Το Αλώνισμα παλιά...

 
Ο ερχομός της αλωνιστικής μηχανής ήταν μεγάλη είδηση για το χωριό και τα καλωσορίσματά της γινόταν πανηγυρικά.
Στα τέλη Ιουνίου έκανε την εμφάνισή της.
Την έσερνε αργά αργά και με μεγαλοπρέπεια ένα μεγάλο τρακτέρ. Έτσι μπορούσαν εύκολα τα παιδιά να τρέχουν κοντά της φωνάζοντας ρυθμικά:
- "ήρθ΄ η μηχανή! ήρθ΄ η μηχανή!".
Ήταν τεράστια, ψηλή και μακρόστενη η μηχανή αυτή.
Είχε ένα πλάτωμα, μια πλατφόρμα, πάνω στην οροφή της. Εκεί ήταν ξαπλωμένοι τρεις τέσσερις μηχανικοί ­ έτσι λέγαμε τους εργάτες της ­ και χαιρετούσαν τα λιανοπαίδια και τον κόσμο, κουνώντας τα χέρια τους. Είχε και έναν τεράστιο λουλά που κουνιόταν πέρα δόθε δεξιά κι αριστερά σαν τραμπάλα, κάνοντας ιδιαίτερη εντύπωση στα μικρά παιδιά.


Πολλές φορές έρχονταν παραπάνω από μία μηχανή, και δυο και τρεις καμιά φορά.
Έρχονταν και «κατασκήνωναν» εκεί όπου ήταν φτιαγμένες οι θημωνιές.
Πολύ επιβλητικό το μηχάνημα αυτό και πολύ σύγχρονο για την εποχή, προχωρημένης τεχνολογίας!! Ένα μεγαλόπρεπο μηχάνημα με φανταχτερό κόκκινο σκούρο χρώμα, με το ZETOR το τρακτέρ που έβγαζε σύννεφο τον καπνό απ΄την εξάτμιση, από το φουγάρο του. Ένας πλατύς και μακρύς ιμάντας που τον έλεγαν λουρί κινούσε την μηχανή και πηγαινοερχόταν με μεγάλη ταχύτητα που θα σε έκοβε αν το ακουμπούσες, γι΄ αυτό και οι μεγάλοι πρόσεχαν πολύ τα παιδιά και φώναζαν συνεχώς :
- «αλάργα απ΄ τα λουριά!».
Πάνω στο πλάτωμα, στον εξώστη της μηχανής, στεκόταν ο κόφτης, όρθιος, ψηλός, ευθυτενής, ντιρεκωμένος, λεβέντης. Ήταν κυρίως νεαρός, μόρτης, τσίφτης και κορτάκιας. Φορούσε μαντήλι στο λαιμό, δεμένο κόμπο στα λοξά, φορούσε ένα καβουράκι καπέλο ή ψάθινο σκιαθάκι για τον ήλιο και μαύρα παχιά μεγάλα ματογυάλια. Όλα αυτά τον έκαναν έναν ωραίο νεαρό, ένα λεβεντονιό, γόη και παλικάρι.


Εμάς τα παιδιά μας άρεσε πολύ να παίζουμε γύρω γύρω απ΄ τα αλώνια: να κάνουμε κολοτούμπες στα άχυρα εκεί που τα ξερνούσε ο λουλάς της μηχανής. Τι ωραία μυρουδιά που έβγαζαν τα άχυρα! Δεν πρόκειται κανείς να την αισθανθεί, αν δεν την έχει μυρίσει στα αλώνια. Όλες οι αισθήσεις λειτουργούσαν τότε, με όλες τις αισθήσεις ζούσε τότε ο απλός ο γεωργός. Όλο το χωριό στο πόδι, πρωτγωνιστές όμως τα λιανοπαίδια. Ξυπόλυτα, κουρεμένα, με τη μια τιράντα του παντελονιού κομμένη και δεμένη στην άλλη, έτρεχαν, γελούσαν, πειράζονταν, έκαναν κολοτούμπες στα άχυρα. Άντρες με σκιάθινα καπέλα ή μαντήλια στο κεφάλι, γυναίκες με σκουμπωμένο το φουστάνι και ξεσκούφωτες.
Εκεί τα ζώα: μια αγελάδα προσπαθεί να φάει άχυρα ή και δεμάτια, ένα γουρούνι επίσης, οι κότες τσιμπάν ελεύθερα τα σπυριά που περισσεύουν από τα σακιά. Ποτέ άλλοτε άνθρωποι και ζώα δε βρίσκονταν σε τέτοια σχέση.

