Το τέλος της ελληνικής δημοσιογραφίας...
«Ο άξιος δημοσιογράφος δεν είναι ιδιαιτέρως συμπαθής στους ισχυρούς. Τον υπολογίζουν, τον φοβούνται κιόλας, αλλά κανένας σχεδόν δεν τον εμπιστεύεται ως φίλο και οικείο»
Γιάννης Μαρίνος, διευθυντής του Οικονομικού Ταχυδρόμου.
Σε μια εκδοτική επιχείρηση οι δημοσιογράφοι -για ακρίβεια: οι «μισθωτοί»- υπέγραψαν σύμβαση με την οποία αναλαμβάνουν την υποχρέωση… να μην εκθέτουν με τη συμπεριφορά τους «τα...
συμφέροντα, τη φήμη και το κύρος της εταιρίας», όπως τα ορίζει η ίδια. Δεν είχαν επιλογές.
Φυσικά η «εταιρία» κάνει τη δουλειά της, όπως την αντιλαμβάνεται. Δικαίωμά της. Με τον παρά μου και την κυρά μου. Ούτε κρατάει κανέναν με το ζόρι στη δουλειά, ούτε παρακαλάει κανέναν. Τα διευθυντικά στελέχη γιατί το δέχθηκαν και θα διευθύνουν πλέον «μισθωτούς» και όχι δημοσιογράφους; Η ΕΣΗΕΑ γιατί επέτρεψε να δημιουργηθεί ένα τέτοιο προηγούμενο; Είναι ένα ακόμη βήμα προς το τέλος της ελληνικής δημοσιογραφίας.
Ο δημοσιογραφικός κλάδος κρύβεται πίσω από την ανάγκη των μελών του να επιζήσουν. Η δημοσιογραφική σιωπή για την χειραφέτηση, την αξιοπιστία και το κύρος της δημοσιογραφίας, συμπληρώνει την αδιαφορία για τις τέσσερις γυναίκες που κάνουν απεργία πείνας για τη διάσωση του ΕΔΟΕΑΠ.
Η πεθαμένη ανεξαρτησία
Ο δημοσιογράφος είναι υπεύθυνος μόνο για τα κείμενά του- τις κρίσεις και τις πληροφορίες του. Έτσι όπως αποτυπώνονται στο μέσο που εργάζεται. Από εκεί και πέρα κάνει ό,τι νομίζει. Δεν ανήκει στο Τμήμα δημοσίων σχέσεων της «εταιρίας».
Ενδεχομένως μπορεί να απέχει από μια δραστηριότητα, αν κρίνει ότι βλάπτει π.χ. τον εκδότη που τον πληρώνει- και ανέκαθεν οι δημοσιογράφοι το κάνουν. Κοντά στο νου κι η γνώση. Αλλά αυτό δεν μπορεί να είναι συμβατική υποχρέωση. Ανήκει στη διακριτική του ευχέρεια.
Δεν μπορεί να περιέρχεται η ζωή του στο έλεος της επιχείρησης, ανάλογα πως κρίνει ότι υπηρετούνται τα συμφέροντά της. Δεν είναι «μισθωτός», είναι επαγγελματίας με δημόσιο ρόλο και αποστολή. Τη δουλειά του αγοράζει το μέσο που εργάζεται, όχι τον ίδιο εξ ολοκλήρου. Και για τη δουλειά του κρίνεται από τους προϊσταμένους του, όχι για τις πεποιθήσεις, τις σχέσεις, τη συμπεριφορά του και την ψήφο του. Όχι με τη συγκατάθεσή του τουλάχιστον.
Σύμφωνα με ένα παλιό άγραφο κανόνα ο δημοσιογράφος απολογείται μόνο στη συνείδησή του για την εντιμότητά του και στον διευθυντή του για την πληρότητα της δουλειάς του. Σε κανέναν άλλον. Ούτε στον ιδιοκτήτη του μέσου, ούτε στον χωροφύλακα και τον δικαστή, ούτε στον πολιτικό ούτε σε κανέναν άλλον ισχυρό. Είναι μέρος της δουλειάς του.
