Ποιος θα «δικάσει» τους δικαστές;


Την αξιολόγηση των δικαστών ανάλογα με τις παραπομπές κατηγορούμενων σε δίκη και το ποσοστό αυτών που τελικά καταδικάστηκε, προτείνει ο Αλέξανδρος Μωραϊτάκης. Η πολύπαθη δικαιοσύνη στη χώρα και η ευκολία παραπομπών.

του Αλέξανδρου Μωραϊτάκη*


Μόνο το τελευταίο χρονικό διάστημα, άκουσα τουλάχιστον τέσσερις-πέντε υποθέσεις που απασχόλησαν τις αίθουσες των δικαστηρίων, πλην όμως οι κατηγορούμενοι αθωώθηκαν. Άλλες εξ αυτών είχαν απασχολήσει την πολιτική ζωή του τόπου (υπόθεση Βατοπεδίου), άλλες «απλούς πολίτες» ενώ, τέλος, μία τον περιβόητο κόσμο της showbiz.

Η ουσία είναι ότι μόνο σ’ αυτές τις λίγες περιπτώσεις, δεκάδες άτομα κατηγορήθηκαν άδικα, είδαν τη ζωή τους να αναστατώνεται, το όνομά τους να αμφισβητείται ή και να σπιλώνεται, τις καριέρες τους και τις επαγγελματικές τους φιλοδοξίες να ναυαγούν και φυσικά το πορτοφόλι τους να αδυνατίζει εξαιτίας των σημαντικών απαιτούμενων εξόδων νομικής υποστήριξης. Το δημόσιο έχασε και σπατάλησε πολλές ώρες περιττής εργασίας δικαστών, εισαγγελέων, γραμματέων, αστυνομικών, έγγραφου υλικού, αποθηκευτικών χώρων κ.λπ. Θα είχε ενδιαφέρον να γίνει η σχετική μελέτη για τη σπατάλη που γίνεται σε αυτόν τον τομέα.

Βέβαια, κάποιος θα πει πως έτσι λειτουργούν οι δημοκρατίες σε ολόκληρο τον κόσμο: Κάποιοι κατηγορούνται (με ενδείξεις), ορισμένοι από αυτούς παραπέμπονται σε δίκη (με αποχρώσες ενδείξεις) και μέρος αυτών αθωώνεται (λόγω του ότι χρειάζονται αποδείξεις στο ακροατήριο). «Λυπούμεθα για την περιπέτεια των ανθρώπων, αλλά δεν θα μπορούσε να γίνει αλλιώς», υποστηρίζουν κάποιοι.

Απέναντι σ’ αυτό το επιχείρημα, ο γράφων έχει να κάνει δύο σημαντικές παρατηρήσεις.

Πρώτον, ότι μπορεί κάτι τέτοιο να συμβαίνει συχνά και στα υπόλοιπα πολιτισμένα κράτη, ωστόσο τουλάχιστον εκεί δεν μεσολαβούν τόσα πολλά χρόνια προκειμένου να αποδοθεί δικαιοσύνη. Για την απίστευτα μεγάλη αργοπορία στην απονομή της δικαιοσύνης στην Ελλάδα έχουν αναφερθεί επανειλημμένως δικαστές, ακαδημαϊκοί, πολιτικοί, αλλά και οι ίδιοι οι δανειστές της χώρας («τρόικα», ή «θεσμοί», ή όπως αλλιώς θέλετε να τους ονομάσετε).

Όμως το αποτέλεσμα είναι μηδενικό, διότι λείπει η πολιτική βούληση για ορθή επίλυση του θέματος. Δεν νομίζω ότι είναι ορθός ο ισχυρισμός ότι ευθύνεται το επάγγελμα, που συνήθως έχει η πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Δικαιοσύνης. Φταίει μάλλον η έλλειψη οργάνωσης.

Δεύτερον, έχω την εντύπωση ότι παρατηρείται μεταξύ πολλών δικαστών και εισαγγελέων μια ιδιαίτερη ευκολία παραπομπής των κατηγορούμενων σε δίκη, με την εύκολη άσκηση ποινικών διώξεων. Αυτό μπορεί να συμβαίνει γιατί λόγω του κλίματος σκανδαλολογίας που επικρατεί, οι δικαστικοί λειτουργοί (δικαστές και εισαγγελείς) διστάζουν να αναλάβουν την ευθύνη προκειμένου να στείλουν μια υπόθεση στο αρχείο;

Οφείλεται στο ότι ορισμένοι -κάτω από το βάρος του πλήθους των υποθέσεων που χειρίζονται- βρίσκουν τρόπο να μειώσουν τον όγκο της δουλειάς τους χωρίς να κατηγορηθούν; Ή μήπως όλα αυτά είναι προϊόν μιας γενικότερης αντίληψης που λέει «άσε τους κατηγορούμενους να κριθούν από τον φυσικό τους δικαστή», ή πιο συχνά «ας τα βρουν στο ακροατήριο»; Βέβαια η επιμέλεια στην προσκόμιση στοιχείων είναι απαραίτητη για την ορθή απονομή της δικαιοσύνης στη συνέχεια. Οι άδειοι φάκελοι χωρίς αποδεικτικό υλικό οδηγούν στην αθώωση, εάν η υπόθεση φτάσει στο ακροατήριο.

Σε κάθε περίπτωση πάντως, πιστεύω πως και οι δικαστές και οι εισαγγελείς θα πρέπει να κρίνονται, ή -για να χρησιμοποιήσω μια λέξη της εποχής- να αξιολογούνται με τα ανάλογα στατιστικά στοιχεία.

Έτσι, επιβάλλεται για παράδειγμα να υπάρξουν στατιστικά στοιχεία για κάθε δικαστή και για κάθε εισαγγελέα, που να αναφέρονται στον αριθμό των κατηγορουμένων που παρέπεμψε σε δίκη και τελικά το ποσοστό αυτών που καταδικάστηκε.

Σε περίπτωση που το ποσοστό αυτό είναι χαμηλό, ή έστω χαμηλότερο από το αντίστοιχο των συναδέλφων του, τότε ο δικαστής θα πρέπει να αξιολογείται δυσμενώς και να επηρεάζεται ανάλογα η ιεραρχική του ανέλιξη. Αυτό ευτυχώς γίνεται στην αστυνομία, που διατηρεί παρόμοια στατιστικά στοιχεία για τις υποθέσεις που η αστυνομία είναι κατήγορος.

Το κακό είναι ότι η κοινωνία τείνει να επιβραβεύει σε ένα δικαστή ή εισαγγελικό λειτουργό την αυστηρότητα, ενώ αντίθετα θα έπρεπε να επιβραβεύει και να αξιολογεί θετικά τις δίκαιες αποφάσεις τους, όπως προκύπτουν από τα αδιάσειστα στατιστικά στοιχεία.



*Ο κ. Αλέξανδρος Μωραϊτάκης είναι πρόεδρος της NUNTIUS Χρηματιστηριακής.



Πηγή 
Σχόλια