσο στερημένα σταθερής βάσης ή αρχών όσο σήμερα: η εποχή μας θεωρείται εποχή της σκέψης, όμως εμείς δεν ξέρουμε τι να σκεφτούμε κι η σύγχυσή μας είναι εμφανής, τόσο στα ερωτήματα που αφορούν στη θρησκεία όσο και στα ηθικά ιδεώδη που προωθούν τα μέσα μαζικής ενημέρωσης.

Ο μορφωμένος άνθρωπος της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας βρισκόταν σε πολύ πλεονεκτικότερη θέση από ό, τι ο σημερινός διανοούμενος. Πέρα από τις ανατολικές και μυστηριακές θρησκείες, είχε να διαλέξει και ανάμεσα σε τρεις ισχυρές φιλοσοφίες: το Στωικισμό, τον Επικουρισμό και τον Κυνισμό, για να μην αναφέρουμε και άλλες λιγότερο σημαντικές σχολές. Η κάθε μία τους είχε σταθερή πνευματική βάση, και μία χαλαρή ενότητα πεποι­θήσεων και πρακτικών που την καθιστούσε ικανή να ανταποκριθεί στους σκοπούς που σήμερα εξυπηρετεί μια εκκλησία. Οι πιο εκλεκτικές ιδιοσυγκρασίες, όπως ο Πλούταρχος, διάλεγαν και δανείζονταν, συνθέτοντας μία δική τους προσωπική αρμονία ό που κυρίαρχοι τόνοι ήταν εκείνοι του Πλάτωνα.

Ποτέ πριν ή μετά δεν υπήρξαν οι φιλόσοφοι τόσο πολυάριθμοι ή ισχυροί. Τα έργα του Λουκιανού είναι γεμάτα από δαύτους, το ίδιο και του Πλούταρχου, το ίδιο και κάθε βιβλίο της εποχής. Ως προς το πλήθος και την επιρροή τους, οι φιλόσοφοι μπορούν να συγκριθούν με τους μοναχούς και κληρικούς των κατοπινών καιρών· και στην εποχή τους ήταν ό, τι η εκκλησία κατά το Μεσαίωνα. Έχουν φιλικές σχέσεις με αυτοκράτορες, από τον Τραϊ­ανό, έναν άξεστο στρατιωτικό, μέχρι τον Αδριανό και τον Μάρκο Αυρήλιο. Προσλαμβάνονται ως «πνευματικοί» από ευκατάστατους Ρωμαίους. Ξεσπά μία ανταρσία και ένας φιλόσοφος κηρύσσει στους στρατιώτες το καθήκον της πειθαρχίας. Ο κυνικός ιστορικός, βέβαια, θα σχολιάσει ότι οι νουθεσίες του μάλλον θα προκάλεσαν γέλιο σε μερικούς και πλήξη στους περισσότερους. Όμως μπόρεσε να μιλήσει επειδή ο κόσμος έπαιρνε στα σοβαρά τη φιλοσοφία. Ποιος σύγχρονος φιλόσοφος θα μπορούσε, κάτω από παρόμοιες περιστάσεις, να φανταστεί τον εαυτό του σε τέτοιο ρόλο ή έστω να διανοηθεί να βγει από το γραφείο του για να τον αναλάβει;