Αυτό σημαίνει ότι δημοσιογράφος για να είναι δημοσιογράφος πρέπει να κινείται στο πεδίο της ελευθερίας του και όχι στο πεδίο των καταναγκασμών του. Να είναι δηλαδή ανεξάρτητος.
Η αξιοπιστία πεθαίνει
Αυτό το είδος του δημοσιογράφου εδώ και χρόνια σταδιακά χάνεται στην Ελλάδα. Υπάρχουν ακόμη στρατιώτες της δημοσιογραφίας, άνθρωποι με πάθος γι’ αυτό που κάνουν, με αφοσίωση και έντιμη σχέση με τους πολίτες. Αλλά λιγοστεύουν. Θα τους βρει κανείς κυρίως στη νέα γενιά. Στα παιδιά με τα πλούσια προσόντα που μπαίνουν στη δουλειά με όρεξη και ξημεροβραδιάζονται συχνά χωρίς αμοιβή, ή με ψίχουλα. Αυτοί είναι η τιμή του κλάδου.
Από τις παλιότερες γενιές, άλλοι αδιαφορούν και άλλοι εκχωρούν το προνόμιο της ανεξαρτησίας για να έχουν όφελος πέρα από το μισθό τους. Όσοι αντιστέκονται απομονώνονται, μένουν άνεργοι και εκλαμβάνονται ως γραφικοί. Λίγοι επιβιώνουν χωρίς να υποστείλουν ότι εκτός από υπάλληλοι σε ένα ΜΜΕ, είναι άνθρωποι και πολίτες.
Μπορούμε όμως να μιλάμε για δημοσιογραφία, αν οι δημοσιογράφοι είναι υποτελείς, άλλοι κατ’ ανάγκην και άλλοι με τη θέλησή τους σε ποικίλες εξουσίες; Στον ιδιοκτήτη που τους θέλει στρατολογημένους στα συμφέροντά του. Στον πολιτικό που τους αντιλαμβάνεται ως βαποράκια για να διακινεί την πραμάτεια του. Στον οικονομικό μεγιστάνα που θεωρεί ότι τους έχει αγοράσει ψυχή τε και σώματι. Μπορούν να λειτουργήσουν οι δημοσιογράφοι ως θεραπαινίδες της οποιασδήποτε εξουσίας;
Επίσης υπάρχει δημοσιογραφία όταν οι δημοσιογράφοι υποκύπτουν στη βουλιμία που μετατρέπει τη δημοσιογραφική εργασία τους σε μηχανισμό πλουτισμού; Ποια ενημέρωση προσφέρουν όταν χαριεντίζονται νυχθημερόν ως «κολλητοί» με επιχειρηματίες και πολιτικούς, πέρα από τα επαγγελματικά όρια; Τι ειδους δημοσιογράφοι ειναι οταν διεκδικούν,δεν απεργουν και οταν στέφονται εναντιον όσων αγωνίζονται-ή σπάνε αδιάντροπα τη δική τους απεργία;
Ποια αξιοπιστία μπορεί να έχει ένα δημοσιογράφος όταν συχνάζει στα σουαρέ του «αγροίκου πλούτου» που έλεγε ο αείμνηστος Διαμαντής Πεπελάσης; Όταν λειτουργεί ως ενδιάμεσος σε «δουλειές». Όταν υιοθετεί συμπεριφορές σαν αυτές που είδαμε την περίοδο του Χρηματιστηρίου, για την οποία ένα μέρος του δημοσιογραφικού κλάδου πρέπει να ντρέπεται, περισσότερο από τους πολιτικούς της εποχής.
