Με αφορμή την επένδυση στο Ελληνικό...
Οφείλω κατ’ αρχάς να ομολογήσω δύο πράγματα: δεν έχω διαβάσει τη σύμβαση για το αεροδρόμιο του Ελληνικού και...
δεύτερο, ακόμα κι αν τη διάβαζα, δεν θα καταλάβαινα και πολλά.
Με δεδομένη όμως τη διάκριση ανάμεσα στους «δεξιούς» (τα εισαγωγικά υποδηλώνουν μια χαλαρή χρήση του όρου) που πιστεύουν πως άλλη λύση από την ιδιωτική πρωτοβουλία δεν υπάρχει και τους «αριστερούς» που επιλέγουν την κρατική παρέμβαση κεϊνσιανού ή άλλου πιο ριζοσπαστικού τύπου, θα είχε ίσως ενδιαφέρον να θέσουμε το εξής ερώτημα: Τι θα συνέβαινε αν αυτοί που αντιτίθενται στις ιδιωτικοποιήσεις κέρδιζαν τη μάχη και η κυβέρνηση αποφάσιζε να μην τηρήσει τη συμφωνία με τους δανειστές για το Ελληνικό;
Εικάζω ότι μερικοί, μάλλον λίγοι, θα απαντούσαν πως μια τέτοια εξέλιξη θα ανέκοπτε την επέλαση της ελεύθερης αγοράς, κάτι σαν το Στάλινγκραντ δηλαδή. Θα ήταν μια νίκη στον γενικευμένο πόλεμο κατά του νεοφιλελευθερισμού.
Αυτό είναι το ιδανικό σενάριο. Το επικρατέστερο και πιο πιθανό προβλέπει ότι η καταγγελία της σύμβασης θα οδηγούσε κατά πάσα πιθανότητα σε έξοδο από την ευρωζώνη, κάτι που βραχυπρόθεσμα θα δημιουργούσε δυσκολίες, αλλά θα μας έδινε τη δυνατότητα να εφαρμόσουμε με νόμισμα τη δραχμή το μοντέλο της ανάπτυξης μέσω του δημόσιου τομέα. Αυτό ωστόσο σποπίμως δεν δηλώνεται ρητά αλλά υποβάλλεται έμμεσα. Ή αλλιώς, το ερώτημα «τι θα συμβεί μετά;» δεν τίθεται καν.
Θα έλεγα ότι όσοι πιστεύουν πως οι φλόγες από το αεροδρόμιο θα απλώνονταν σ’ ολόκληρο τον κόσμο μπορεί να θεωρηθούν αιθεροβάμονες που έχουν χάσει κάθε επαφή με την πραγματικότητα, αλλά είναι απόλυτα συνεπείς.
Αυτό ονειρεύονται, αυτό περιμένουν να γίνει. Επανάσταση και ξερό ψωμί. Οι άλλοι όμως, οι περισσότεροι, εκείνοι που προσπαθούν με κάθε τρόπο να μπλοκάρουν την εφαρμογή της σύμβασης επικαλούμενοι όχι τεκμηριωμένες κατηγορίες για ληστρική σύμβαση αλλά το δασαρχείο του Πειραιά –επί δεκαετίες προσγειωνόμασταν σε δασική περιοχή και δεν το είχαμε αντιληφθεί!–, δείχνουν απρόθυμοι να αποδεχτούν τις απορρέουσες συνέπειες.
Γι' αυτό αποφεύγουν συστηματικά να τις συζητήσουν. Το θέμα είναι, λένε, να σωθούν πάση θυσία τα δέντρα και τα όποια αρχαία. Και μια και το 'φερε η κουβέντα, πού ήταν όλοι αυτοί όταν πέρασε το μετρό κάτω από το κέντρο της Αθήνας;
Εδώ θέλω να καταλήξω: ιδίως μετά την κρίση, ο πολιτικός λόγος στην Ελλάδα –και δεν αναφέρομαι μόνο στον ΣΥΡΙΖΑ– πρώτο και ίσως μοναδικό σκοπό έχει να κατασκευάσει ένα ευδιάκριτο ιδεολογικό προφίλ και όχι να προωθήσει συγκεκριμένες λύσεις σε συγκεκριμένα προβλήματα, δικαιώνοντας τον αείμνηστο Γιάννη Τσαρούχη ότι στην Ελλάδα είσαι ό,τι δηλώσεις. Οχι ό,τι κάνεις.
Χαρακτηριστική περίπτωση, η προεκλογική ρητορική του ΣΥΡΙΖΑ. Αντίσταση («του Ελληνα ο τράχηλος ζυγό δεν υπομένει») και ταυτόχρονα λεκτικό λιντσάρισμα όσων τόλμησαν να πουν ότι τα πράγματα δεν ήταν τόσο απλά και κυρίως τόσο εύκολα, όπως μας διαβεβαίωναν για να κερδίσουν τις εκλογές. Μέχρι που αναγκάστηκαν να το παραδεχτούν και οι ίδιοι, επικαλούμενοι απλές και συγγνωστές αυταπάτες. Ανθρωποι είμαστε, λάθη κάνουμε.