Συνήθως το αλώνισμα γινόταν κατά το απογευματάκι, κατά το δειλινό, γιατί το καταμεσήμερο τα στάχυα τρίβονταν από την κάψα του ήλιου και δε βόλευε εκείνον που πετούσε τα δεμάτια στον κόφτη. Ύστερα, μετά από μια κουραστική δουλειά, οι μηχανικοί καθόταν να φάνε.
Ο νοικοκύρης τους φίλευε πλούσια και χορταστικά φαγητά.
Είναι πολύ φιλόξενος ο γεωργός. Τους φίλευε κόκορα με μακαρόνια, χοντρά μακαρόνια κόκκινα από τη σάλτσα. Έχει να κάνει ο κόκορας με τα αλώνια: «πίτα κότα το Γενάρη, κόκοτα τον Αλωνάρη», έλεγαν οι παλιοί.
Σάματ΄ είχαν άδικο;

Οι νεαρές κοπέλες, τα κορίτσια της παντριάς ιδιαίτερα, τότε εύρισκαν την ευκαιρία και τη δικαιολογία τάχα να παν για νερό. Έτσι πήγαιναν για νερό τάχα στο κέντρο του χωριού, στο μεγάλο αρτεσιανό, στην ουσία όμως μπας και ιδούν ή τα ιδεί κανένας μηχανικός.

Και έρχονταν πάλι η ώρα να φύγει η μηχανή.
Οι μικροί τη συνόδευαν πάλι μέχρι το τέλος του χωριού και την ξεπροβοδούσαν μέχρι που να χαθεί στη δημοσιά. Οι μεγάλοι χαιρετούσαν τους μηχανικούς με ευχές:
- ώρα καλή και του χρόνου να είμαστε καλά».
Πάει, πέρασε και τούτη η χρονιά. Του χρόνου πάλι. Ως τότε ποιος ζει και ποιος πεθαίνει!!!

Μετά το αλώνισμα ακολουθούσε το κουβάλημα του άχυρου με τα καλαμωτά. Με αυτοσχέδιους τρόπους και πρόχειρα μέσα (τσίγκια, τσιόλια, λινάτσες, συρμάτινες σίτες) έφτιαχνε ο εφευρετικός γεωργός έναν τεράστιο αποθηκευτικό χώρο προσαρμοσμένο πάνω στο κάρο. Εκεί έριχνε το άχυρο, το οποίο κουβαλούσε στο σπίτι, για να πάρει την οριστική θέση στον αχυρώνα.
Αργότερα βγήκαν οι θεριζοαλωνιστικές μηχανές (κομπίνες) που υποκατέστησαν την εργασία του θερισμού και του αλωνισμού.



Στην αρχή θέριζαν και αλώνιζαν το σιτάρι το οποίο συσκευάζονταν σε σακιά.
Τα σακιά αυτά υπήρχε ειδικό συνεργείο εργατών που τα φόρτωναν σε καρότσα και με τρακτέρ τα μετέφεραν στα σπίτια.

Σήμερα σύγχρονες θεριζοαλωνιστικές μηχανές θερίζουν, αλωνίζουν και με σιλό μεταφέρουν το σιτάρι στις αποθήκες.

 
πίσω στα παλιά
 
 
Σχόλια