Τα αποδιδόμενα στον Πυθαγόρα Χρυσά έπη ήταν γνωστά σε πολλούς συγγραφείς της αρχαιότητας. Μπορούν να αναφερθούν o Χρύσιππος, ο Πλούταρχος, ο Επίκτητος, ο Γαληνός, ο Κλήμης Αλεξανδρείας, ο Ωριγένης, ο Πορφύριος, ο Ιάμβλιχος, ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός, ο Ιερώνυμος, ο Χαλκίδιος, ο Στοβαίος, ο Πρόκλος, ο Σιμπλίκιος και άλλοι νεοπλατωνικοί. Το έργο το εκτιμούσαν πολύ, όπως φαίνεται άλλωστε και από το ευρύ και ποικίλο πνευματικό υπόβαθρο των ανθρώπων που το χρησιμοποίησαν. Για όλους αυτούς τα Χρυσά έπη αποτελούσαν μια συμπύκνωση των βασικών αρχών της φιλοσοφικής και γενικότερα της ηθικής ζωής. Στους νεοπλατωνικούς κύκλους χρησιμοποιούνταν ως προπαιδευτικό μέσο, μια εισαγωγή στην καθαυτό φιλοσοφική παίδευση.
Το θέμα της πατρότητας του έργου ήταν αμφισβητούμενο ήδη στην αρχαιότητα: άλλοι συγγραφείς το απέδιδαν στον ίδιο τον Πυθαγόρα, άλλοι γενικά και αόριστα στην πυθαγορική παράδοση. Ορισμένοι επισήμαναν ότι σύμφωνα με την παράδοση ο Πυθαγόρας δεν έγραψε κανένα βιβλίο και πίστευαν ότι κάποιος ή κάποιοι μαθητές του, χρονικά κοντινοί ή μεταγενέστεροι, το απέδωσαν τιμητικά στον ιδρυτή της σχολής. Κατ’ άλλους δεν ήταν του Πυθαγόρα, αλλά προέκυψε από διδάγματα του μεγάλου φιλοσόφου, η ανάμνηση των οποίων διαφυλάχθηκε στο πλαίσιο της πυθαγορικής παράδοσης.
[ Σταύρος Γκιργκένης]
Η αλήθεια είναι ότι δεν ξέρουμε από ποιον και πότε συντέθηκε το ποίημα. Όποιος και να το έγραψε το απέδωσε στον Πυθαγόρα, παραλείποντας το δικό του όνομα, επειδή προφανώς θεωρούσε ότι το πόνημά του δεν εξέφραζε δικές του πρωτότυπες ιδέες, αλλά αποτελούσε περίληψη των ηθικών θεμελίων ολόκληρης της σχολής. Πιθανώς το κείμενο να αποτελούσε ένα είδος εγχειριδίου και πνευματικού οδηγού για κάποια συγκεκριμένη, άγνωστη σ’ εμάς πυθαγόρεια ομάδα. Το μόνο βέβαιο είναι ότι το έργο από μετρική και γλωσσική άποψη δεν είναι τόσο αρχαίο όσο ο Πυθαγόρας (6ος-5ος αιώνας π.Χ.), ούτε γράφτηκε από τον ίδιο, αφού μάλιστα στους στίχους 47-48 δίνεται ένας όρκος στο όνομα του «ανθρώπου που μας παρέδωσε την τετρακτύν», δηλαδή στο όνομα του Πυθαγόρα. Από την άλλη το γεγονός ότι ο στωικός Χρύσιππος (3ος αιώνας π.Χ.) είναι ο αρχαιότερος συγγραφέας που μνημονεύει στίχους του έργου υποδεικνύει ως terminus ante quem την περίοδο 280-250 π.Χ., αλλά όχι πολύ νωρίτερα.