Κάτι ανάλογο συμβαίνει και στην αντίπερα όχθη της Νέας Δημοκρατίας, όπου το σύνθημα είναι ο φιλελευθερισμός. Οχι μόνο οικονομικός –επ’ αυτού υπάρχει μια αμηχανία, διότι τα δεινά που επισώρευσαν οι αμαρτίες του χρηματοπιστωτικού τομέα στους αναμάρτητους εκτός Ελλάδας παραμένει ταμπού– αλλά και φιλελευθερισμός πολιτικός.
Δηλαδή, ατομικά δικαιώματα, εκκοσμίκευση του κράτους, σεβασμός της διαφορετικότητας κ.ο.κ. Δεν ξέρω τι πιστεύει κατά βάθος ο Κυριάκος Μητσοτάκης για τα ανωτέρω και σίγουρα δεν θα το μάθω ποτέ. Σε τελική ανάλυση όμως δεν με ενδιαφέρει. Εκείνο που μετράει είναι τι κάνει. Ή μάλλον τι δεν κάνει. Και για να γίνω πιο σαφής, τι δεν κάνει επειδή φοβάται τις αντιδράσεις μέσα στο ίδιο του το κόμμα, όπου στεγάζονται τα πιο συντηρητικά, για να μην πω οπισθοδρομικά στρώματα της ελληνικής κοινωνίας.
Δεν έχω πρόθεση να αμφισβητήσω τη σημασία της πολιτικής ταυτότητας. Είναι κάτι που χρειαζόμαστε, είναι η αίσθηση του συνανήκειν με κάποιους και ο λόγος για τον οποίο θα συγκρουστούμε με τους ιδεολογικούς μας αντιπάλους, όπως συμβαίνει σε μια υγιή δημοκρατία. Υπό τον όρο όμως ότι θα αποδεχτούμε τις συνέπειες των επιλογών μας.
Δυστυχώς, στην αναμπουμπούλα της κομματικής αντιπαράθεσης και την προϊούσα υστερία που καλλιεργούν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, το υπέρτατο επιχείρημα είναι το χρώμα της σημαίας που ανεμίζουμε, κόκκινη ή γαλάζια, και όχι οι κοστολογημένες με όλες τις σημασίες της λέξης λύσεις στα προβλήματα. Πόσοι από αυτούς που θέλουν να ακυρωθεί η ιδιωτική επένδυση στο Ελληνικό έχουν υπολογίσει σωστά το τίμημα; Και πόσοι είναι πρόθυμοι να το καταβάλουν;...
efsyn.gr
δεύτερο, ακόμα κι αν τη διάβαζα, δεν θα καταλάβαινα και πολλά.
Με δεδομένη όμως τη διάκριση ανάμεσα στους «δεξιούς» (τα εισαγωγικά υποδηλώνουν μια χαλαρή χρήση του όρου) που πιστεύουν πως άλλη λύση από την ιδιωτική πρωτοβουλία δεν υπάρχει και τους «αριστερούς» που επιλέγουν την κρατική παρέμβαση κεϊνσιανού ή άλλου πιο ριζοσπαστικού τύπου, θα είχε ίσως ενδιαφέρον να θέσουμε το εξής ερώτημα: Τι θα συνέβαινε αν αυτοί που αντιτίθενται στις ιδιωτικοποιήσεις κέρδιζαν τη μάχη και η κυβέρνηση αποφάσιζε να μην τηρήσει τη συμφωνία με τους δανειστές για το Ελληνικό;
Εικάζω ότι μερικοί, μάλλον λίγοι, θα απαντούσαν πως μια τέτοια εξέλιξη θα ανέκοπτε την επέλαση της ελεύθερης αγοράς, κάτι σαν το Στάλινγκραντ δηλαδή. Θα ήταν μια νίκη στον γενικευμένο πόλεμο κατά του νεοφιλελευθερισμού.
Αυτό είναι το ιδανικό σενάριο. Το επικρατέστερο και πιο πιθανό προβλέπει ότι η καταγγελία της σύμβασης θα οδηγούσε κατά πάσα πιθανότητα σε έξοδο από την ευρωζώνη, κάτι που βραχυπρόθεσμα θα δημιουργούσε δυσκολίες, αλλά θα μας έδινε τη δυνατότητα να εφαρμόσουμε με νόμισμα τη δραχμή το μοντέλο της ανάπτυξης μέσω του δημόσιου τομέα. Αυτό ωστόσο σποπίμως δεν δηλώνεται ρητά αλλά υποβάλλεται έμμεσα. Ή αλλιώς, το ερώτημα «τι θα συμβεί μετά;» δεν τίθεται καν.
Θα έλεγα ότι όσοι πιστεύουν πως οι φλόγες από το αεροδρόμιο θα απλώνονταν σ’ ολόκληρο τον κόσμο μπορεί να θεωρηθούν αιθεροβάμονες που έχουν χάσει κάθε επαφή με την πραγματικότητα, αλλά είναι απόλυτα συνεπείς.