Πατρίκιοι και πληβείοι
Θα είναι αυτοκτονικό όχι μονο για την ενημέρωση, αλλά και για τη Δημοκρατία και κατ’ επέκταση για την πορεία της χώρας, αν στο δημοσιογραφικό κλάδο επισυμβεί τελικά αυτό που έλεγε ο Κίσινγκερ για τους πολιτικούς: Το 90% βγάζει κακό όνομα στο υπόλοιπο 10%. Δεν θα τα χαλάσουμε στα ποσοστά. Αλλά όσοι και αν είναι οι δημοσιογράφοι πού κάνουν μπίζνες ή πολιτική και όχι ενημέρωση, η λειτουργία τους είναι προκλητική και για έναν ακόμη λόγο, πέρα από τη δεοντολογία:
-Γιατί συνθλίβουν όσους επιλέγουν το δρόμο της ακεραιότητας. Που δουλεύουν μια ζωή και μένουν με την απορία: πώς γίνεται να πλουτίζει κανείς από τη δημοσιογραφία; Σε τέτοιες συνθήκες οι πληβείοι, το δημοσιογραφικό προλεταριάτο, οι επαγγελματίες -που δουλεύουν με αξιοπρέπεια ακόμη και όταν δεν έχουν έλεγχο στο προϊόν της εργασίας τους, ή δεν έχουν το σεβασμό της εργοδοσίας, αισθάνονται απόβλητοι μιας δουλειάς που οι ίδιοι κάνουν έντιμα .
Η νέα φουρνιά δημοσιογράφων που προσπαθεί να βρει το δρόμο της αποθαρρύνεται όταν τα χειροτέρα πρότυπα να προβάλλονται ως «επιτυχημένοι» και όταν έχει τους χειροτέρους δασκάλους. Γέμισε η αγορά φτηνό δημοσιογραφικό κρέας, για κάθε μηχανή που στήνεται με αδιαφανείς επιδιώξεις, όταν δεν πρόκειται για φανερή εξυπηρέτηση σε κόμματα και συμφέροντα. Ποια δημοσιογραφία και ποια ενημέρωση, όταν οι πατρίκιοι επιδεικνύουν σύμβολα του πλούτου που απέκτησαν από το συνδυασμό «μπίζνες και δημοσιογραφία»;
Οι πλασιέ
Το χειρότερο από όλα είναι ότι δημοσιογράφοι -κατά τεκμήριο επώνυμοι- βάζουν τα χέρια τους και βγάλουν τα μάτια του κλάδου. Μετατρέπονται σε πλασιέ προϊόντων πάσης φύσεως υποθηκεύοντας εξ ορισμού την ανεξαρτησία τους. Ποια αυτονομία μπορεί να έχει κάποιος όταν όχι μόνο δεν αμείβεται από τον εργοδότη του, αλλά βρίσκει ο ίδιος… χορηγό και του δίνει και ένα ποσοστό!
Άλλο να χρηματοδοτείται ένα ΜΜΕ από τη διαφημιστική αγορά και άλλο να μετατρέπει ο δημοσιογράφος σε δημοσιογραφική ύλη το περιεχόμενο μιας διαφήμισης, έναντι αμοιβής που συχνά καταβάλλεται σε …εταιρία, δηλωμένης ή αφανούς ιδιοκτησίας του. Ποια ανεξαρτησία έχει κάποιος που γίνεται αυτοβούλως διαφημιστικό μανεκέν;
Μας πήραν είδηση
Σε ένα απολογητικό υπόμνημα προς το δευτεροβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο της ΕΣΗΕΑ – που του επέβαλε ποινή γιατί εκφώνησε ένα διαφημιστικό μήνυμα στην τηλεόραση- ο δημοσιογράφος ΄Αντώνης Σρόιτερ διαμαρτύρεται γιατί δεν ασκείται πειθαρχικός έλεγχος στις εξής περιπτώσεις:
«Για την συστηματική έμμεση και «μαύρη» διαφήμιση από δημοσιογράφους σε ραδιόφωνο και διαδίκτυο, …για τους δημοσιογράφους που ανοικτά διαφημίζουν στο ραδιόφωνο, εκφωνώντας μάλιστα μηνύματα των εταιριών, … για τους δημοσιογράφους που πληρώνονται από χορηγούς για να κάνουν ραδιοφωνικές και άλλες εκπομπές».