Είναι εύκολο να εξηγηθεί η σπουδαιότητα της φιλοσοφίας στα χρόνια που προηγήθηκαν ή ακολούθησαν τη γέννηση του Χριστού. Ο κόσμος τη χρειαζόταν. Την ενεργοποίησε η κατάρρευση των ελληνικών πόλεων-κρατών μπρος στον Αλέξανδρο και τους στρατηγούς του· αποτέλεσμα ήταν να γεννηθούν οι τρεις σχολές που προανέφερα. Αναδύθηκε ένας καινούριος κόσμος. Είναι σήμερα δύσκολο να συνειδητοποιήσει κανείς σε τι βαθμό η αρχαία πόλη-κράτος απορροφούσε τις δραστηριότητες και περιχαράκωνε τις ζωές των κατοίκων της. Τώρα η πόλη τούς πρόδιδε. Τα σύνορά της παραβιάζονταν, η θρησκεία της δυσφημιζόταν, τα ιδεώδη της συντρίβονταν. Ο κοσμοπολιτισμός, με το συνονθύλευμα των ηθικών του προτύπων, κατέκλυσε τα πάντα και η αρετή αποδυναμώθηκε τη στιγμή ακριβώς που χρειαζόταν περισσότερο από κάθε άλλη φορά. Ακόμη και όταν η Ρώμη έγινε αυτοκρατορία, τα πράγματα ελάχιστα βελτιώθηκαν. Η Ρώμη επέβαλε όντως την ειρήνη και την πολιτική τάξη· όμως δεν μπορούσε να επιβάλει την ενότητα των ηθικών ιδανικών και προτύπων. Τούτο ήταν δουλειά της φιλοσοφίας, που παρενέβη για να προσφέρει μία πυξίδα σ’ όλους εκείνους τους αποπροσανατολισμένους ανθρώπους, να οδηγήσει τα κοπάδια που είχαν χάσει τους ποιμένες τους, να διδάξει στον κόσμο πώς να ζει. Και έκανε καλά τη δουλειά της: αυτές οι τρεις διαφορετικές φιλοσοφίες διατηρούν αμείωτη την αξία τους ως τις μέρες μας. Δεν παρουσιάζουν μεγαλύτερες διαρροές από τις σύγχρονες ανταγωνίστριές τους, ού­τε έχει ακόμη γεννηθεί κάποια πρακτική φιλοσοφία που να μπορεί να συγκριθεί μαζί τους σε επιρροή και σπουδαιότητα.

