1917: Ένας αιώνας από το τέλος του Εθνικού Διχασμού – Ή μήπως όχι;
Γράφει ο Μάρκος Τρούλης
Αν θεωρήσουμε ότι η είσοδος της Ελλάδας στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η επιστροφή του Ελευθέριου Βενιζέλου στην Αθήνα και η φυγή του Κωνσταντίνου στο εξωτερικό αποτελούν τους «τίτλους τέλους» του Εθνικού Διχασμού, τότε τον περασμένο Ιούνιο συμπληρώθηκε ένας αιώνας από εκείνη τη μαύρη περίοδο για τον ελληνισμό. Είναι, όμως, έτσι;
Σημειώνεται παρενθετικά ότι δεν λαμβάνω κάποια αξιολογική θέση, αλλά περιγράφω μια σειρά γεγονότα όπως αυτά εκτυλίχθηκαν μέσω της «κατανομής της ισχύος» μεταξύ των μερών. Επίσης, δεν υποστηρίζω ότι η συνέχεια είναι άρρηκτη ως προς τη διαδοχή των αντίπαλων στρατοπέδων, αλλά ως προς την ίδια την πληγή του διχασμού. Εξάλλου, αν ίσχυε το πρώτο, θα είχαμε αναγάγει τον Βενιζέλο σε κομουνιστή ηγέτη(!), κάτι προφανώς αστείο για τους γνωρίζοντες.
Σε μια εποχή που οι ιδεολογικές διαιρέσεις έχουν αμβλυνθεί και η ρητορική περί Αριστεράς και Δεξιάς έχει παρέλθει (ίσως ανεπιστρεπτί), η ελληνική πολιτική τάξη συνεχίζει να κινείται στους ίδιους ψυχροπολεμικούς ρυθμούς. Γιατί όμως νιώθει αυτή την ανάγκη; Γιατί τα ελληνικά κόμματα θεωρούν ότι η επίκληση σκληρών ιδεολογικών αντιπαραθέσεων αποτελεί στρατηγική επιβίωσής τους;
«Δεν έχουν προσαρμοστεί στις εξελίξεις» θα έλεγε κάποιος. «Δεν έχουν τους κατάλληλους ηγέτες, οι οποίοι θα διαβάσουν τα σημεία των καιρών» θα αντέτεινε κάποιος άλλος. «Αδυνατούν να υπακούσουν στο πρόταγμα του αστικού εκσυγχρονισμού της χώρας και προτιμούν να “κουνούν καθρεφτάκια” στους ιθαγενείς» θα πρόσθετε ένας τρίτος.
Όμως η πραγματικότητα εμπεριέχει και γεννά προβλήματα τα οποία επιλύονται μέσω της ορθολογικής εκτίμησης των συνθηκών, των παραμέτρων, των δεδομένων. Ποια ιδεολογία προσφέρει θεραπεία διά πάσα νόσο, σε κάθε εποχή, σε οποιαδήποτε χώρα, με οποιαδήποτε δημοσιονομικά δεδομένα; Αυτά έχουν λυθεί και απαντηθεί προ πολλού στον δημόσιο διάλογο άλλων χωρών, όπου έχει αναγνωριστεί ότι εχθροί πλέον είναι ο λαϊκισμός και οι εγκληματικές πρακτικές.
Στη χώρα μας ο πολιτικός διάλογος δεν έχει εισέλθει σε αυτό το επίπεδο, και γι’ αυτό το λόγο οι προαναφερθέντες «εχθροί» ευδοκιμούν όχι απλά ως διακριτές οντότητες (τύπου Χάιντερ ή Μπάμπις), αλλά εντασσόμενες πλήρως στην πρακτική και στη ρητορική των κυβερνητικών κομμάτων. Ίσως έτσι να εξηγείται και το γεγονός ότι δεν έχουν γιγαντωθεί κατά τρόπο ανάλογο με τη δημοσιονομική συγκυρία, όπως θα ανέμενε κάποιος.
Αν θεωρήσουμε ότι η είσοδος της Ελλάδας στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η επιστροφή του Ελευθέριου Βενιζέλου στην Αθήνα και η φυγή του Κωνσταντίνου στο εξωτερικό αποτελούν τους «τίτλους τέλους» του Εθνικού Διχασμού, τότε τον περασμένο Ιούνιο συμπληρώθηκε ένας αιώνας από εκείνη τη μαύρη περίοδο για τον ελληνισμό. Είναι, όμως, έτσι;
Νομίζω ότι αποτελεί κοινό τόπο για όλους ότι ο εσωτερικός διχασμός υπήρξε βαθύς και μακρόχρονος, με πολλούς να επισημαίνουν ότι διαρκεί έως και σήμερα.Πράγματι υφίσταται άρρηκτη συνέχεια μεταξύ των επεισοδίων βενιζελικών-αντιβενιζελικών, των παρεπόμενων της δικτατορίας Μεταξά, του εμφυλίου πολέμου (φυσικά), των διώξεων εναντίον των ηττημένων αριστερών κατά τη διάρκεια των δεκαετιών του ’50 και του ’60, και τέλος της χούντας των συνταγματαρχών και ό,τι χαρακτήρισε την «πολιτική» της εναντίον των κομμουνιστών.