Κανείς δεν μπορεί να τον διαψεύσει. Είναι λυπηρό ότι πίσω από αυτές τις αναφορές υπάρχει ένα μέρος από τον ανθό της εγχώριας δημοσιογραφίας. Και δεν είναι μόνο αυτοί. Κάποιοι δημοσιογράφοι χρησιμοποιούν αυτή την ιδιότητα για να είναι οτιδήποτε άλλο εκτός από δημοσιογράφοι: επιχειρηματίες, μέτοχοι, σύμβουλοι, μαντατοφόροι, ίματζ μέηκερς , επικοινωνιολόγοι, συνεργάτες πολιτικών και επιχειρήσεων, πωλητές «προμόσιον»-ενίοτε με λεφτά κάτω από το τραπέζι. .
Αποδείξεις δεν υπάρχουν, αλλά βοά η πιάτσα. Δεν πρέπει να τους παίρνει όλους η μπάλα, αλλά είναι φανερό γιατί έγινε η δημοσιογραφία κακόφημο επάγγελμα στα μάτια πολλών. Ο κόσμος τόχει τούμπανο… Είναι τυχαίο -ή άδικο- ότι οι πολίτες γυρίζουν την πλάτη στα μέσα ενημέρωσης και δεν τρέφουν κανένα σεβασμό για πολλούς από τους δημοσιογράφους;
Γιατί συμβαίνει αυτό το περιγράφει η διήγηση ενός παλιού δημοσιογράφου. Σε μια κυριακάτικη βόλτα στο Πήλιο σταμάτησε στο καφενείο ενός χωριού για καφέ και για να φυλλομετρήσει το σώμα των εφημερίδων που μόλις είχε αγοράσει. Φεύγοντας ρώτησε τον καφετζή αν θέλει να του αφήσει τις εφημερίδες. Η αυθόρμητη απάντηση ήταν:
«Και δεν τις αφήνεις; Να διαβάσουμε κανένα ψέμα…»
Γ. Λακόπουλος
Γιάννης Μαρίνος, διευθυντής του Οικονομικού Ταχυδρόμου.
Σε μια εκδοτική επιχείρηση οι δημοσιογράφοι -για ακρίβεια: οι «μισθωτοί»- υπέγραψαν σύμβαση με την οποία αναλαμβάνουν την υποχρέωση… να μην εκθέτουν με τη συμπεριφορά τους «τα...
συμφέροντα, τη φήμη και το κύρος της εταιρίας», όπως τα ορίζει η ίδια. Δεν είχαν επιλογές.
Φυσικά η «εταιρία» κάνει τη δουλειά της, όπως την αντιλαμβάνεται. Δικαίωμά της. Με τον παρά μου και την κυρά μου. Ούτε κρατάει κανέναν με το ζόρι στη δουλειά, ούτε παρακαλάει κανέναν. Τα διευθυντικά στελέχη γιατί το δέχθηκαν και θα διευθύνουν πλέον «μισθωτούς» και όχι δημοσιογράφους; Η ΕΣΗΕΑ γιατί επέτρεψε να δημιουργηθεί ένα τέτοιο προηγούμενο; Είναι ένα ακόμη βήμα προς το τέλος της ελληνικής δημοσιογραφίας.
Ο δημοσιογραφικός κλάδος κρύβεται πίσω από την ανάγκη των μελών του να επιζήσουν. Η δημοσιογραφική σιωπή για την χειραφέτηση, την αξιοπιστία και το κύρος της δημοσιογραφίας, συμπληρώνει την αδιαφορία για τις τέσσερις γυναίκες που κάνουν απεργία πείνας για τη διάσωση του ΕΔΟΕΑΠ.