Είναι, βέβαια, πολύ διαφορετικές από τις προηγούμενες. Διαφέρουν τόσο στο πνεύμα όσο και στα συμπεράσματά τους. Εκτός από τον Επίκουρο, που θυμίζει τους συγγραφείς του πέμπτου π.Χ. αιώνα, οι μεταγενέστεροι δεν διαθέτουν τη φρεσκάδα, τη φυσική και αβίαστη ιδιοφυία των παλαιότερων, φέρουν δε τη σφραγίδα των καιρών τους και με άλλους τρόπους. Η ελληνική σκέψη ξεκίνησε μέσα από την προσπάθεια να κατανοηθεί το σύ- μπαν· και μέχρι τον Αριστοτέλη διατηρεί κάτι από τον ενθουσιασμό της εξερεύνησης. Αναζητεί. Η ευθύτητα και η πρωτοτυπία είναι τα χαρακτηριστικά της, η ανακάλυψη ο στόχος της. Σε πρωτοτυπία, τόλμη, αποκόλληση από τις προκαταλήψεις και τα καθιερωμένα, οι πρώτοι στοχαστές δεν έχουν τον όμοιό τους. Εκείνο που πάνω απ’ όλα τούς ενδιέφερε ήταν η αλήθεια. Δεν είχαν κληθεί να προσφέρουν στους συμπατριώτες τους μία πίστη ή έναν τρόπο ζωής. Όταν, όμως, η ζωή της πόλης κατέρρευσε, η φιλοσοφία χρειάστηκε να αντιμετωπίσει μια καινούρια πρόκληση. Σκοπός της δεν ήταν πια η παρατήρηση του σύμπαντος αλλά το να παράσχει στον κόσμο νέες πεποιθήσεις. Κίνητρο δεν ήταν πλέον ο «θαυμασμός», η «απορία», όπως το προσδιορίζει ο Αριστοτέλης, αλλά η επίγεια σωτηρία της ψυχής. Η φιλοσοφία ανέλαβε το καινούριο της έργο χωρίς δισταγμό. Ο χαρακτήρας της αλλάζει. Η ανεξάρτητη και αμερόληπτη θεώρηση ενός Αναξαγόρα ή ενός Αριστοτέλη δίνει τη θέση της σε πρακτικές κοσμοθεωρίες, σε ιδέες και πεποιθήσεις που θα βοηθήσουν τους ανθρώπους να ζήσουν. Έτσι γεννιούνται οι τρεις μείζονες φιλοσοφίες του ελληνορωμαϊκού κόσμου. Είχαν πρακτικό αντικείμενο και καθήκον. Σκοπός τους ήταν περισσότερο να βοηθήσουν τους ανθρώπους να ζήσουν και λιγότερο να ανακαλύψουν την αλήθεια. Έτσι η ελληνική φιλοσοφία, όπως παρατήρησε ένας Γερμανός συγγραφέας, κέρδισε σε εύρος και έχασε σε βάθος. Ο Επίκουρος και ο Ζήνων είχαν χιλιάδες οπαδούς εκεί που ο Σωκράτης και ο Αριστοτέλης είχαν έναν, αλλά αρμενίζουν σε ρηχότερα νερά και αντικαθιστούν το βαρίδι της πετονιάς με δίχτυ. Κάποια ίχνη δογματισμού διαφαίνονται, ενός δογματισμού που μέχρι τώρα απουσίαζε από το ελληνικό πνεύμα. Οι θεμελιώδεις αρχές του Επίκουρου τυποποιήθηκαν και αντιμετωπίστηκαν ως μη επιδεχόμενες καμία αμφισβήτηση. Ο διάλογος συρρικνώνεται και γίνεται διδασκαλία, κι η διδασκαλία κήρυγμα. Το φαινόμενο αυτό είναι πολύ έντονο στον Δίωνα και τον Μάξιμο Τύριο, ακόμη και στον Πλούταρχο ή τον Επίκτητο. Περισσότερο αποφαίνονται και αγορεύουν και λιγότερο επιχειρηματολογούν. Δεν έχουμε το δικαίωμα να επικρίνουμε αυτούς τους ανθρώπους ή να διαμαρτυρηθούμε. Αυτή ήταν η δουλειά τους: να καθοδηγούν πνευματικά τον ελληνορωμαϊκό κόσμο, πράγμα που, άλλωστε, εξηγεί το μέγεθος της επιρροής τους σ’ αυτόν. Όμως ταυτόχρονα εξηγεί γιατί εμείς οι εκπαιδευτικοί τούς προσπερνάμε και επιστρέφουμε στην προηγούμενη εποχή, τότε που η φιλοσοφία ξεκινούσε το ατέρμονο ταξίδι της με καθαρό μάτι και ελεύθερη καρδιά, έχοντας όλον τον κόσμο μπροστά της.

Και τέλος, η θρησκεία. Η εποχή ήταν θρησκευτική. Είναι άξιο προσοχής το ότι όλοι οι συγγραφείς ασχολήθηκαν με τη μετά θάνατο ζωή και όλοι εκτός από τον Λουκιανό μπορούν να χαρακτηριστούν ως θεϊστές. Ο θεϊσμός, βέβαια, του Μάρκου Αυρήλιου παραπαίει και εκείνος του Επίκουρου είναι απλώς ένας συνετός συμβιβασμός με την κοινή γνώμη. Από την άλλη, ο Επίκτητος, ο Δίων, ο Πλούταρχος, ο Μάξιμος Τύριος, ο Αριστείδης, ο Απολλώνιος όχι απλώς ενδιαφέρονται για τη θρησκεία αλλά θα μπορούσαν να θεωρηθούν θρησκευόμενοι άνθρωποι σε οποιαδήποτε εποχή. Οι τρεις πρώτοι εκπροσωπούν τη λογική πίστη' από την άλλη. ο Αριστείδης είναι ένας εγωπαθής, συναισθηματικός φαντασιοκόπος, ο Μάξιμος θα μπορούσε να χαρακτηριστεί κληρικός του συρμού και όσο για τον Απολλώνιο Τυανέα, αυτός ήταν ο τέλειος θεοσοφιστής. Όλοι τους παρουσιάζουν ενδιαφέρον ως άτομα και αρχέτυπα' άλλωστε κινούνται στο πλαίσιο της πιο βαρυσήμαντης θρησκευτικής περιόδου στην ιστορία της Ευρώπης: τότε που συναντιόνταν οι θρησκείες της Ανατολής και της Δύσης. Η επαφή τους είναι ίσως τόσο παλιά όσο η έλευση του ορφισμού στην Ελλάδα, εξακόσια χρόνια νωρίτερα. Αλλά για αιώνες η ελληνική ιδιοσυγκρασία υπερίσχυε και διατηρούσε, τουλάχιστον στη λογοτεχνία και τη φιλοσοφία, τον καθαρό της ουρανό. Τώρα τον ουρανό αυτό σκιάζουν βαριά σύννεφα από τα ανατολικά: κόσμοι δαιμόνων, λουτρά στο αίμα ταύρων, αγύρτες θαυματοποιοί, μαγεία, αστρολογία. Δεν βρίσκουμε πολλές ενδείξεις γι’ αυτούς στη λογοτεχνία αλλά ανιχνεύουμε την παρουσία τους, αμυδρά στον Πλούταρχο, εντονότερα στον Λουκιανό και στον Απολλώνιο. Είναι η αρχή του τέλους: άλλα διακόσια χρόνια και ο καθαρός ουρανός θα μαυρίσει, ενώ ο ελληνισμός θα βυθιστεί σ’ έναν ύπνο χιλίων ετών.