Σημειώνεται παρενθετικά ότι δεν λαμβάνω κάποια αξιολογική θέση, αλλά περιγράφω μια σειρά γεγονότα όπως αυτά εκτυλίχθηκαν μέσω της «κατανομής της ισχύος» μεταξύ των μερών. Επίσης, δεν υποστηρίζω ότι η συνέχεια είναι άρρηκτη ως προς τη διαδοχή των αντίπαλων στρατοπέδων, αλλά ως προς την ίδια την πληγή του διχασμού. Εξάλλου, αν ίσχυε το πρώτο, θα είχαμε αναγάγει τον Βενιζέλο σε κομουνιστή ηγέτη(!), κάτι προφανώς αστείο για τους γνωρίζοντες.
Αυτό που υποστηρίζεται στο παρόν κείμενο είναι ότι ο Εθνικός Διχασμός υπήρξε συνεχής υπό το πρίσμα αντίπαλων ιδεολογικών στρατοπέδων.Δεν έληξε το 1917, αλλά θα έλεγα ότι τότε άρχισε αφήνοντας το αποτύπωμά του τόσο στην κοινωνικοοικονομική πορεία της χώρας όσο και στη γεωπολιτική μοίρα της. Το συγκεκριμένο επιχείρημα επαληθεύεται περίτρανα από τις εξελίξεις στο πολιτικό προσκήνιο της Ελλάδας μετά τη λήξη του Ψυχρού Πολέμου και έως σήμερα.
Σε μια εποχή που οι ιδεολογικές διαιρέσεις έχουν αμβλυνθεί και η ρητορική περί Αριστεράς και Δεξιάς έχει παρέλθει (ίσως ανεπιστρεπτί), η ελληνική πολιτική τάξη συνεχίζει να κινείται στους ίδιους ψυχροπολεμικούς ρυθμούς. Γιατί όμως νιώθει αυτή την ανάγκη; Γιατί τα ελληνικά κόμματα θεωρούν ότι η επίκληση σκληρών ιδεολογικών αντιπαραθέσεων αποτελεί στρατηγική επιβίωσής τους;
«Δεν έχουν προσαρμοστεί στις εξελίξεις» θα έλεγε κάποιος. «Δεν έχουν τους κατάλληλους ηγέτες, οι οποίοι θα διαβάσουν τα σημεία των καιρών» θα αντέτεινε κάποιος άλλος. «Αδυνατούν να υπακούσουν στο πρόταγμα του αστικού εκσυγχρονισμού της χώρας και προτιμούν να “κουνούν καθρεφτάκια” στους ιθαγενείς» θα πρόσθετε ένας τρίτος.
Όλα τα παραπάνω είναι σωστά και συνθέτουν την πραγματικότητα της σύγχρονης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας μας.Η αντιπαράθεση είναι «περί όνου σκιάς», με την επίκληση στη ρητορική «Αριστεράς και Δεξιάς» να έρχεται απλά να νομιμοποιήσει, να συγκινήσει και να κινητοποιήσει χωρίς να έχει οποιοδήποτε ειδικό βάρος ή περιεχόμενο. Σημαίνει πολλά για την «κληρονομιά» των προσώπων και την εξέλιξη των πολιτικών πεπραγμένων, αλλά δεν σημαίνει κάτι το διαφοροποιημένο ως προς την υψηλή πολιτική όπως σήμαινε παλαιότερα. Ο Εθνικός Διχασμός ήταν παρών επί δεκαετίες ως αίτημα με οντολογική αναφορά, και συνεχίζει να είναι παρών ως αφήγημα και μεγαλόστομες διακηρύξεις κινητοποίησης του πλήθους.
Όμως η πραγματικότητα εμπεριέχει και γεννά προβλήματα τα οποία επιλύονται μέσω της ορθολογικής εκτίμησης των συνθηκών, των παραμέτρων, των δεδομένων. Ποια ιδεολογία προσφέρει θεραπεία διά πάσα νόσο, σε κάθε εποχή, σε οποιαδήποτε χώρα, με οποιαδήποτε δημοσιονομικά δεδομένα; Αυτά έχουν λυθεί και απαντηθεί προ πολλού στον δημόσιο διάλογο άλλων χωρών, όπου έχει αναγνωριστεί ότι εχθροί πλέον είναι ο λαϊκισμός και οι εγκληματικές πρακτικές.
Στη χώρα μας ο πολιτικός διάλογος δεν έχει εισέλθει σε αυτό το επίπεδο, και γι’ αυτό το λόγο οι προαναφερθέντες «εχθροί» ευδοκιμούν όχι απλά ως διακριτές οντότητες (τύπου Χάιντερ ή Μπάμπις), αλλά εντασσόμενες πλήρως στην πρακτική και στη ρητορική των κυβερνητικών κομμάτων. Ίσως έτσι να εξηγείται και το γεγονός ότι δεν έχουν γιγαντωθεί κατά τρόπο ανάλογο με τη δημοσιονομική συγκυρία, όπως θα ανέμενε κάποιος.
Σχόλια