Η πεθαμένη ανεξαρτησία
Ο δημοσιογράφος είναι υπεύθυνος μόνο για τα κείμενά του- τις κρίσεις και τις πληροφορίες του. Έτσι όπως αποτυπώνονται στο μέσο που εργάζεται. Από εκεί και πέρα κάνει ό,τι νομίζει. Δεν ανήκει στο Τμήμα δημοσίων σχέσεων της «εταιρίας».
Ενδεχομένως μπορεί να απέχει από μια δραστηριότητα, αν κρίνει ότι βλάπτει π.χ. τον εκδότη που τον πληρώνει- και ανέκαθεν οι δημοσιογράφοι το κάνουν. Κοντά στο νου κι η γνώση. Αλλά αυτό δεν μπορεί να είναι συμβατική υποχρέωση. Ανήκει στη διακριτική του ευχέρεια.
Δεν μπορεί να περιέρχεται η ζωή του στο έλεος της επιχείρησης, ανάλογα πως κρίνει ότι υπηρετούνται τα συμφέροντά της. Δεν είναι «μισθωτός», είναι επαγγελματίας με δημόσιο ρόλο και αποστολή. Τη δουλειά του αγοράζει το μέσο που εργάζεται, όχι τον ίδιο εξ ολοκλήρου. Και για τη δουλειά του κρίνεται από τους προϊσταμένους του, όχι για τις πεποιθήσεις, τις σχέσεις, τη συμπεριφορά του και την ψήφο του. Όχι με τη συγκατάθεσή του τουλάχιστον.
Σύμφωνα με ένα παλιό άγραφο κανόνα ο δημοσιογράφος απολογείται μόνο στη συνείδησή του για την εντιμότητά του και στον διευθυντή του για την πληρότητα της δουλειάς του. Σε κανέναν άλλον. Ούτε στον ιδιοκτήτη του μέσου, ούτε στον χωροφύλακα και τον δικαστή, ούτε στον πολιτικό ούτε σε κανέναν άλλον ισχυρό. Είναι μέρος της δουλειάς του.
Αυτό σημαίνει ότι δημοσιογράφος για να είναι δημοσιογράφος πρέπει να κινείται στο πεδίο της ελευθερίας του και όχι στο πεδίο των καταναγκασμών του. Να είναι δηλαδή ανεξάρτητος.
Η αξιοπιστία πεθαίνει
Αυτό το είδος του δημοσιογράφου εδώ και χρόνια σταδιακά χάνεται στην Ελλάδα. Υπάρχουν ακόμη στρατιώτες της δημοσιογραφίας, άνθρωποι με πάθος γι’ αυτό που κάνουν, με αφοσίωση και έντιμη σχέση με τους πολίτες. Αλλά λιγοστεύουν. Θα τους βρει κανείς κυρίως στη νέα γενιά. Στα παιδιά με τα πλούσια προσόντα που μπαίνουν στη δουλειά με όρεξη και ξημεροβραδιάζονται συχνά χωρίς αμοιβή, ή με ψίχουλα. Αυτοί είναι η τιμή του κλάδου.
Από τις παλιότερες γενιές, άλλοι αδιαφορούν και άλλοι εκχωρούν το προνόμιο της ανεξαρτησίας για να έχουν όφελος πέρα από το μισθό τους. Όσοι αντιστέκονται απομονώνονται, μένουν άνεργοι και εκλαμβάνονται ως γραφικοί. Λίγοι επιβιώνουν χωρίς να υποστείλουν ότι εκτός από υπάλληλοι σε ένα ΜΜΕ, είναι άνθρωποι και πολίτες.