Το ποίημα, μολονότι ανήκει σαφώς στην πυθαγορική παράδοση, φαίνεται να απηχεί και ιδέες από άλλες φιλοσοφικές παραδόσεις: ο ποιητής μοιάζει να γνωρίζει και να αποδέχεται ως συμβατές με την κοσμοθεωρία του ιδέες από τον Εμπεδοκλή, τον Πλάτωνα, τον Δημόκριτο, τον σοφιστή Πρόδικο, τους Στωικούς, τους Επικούρειους και αρκετούς άλλους φιλοσόφους. Υπάρχουν ακόμη φραστικές ομοιότητες με τα ορφικά χρυσά ελάσματα (στίχοι 63, 71), ενώ οι τίτλοι των έργων που αναφέρονται στους στίχους 67-68 έχουν ορφικό χρώμα. Η έλλειψη αναφοράς στην μετεμψύχωση είναι συμβατή με τη μεταγενέστερη πυθαγορική παράδοση και τοποθετεί το ποίημα σχεδόν σίγουρα μετά την εποχή του Πλάτωνα (427-347 π.Χ.). Από την άλλη οι εντυπωσιακές φραστικές ομοιότητες του ύμνου προς τιμήν του Διός που έγραψε ο Στωικός Κλεάνθης (331-232 π.Χ.) με σημεία των Χρυσών επών δείχνει ότι τα γνώριζε και τα μιμήθηκε. Λαμβάνοντας υπόψη όλα τα παραπάνω η πιο πιθανή χρονολογία σύνθεσης των Χρυσών επών είναι η εποχή γύρω στα 300 π.Χ.
Το κείμενο φαίνεται να αποτελείται από δύο μεγάλες ενότητες: Α) στ. 1-49α, όπου κυριαρχούν οι οδηγίες για τον τέλειο τρόπο ζωής και οι συνακόλουθες ρηματικές προστακτικές. Β) στ. 49β-71: κυρίως υποσχέσεις για ανταμοιβή, αν τηρηθούν οι κανόνες του 1ου μέρους (κυριαρχούν οι οριστικές των ρημάτων). Συνεπώς η γενική λογική είναι: αν εφαρμόσεις τους τάδε κανόνες, θα ανταμειφθείς με τον εξής τρόπο (συγκεκριμένα με γνώση της αληθινής φύσης των πραγμάτων όσο ζεις και με μετά θάνατον θέωση -στ. 70-71).
Το ποίημα έχει έντονο γνωμολογικό χαρακτήρα και από αυτή την άποψη συγγενεύει με τις συλλογές γνωμών και τη σοφιολογική παράδοση. Ωστόσο έχει ευρύτερη στόχευση από μια απλή συνάθροιση ρητών: θέλει να διαγράψει έναν ολοκληρωμένο τρόπο ζωής που θα οδηγήσει τελικά στην αθανασία. Αυτό έχει ως συνέπεια να παρουσιάζει συγγένεια και με το είδος των ιερών λόγων, δηλαδή ιερά κείμενα που στοχεύουν στο να φέρουν τους αναγνώστες τους σε επαφή με τη θεϊκή σφαίρα και θεωρούνται ως θεμελιώδεις κανονισμοί για τη λειτουργία θρησκευτικών ομάδων. Τέλος το κείμενο παρουσιάζει συγγένεια και με την λεγόμενη ψυχαγωγία, δηλαδή την πνευματική καθοδήγηση. Καθώς η ελληνιστική φιλοσοφία επικεντρώνεται όλο και περισσότερο στην ηθική και κυριαρχεί η ανάγκη για ηθική, ψυχική και πνευματική ανάπτυξη, οι φιλόσοφοι επινοούν πρακτικές, οδηγίες και μαθήματα που στοχεύουν στη διαρκή πνευματική πρόοδο των ίδιων και των μαθητών τους μέσα από τη διαδικασία της αυτογνωσίας που περιλαμβάνει διαλογισμό και αυτοεξέταση. Αυτή ακριβώς είναι η στόχευση και των Χρυσών επών. Η αναφορά στο τέλος του κειμένου σε άλλα δύο προφανώς παρόμοια έργα (Καθαρμοί, Λύτρωση της ψυχής) υποδεικνύει ότι τα Χρυσά έπη αποτελούσαν μέρος μιας ευρύτερης πνευματικής καθοδήγησης.