Ωστόσο αυτό το χυδαίο και χειροπιαστό σκοτάδι της δεισιδαιμονίας κρύβει μιαν αλήθεια που οι Έλληνες είχαν αγνοήσει. Η άποψή τους για τη ζωή. με όλες τις αρετές, τη χάρη και τα θέλ­γητρά της, δεν αρκούσε για να ικανοποιήσει την ανθρώπινη ψυχή. Πέτυχαν τη διαύγεια παραβλέποντας το άγνωστο. Όμως το άγνωστο είναι εδώ. Όπως είπε ο Καρλάιλ, οι Έλληνες αισθάνθηκαν περισσότερο απ’ όσο έπρεπε άνετα στη Σιών· και η Σιών δεν είναι ιδιαίτερα οικείος τόπος.
Το μυστήριο έπαιζε μηδαμινό ρόλο στο σύμπαν των Ελλήνων: και κάποια στιγμή, η δύναμη που περιφρονούσαν, πρόβαλε δυναμικά τις διεκδικήσεις της: στη θρησκεία, όπως και σε πολλά άλλα, η Ανατολή ξεχύθηκε ορμητικά πάνω στη Δύση:

Syrus in Tiberim defluxit Orontes*

Από αυτό το σμίξιμο των υδάτων και πέρα, η πνευματική ιστορία της Δύσης είναι η προσπάθεια να συνδυάσει το ελληνικό πνεύμα με την ανατολική θρησκεία: και επειδή η προσπάθεια δεν ευτύχησε, το ποτάμι της πνευματικής μας ζωής ποτέ δεν κύλησε ήρεμα' η Δύση δεν κατάφερε ποτέ πραγματικά να διαφεντέψει την ψυχή της.
Οι Έλληνες ήξεραν τι ήθελαν: τις φιλικές πεδιάδες της γης, τις απλές και εξαίσιες ανθρώπινες δραστηριότητες, έναν πεπερασμένο ουρανό που θα τον φώτιζαν οι αστερισμοί της αρετής.
Η Ανατολή ήξερε τι ήθελε: το άπειρο μέσα και έξω απ’ τον άνθρωπο.
Από τη στιγμή που η Ανατολή και η Δύση συναντήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, η Ευρώπη αμφιταλαντεύεται ανάμεσα σε δύο ιδεώδη που δεν έμαθε πώς να συμφιλιώνει και που κανένα τους δεν προτίθεται να παραχωρήσει ευγενικά τη θέση του στο άλλο.

  
  
* Ροστόβτσεφ, Κοινωνική και Οικονομική Ιστορία της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, σελ. 135

* Ιωάννου Αποκάλυψις VII, 12, 13, Ι4·

* Ο Σύριος ποταμός Ορόντης ξεχύθηκε μες στον Τίβερη.



diodotos-k-t.blogspot
Σχόλια