Μπορούμε όμως να μιλάμε για δημοσιογραφία, αν οι δημοσιογράφοι είναι υποτελείς, άλλοι κατ’ ανάγκην και άλλοι με τη θέλησή τους σε ποικίλες εξουσίες; Στον ιδιοκτήτη που τους θέλει στρατολογημένους στα συμφέροντά του. Στον πολιτικό που τους αντιλαμβάνεται ως βαποράκια για να διακινεί την πραμάτεια του. Στον οικονομικό μεγιστάνα που θεωρεί ότι τους έχει αγοράσει ψυχή τε και σώματι. Μπορούν να λειτουργήσουν οι δημοσιογράφοι ως θεραπαινίδες της οποιασδήποτε εξουσίας;
Επίσης υπάρχει δημοσιογραφία όταν οι δημοσιογράφοι υποκύπτουν στη βουλιμία που μετατρέπει τη δημοσιογραφική εργασία τους σε μηχανισμό πλουτισμού; Ποια ενημέρωση προσφέρουν όταν χαριεντίζονται νυχθημερόν ως «κολλητοί» με επιχειρηματίες και πολιτικούς, πέρα από τα επαγγελματικά όρια; Τι ειδους δημοσιογράφοι ειναι οταν διεκδικούν,δεν απεργουν και οταν στέφονται εναντιον όσων αγωνίζονται-ή σπάνε αδιάντροπα τη δική τους απεργία;
Ποια αξιοπιστία μπορεί να έχει ένα δημοσιογράφος όταν συχνάζει στα σουαρέ του «αγροίκου πλούτου» που έλεγε ο αείμνηστος Διαμαντής Πεπελάσης; Όταν λειτουργεί ως ενδιάμεσος σε «δουλειές». Όταν υιοθετεί συμπεριφορές σαν αυτές που είδαμε την περίοδο του Χρηματιστηρίου, για την οποία ένα μέρος του δημοσιογραφικού κλάδου πρέπει να ντρέπεται, περισσότερο από τους πολιτικούς της εποχής.
Πατρίκιοι και πληβείοι
Θα είναι αυτοκτονικό όχι μονο για την ενημέρωση, αλλά και για τη Δημοκρατία και κατ’ επέκταση για την πορεία της χώρας, αν στο δημοσιογραφικό κλάδο επισυμβεί τελικά αυτό που έλεγε ο Κίσινγκερ για τους πολιτικούς: Το 90% βγάζει κακό όνομα στο υπόλοιπο 10%. Δεν θα τα χαλάσουμε στα ποσοστά. Αλλά όσοι και αν είναι οι δημοσιογράφοι πού κάνουν μπίζνες ή πολιτική και όχι ενημέρωση, η λειτουργία τους είναι προκλητική και για έναν ακόμη λόγο, πέρα από τη δεοντολογία:
-Γιατί συνθλίβουν όσους επιλέγουν το δρόμο της ακεραιότητας. Που δουλεύουν μια ζωή και μένουν με την απορία: πώς γίνεται να πλουτίζει κανείς από τη δημοσιογραφία; Σε τέτοιες συνθήκες οι πληβείοι, το δημοσιογραφικό προλεταριάτο, οι επαγγελματίες -που δουλεύουν με αξιοπρέπεια ακόμη και όταν δεν έχουν έλεγχο στο προϊόν της εργασίας τους, ή δεν έχουν το σεβασμό της εργοδοσίας, αισθάνονται απόβλητοι μιας δουλειάς που οι ίδιοι κάνουν έντιμα .
Η νέα φουρνιά δημοσιογράφων που προσπαθεί να βρει το δρόμο της αποθαρρύνεται όταν τα χειροτέρα πρότυπα να προβάλλονται ως «επιτυχημένοι» και όταν έχει τους χειροτέρους δασκάλους. Γέμισε η αγορά φτηνό δημοσιογραφικό κρέας, για κάθε μηχανή που στήνεται με αδιαφανείς επιδιώξεις, όταν δεν πρόκειται για φανερή εξυπηρέτηση σε κόμματα και συμφέροντα. Ποια δημοσιογραφία και ποια ενημέρωση, όταν οι πατρίκιοι επιδεικνύουν σύμβολα του πλούτου που απέκτησαν από το συνδυασμό «μπίζνες και δημοσιογραφία»;
Οι πλασιέ
Το χειρότερο από όλα είναι ότι δημοσιογράφοι -κατά τεκμήριο επώνυμοι- βάζουν τα χέρια τους και βγάλουν τα μάτια του κλάδου. Μετατρέπονται σε πλασιέ προϊόντων πάσης φύσεως υποθηκεύοντας εξ ορισμού την ανεξαρτησία τους. Ποια αυτονομία μπορεί να έχει κάποιος όταν όχι μόνο δεν αμείβεται από τον εργοδότη του, αλλά βρίσκει ο ίδιος… χορηγό και του δίνει και ένα ποσοστό!