Η κοινότητα που χρησιμοποιούσε τα Χρυσά έπη ήταν σίγουρα πυθαγόρεια. Τα μέλη της έπαιρναν μέρος στην επίσημη λατρεία των πόλεων (στ. 1-3), εκτιμούσαν την αξία της οικογένειας και των φίλων (4-8), διέθεταν ιδιωτική περιουσία, την οποία μπορούσαν να επενδύσουν (16, 37-38), επισκέπτονταν το Γυμνάσιο (33). Είχαν διαιτητικούς περιορισμούς (67) και πιθανώς μια μορφή μυστικής λατρείας (47-48, 52, 64-65). Είναι φανερό, ωστόσο, ότι η κοινότητα αυτή δεν ζούσε την αυστηρή ασκητική ζωή των πρώτων πυθαγορείων, ούτε ακολουθούσε την κοινοκτημοσύνη, αλλά συμμετείχε πλήρως στην κοινωνική και οικονομική ζωή της εποχής της. Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι το πνευματικό κλίμα του κειμένου μοιάζει να ανήκει περισσότερο στην παράδοση των ακουσματικών με την έμφασή της στον ορθό τρόπο ζωής, παρά στην παράδοση των μαθηματικών με την έμφαση στην επιστημονική γνώση.
Πρώτα του αθάνατους θεούς να τιμάς, σύμφωνα με την παραδοσιακή σειρά,
και να σέβεσαι τον όρκο σου. Έπειτα τους έξοχους ήρωες
και τις θεότητες του Κάτω Κόσμου τίμα, πράττοντας τα καθιερωμένα,
τίμα και τους γονείς σου και τους κοντινούς συγγενείς.
Από τους άλλους ανθρώπους κάνε φίλο εκείνον που αριστεύει στην αρετή.
Να ενδίδεις στους πράους λόγους και τα ωφέλιμα έργα.
Να μην μισείς τον φίλο σου για ένα μικρό του παράπτωμα,
όσο μπορείς. Γιατί η δύναμη στέκει κοντά στην ανάγκη.
Έτσι να τα γνωρίζεις αυτά και να συνηθίσεις να νικάς τα εξής:
την κοιλιά σου πρώτα απ’ όλα, τον ύπνο, τη λαγνεία
και την οργή σου. Να μην κάνεις ποτέ τίποτα αισχρό, ούτε μαζί με κάποιον άλλο,
ούτε μόνος σου. Πάνω απ’ όλους να ντρέπεσαι τον εαυτό σου.
Έπειτα τη δικαιοσύνη να εφαρμόζεις και με τα έργα και με τα λόγια σου.
Να μην συνηθίσεις τον εαυτό σου να αδιαφορεί για τίποτα,
αλλά να ξέρεις ότι όλοι είναι μοιραίο να πεθάνουν,
ότι η περιουσία άλλοτε αγαπά να ανήκει (σε κάποιον) κι άλλοτε να χάνεται.
Απ’ όσες συμφορές έχουν οι θνητοί εξαιτίας της θεϊκής τύχης
το μερίδιο που έλαχες να το υπομένεις, να μην αγανακτείς.
Να προσπαθείς να διορθώσεις τα πράγματα όσο μπορείς και να σκέφτεσαι το εξής:
η Μοίρα δεν δίνει πολλές τέτοιες συμφορές στους αγαθούς.
Στους ανθρώπους εφορμούν πολλοί λόγοι, καλοί και κακοί,
απ’ τους οποίους να μην εκπλήσσεσαι, ούτε να τους αφήσεις
να σε σταματήσουν. Αν ειπώθηκε κάποιο ψέμα,
να υποχωρείς ψύχραιμα. Όσα όμως θα σου πω να εκπληρώνονται σε κάθε περίπτωση:
κανείς, ούτε με λόγια, ούτε με έργα, να μην σε πείσει
να κάνεις ή να πεις παρά μόνο ό,τι είναι καλύτερο.
Σκέψου πριν δράσεις, για να μην κάνεις ανοησίες.
Το να κάνεις ή να λες ανοησίες είναι δείγμα ανάξιου ανθρώπου.
Να πραγματοποιείς εκείνα που αργότερα δε θα σε στεναχωρήσουν.
Μην κάνεις ούτε ένα απ’ όσα δεν ξέρεις, αλλά να διδαχτείς
όσα πρέπει. Μ’ αυτό τον τρόπο θα περάσεις τερπνότατη ζωή.