Αυτό ονειρεύονται, αυτό περιμένουν να γίνει. Επανάσταση και ξερό ψωμί. Οι άλλοι όμως, οι περισσότεροι, εκείνοι που προσπαθούν με κάθε τρόπο να μπλοκάρουν την εφαρμογή της σύμβασης επικαλούμενοι όχι τεκμηριωμένες κατηγορίες για ληστρική σύμβαση αλλά το δασαρχείο του Πειραιά –επί δεκαετίες προσγειωνόμασταν σε δασική περιοχή και δεν το είχαμε αντιληφθεί!–, δείχνουν απρόθυμοι να αποδεχτούν τις απορρέουσες συνέπειες.
Γι' αυτό αποφεύγουν συστηματικά να τις συζητήσουν. Το θέμα είναι, λένε, να σωθούν πάση θυσία τα δέντρα και τα όποια αρχαία. Και μια και το 'φερε η κουβέντα, πού ήταν όλοι αυτοί όταν πέρασε το μετρό κάτω από το κέντρο της Αθήνας;
Εδώ θέλω να καταλήξω: ιδίως μετά την κρίση, ο πολιτικός λόγος στην Ελλάδα –και δεν αναφέρομαι μόνο στον ΣΥΡΙΖΑ– πρώτο και ίσως μοναδικό σκοπό έχει να κατασκευάσει ένα ευδιάκριτο ιδεολογικό προφίλ και όχι να προωθήσει συγκεκριμένες λύσεις σε συγκεκριμένα προβλήματα, δικαιώνοντας τον αείμνηστο Γιάννη Τσαρούχη ότι στην Ελλάδα είσαι ό,τι δηλώσεις. Οχι ό,τι κάνεις.
Χαρακτηριστική περίπτωση, η προεκλογική ρητορική του ΣΥΡΙΖΑ. Αντίσταση («του Ελληνα ο τράχηλος ζυγό δεν υπομένει») και ταυτόχρονα λεκτικό λιντσάρισμα όσων τόλμησαν να πουν ότι τα πράγματα δεν ήταν τόσο απλά και κυρίως τόσο εύκολα, όπως μας διαβεβαίωναν για να κερδίσουν τις εκλογές. Μέχρι που αναγκάστηκαν να το παραδεχτούν και οι ίδιοι, επικαλούμενοι απλές και συγγνωστές αυταπάτες. Ανθρωποι είμαστε, λάθη κάνουμε.
Κάτι ανάλογο συμβαίνει και στην αντίπερα όχθη της Νέας Δημοκρατίας, όπου το σύνθημα είναι ο φιλελευθερισμός. Οχι μόνο οικονομικός –επ’ αυτού υπάρχει μια αμηχανία, διότι τα δεινά που επισώρευσαν οι αμαρτίες του χρηματοπιστωτικού τομέα στους αναμάρτητους εκτός Ελλάδας παραμένει ταμπού– αλλά και φιλελευθερισμός πολιτικός.
Δηλαδή, ατομικά δικαιώματα, εκκοσμίκευση του κράτους, σεβασμός της διαφορετικότητας κ.ο.κ. Δεν ξέρω τι πιστεύει κατά βάθος ο Κυριάκος Μητσοτάκης για τα ανωτέρω και σίγουρα δεν θα το μάθω ποτέ. Σε τελική ανάλυση όμως δεν με ενδιαφέρει. Εκείνο που μετράει είναι τι κάνει. Ή μάλλον τι δεν κάνει. Και για να γίνω πιο σαφής, τι δεν κάνει επειδή φοβάται τις αντιδράσεις μέσα στο ίδιο του το κόμμα, όπου στεγάζονται τα πιο συντηρητικά, για να μην πω οπισθοδρομικά στρώματα της ελληνικής κοινωνίας.
Δεν έχω πρόθεση να αμφισβητήσω τη σημασία της πολιτικής ταυτότητας. Είναι κάτι που χρειαζόμαστε, είναι η αίσθηση του συνανήκειν με κάποιους και ο λόγος για τον οποίο θα συγκρουστούμε με τους ιδεολογικούς μας αντιπάλους, όπως συμβαίνει σε μια υγιή δημοκρατία. Υπό τον όρο όμως ότι θα αποδεχτούμε τις συνέπειες των επιλογών μας.
Δυστυχώς, στην αναμπουμπούλα της κομματικής αντιπαράθεσης και την προϊούσα υστερία που καλλιεργούν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, το υπέρτατο επιχείρημα είναι το χρώμα της σημαίας που ανεμίζουμε, κόκκινη ή γαλάζια, και όχι οι κοστολογημένες με όλες τις σημασίες της λέξης λύσεις στα προβλήματα. Πόσοι από αυτούς που θέλουν να ακυρωθεί η ιδιωτική επένδυση στο Ελληνικό έχουν υπολογίσει σωστά το τίμημα; Και πόσοι είναι πρόθυμοι να το καταβάλουν;...
efsyn.gr
Σχόλια