Άλλο να χρηματοδοτείται ένα ΜΜΕ από τη διαφημιστική αγορά και άλλο να μετατρέπει ο δημοσιογράφος σε δημοσιογραφική ύλη το περιεχόμενο μιας διαφήμισης, έναντι αμοιβής που συχνά καταβάλλεται σε …εταιρία, δηλωμένης ή αφανούς ιδιοκτησίας του. Ποια ανεξαρτησία έχει κάποιος που γίνεται αυτοβούλως διαφημιστικό μανεκέν;
Μας πήραν είδηση
Σε ένα απολογητικό υπόμνημα προς το δευτεροβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο της ΕΣΗΕΑ – που του επέβαλε ποινή γιατί εκφώνησε ένα διαφημιστικό μήνυμα στην τηλεόραση- ο δημοσιογράφος ΄Αντώνης Σρόιτερ διαμαρτύρεται γιατί δεν ασκείται πειθαρχικός έλεγχος στις εξής περιπτώσεις:
«Για την συστηματική έμμεση και «μαύρη» διαφήμιση από δημοσιογράφους σε ραδιόφωνο και διαδίκτυο, …για τους δημοσιογράφους που ανοικτά διαφημίζουν στο ραδιόφωνο, εκφωνώντας μάλιστα μηνύματα των εταιριών, … για τους δημοσιογράφους που πληρώνονται από χορηγούς για να κάνουν ραδιοφωνικές και άλλες εκπομπές».
Κανείς δεν μπορεί να τον διαψεύσει. Είναι λυπηρό ότι πίσω από αυτές τις αναφορές υπάρχει ένα μέρος από τον ανθό της εγχώριας δημοσιογραφίας. Και δεν είναι μόνο αυτοί. Κάποιοι δημοσιογράφοι χρησιμοποιούν αυτή την ιδιότητα για να είναι οτιδήποτε άλλο εκτός από δημοσιογράφοι: επιχειρηματίες, μέτοχοι, σύμβουλοι, μαντατοφόροι, ίματζ μέηκερς , επικοινωνιολόγοι, συνεργάτες πολιτικών και επιχειρήσεων, πωλητές «προμόσιον»-ενίοτε με λεφτά κάτω από το τραπέζι. .
Αποδείξεις δεν υπάρχουν, αλλά βοά η πιάτσα. Δεν πρέπει να τους παίρνει όλους η μπάλα, αλλά είναι φανερό γιατί έγινε η δημοσιογραφία κακόφημο επάγγελμα στα μάτια πολλών. Ο κόσμος τόχει τούμπανο… Είναι τυχαίο -ή άδικο- ότι οι πολίτες γυρίζουν την πλάτη στα μέσα ενημέρωσης και δεν τρέφουν κανένα σεβασμό για πολλούς από τους δημοσιογράφους;
Γιατί συμβαίνει αυτό το περιγράφει η διήγηση ενός παλιού δημοσιογράφου. Σε μια κυριακάτικη βόλτα στο Πήλιο σταμάτησε στο καφενείο ενός χωριού για καφέ και για να φυλλομετρήσει το σώμα των εφημερίδων που μόλις είχε αγοράσει. Φεύγοντας ρώτησε τον καφετζή αν θέλει να του αφήσει τις εφημερίδες. Η αυθόρμητη απάντηση ήταν:
«Και δεν τις αφήνεις; Να διαβάσουμε κανένα ψέμα…»
Γ. Λακόπουλος
Σχόλια