Δεν πρέπει να αμελείς την υγεία του σώματός σου,
αλλά να έχεις μέτρο στο πιοτό, το φαγητό και τη γυμναστική.
Με τη λέξη μέτρο εννοώ αυτό που δεν θα σου δώσει φόρτο.
Φρόντισε να ζεις με τρόπο μετριοπαθή και σεμνό.
Κοίτα να μην κάνεις όσα προκαλούν το φθόνο.
Να μην ξοδεύεις παράκαιρα τα αγαθά σου σαν ανίδεος,
αλλά να μην είσαι και φιλάργυρος. Σ’ όλα τα πράγματα το μέτρο είναι άριστο.
Κάνε αυτά που δεν θα σε βλάψουν, σκέψου πριν ενεργήσεις.
Να μην καλοδεχτείς τον ύπνο στα κουρασμένα σου μάτια,
προτού επισκοπήσεις τρεις φορές όσα έκανες μέσα στην ημέρα:
«πού το παράκανα; τι πέτυχα; τι δεν έπραξα απ’ όσα έπρεπε να κάνω;»
Ξεκινώντας απ’ την πρώτη πράξη σου εξέτασέ τες (όλες) διεξοδικά. Ύστερα
να θυμώσεις με τον εαυτό σου, αν έκανες κάτι κακό, και να χαρείς, αν έκανες κάτι σωστό.
Γι’ αυτά να κοπιάζεις, αυτά να φροντίζεις, αυτά πρέπει να αγαπάς.
Αυτά θα σε βάλουν στα ίχνη της θεϊκής Αρετής,
ναι!, μα τον άνθρωπο που παρέδωσε στην ψυχή μας την τετρακτύν,
πηγή αέναης φύσης. Αλλά ξεκίνα το έργο σου
ευχόμενος στους θεούς να το ολοκληρώσεις.
Αυτά αν τα κατακτήσεις,
θα μάθεις των αθάνατων θεών και των θνητών ανθρώπων
την ουσία, πώς διαπερνά όλα τα πράγματα και τα εξουσιάζει.
Και θα καταλάβεις, πράγμα θεμιτό, ότι όλα έχουν όμοια φύση,
ώστε να μην ελπίζεις τα ανέλπιστα και να μην σου ξεφύγει τίποτα.
Θα εννοήσεις ότι οι ταλαίπωροι άνθρωποι από μόνοι τους
υποφέρουν, αφού τα αγαθά που είναι δίπλα τους δεν τα βλέπουν,
ούτε τα ακούν, και τη λύση των συμφορών λίγοι την καταλαβαίνουν.
Τέτοια μοίρα βλάπτει το νου τους. Σαν πέτρες που κυλούν,
πάνε πότε εδώ και πότε εκεί, υποφέροντας πάθη αναρίθμητα.
Γιατί όλα τα συνοδεύει μια έμφυτη ολέθρια Έριδα, που βλάπτει στα κρυφά.
Αυτή δεν πρέπει να την ενισχύεις, αλλά να υποχωρείς και να την αποφεύγεις.
Δία πατέρα, στ’ αλήθεια όλους θα τους λευτέρωνες από πολλά δεινά,
εάν έδειχνες σ’ όλους ποια μοίρα τους κυβερνά.
Συ, όμως, έχε θάρρος, γιατί ορισμένοι θνητοί είναι από θείο γένος
και σ’ αυτούς η φύση παρουσιάζει και αποκαλύπτει όλα τα ιερά.
Αν έχεις μερίδιο σ’ αυτά, θα τα καταφέρεις σε όσα σε προτρέπω
προσπαθώντας για τη θεραπεία σου, και θα σώσεις την ψυχή σου απ’ τα βάσανα.
Να απέχεις από τις τροφές για τις οποίες μιλήσαμε στους Καθαρμούς
και στη Λύτρωση της ψυχής, κρίνε και στοχάσου τα πάντα
βάζοντας επικεφαλής σαν ηνίοχο την άριστη ικανότητα της κρίσης.
Κι αν αφήσεις το σώμα σου και έρθεις στον ελεύθερο αιθέρα,
θα είσαι αθάνατος, άφθαρτος θεός και όχι πια θνητός.
[ Σταύρος Γκιργκένης]