Οι πικρές αλήθειες της Αθλιότητας


Γράφει ο Βασίλης Δημ. Χασιώτης


Η Αθλιότητα, υπάρχουν φορές, που μέσα στον κυνισμό της, εν τούτοις, πετάει και αλήθειες. Από εκείνες τις αλήθειες που τις λέμε πικρές...
Γιατί υπάρχουν και μη πικρές αλήθειες, όμως, αυτές, για να λεχθούν πρέπει να υπάρχουν και οι κατάλληλες συνθήκες, που στη Ελλάδα των Μνημονίων δεν υπάρχουν ούτε καν σαν δείγμα προς δοκιμή. Μια καλή συνταγή για να μη γίνονται δύσπεπτες οι πικρές αλήθειες, είναι να τις καταπίνεις σαν ένα πικρό φάρμακο, μονορούφι να πούμε, δηλαδή, ό,τι δεν κάνουμε εδώ στη χώρα μας.

Ο χερ Βόλφκανγκ Σόιμπλε, είναι ένας άνθρωπος, που μέσα στον κυνισμό του, που δύσκολα μπορεί να ελέγξει όταν τουλάχιστον δεν απευθύνεται στους ψηφοφόρους του Γερμανούς, αλλά σε μια χώρα που θεωρείται και είναι αποικία γερμανική, αποικία πλήρης και όχι χρέους όπως λένε κάποιοι, συχνά-πυκνά πετάει τέτοιες πικρές αλήθειες, τις οποίες όμως, όχι μόνο αρνούμαστε να λάβουμε υπόψη μας, βουτηγμένοι καθώς είμαστε στο δικό μας παραμύθι, (που δεν λέει να μας κάνει να πετάξουμε από τη καμπούρα μας τον Παλαιοκομματισμό, αντίθετα, έχουμε γίνει μάκα, σα να λέμε ένα σώμα), μα μας κάνει να ανεβαίνουμε στα κάγκελα διαμαρτυρόμενοι. (Το ίδιο κι εγώ βέβαια, πετάγομαι στα κάγκελα όταν τις ακούω, διότι, δεν πρέπει για λόγους αρχής, δημόσια τουλάχιστον, να συμφωνείς με τον κυνισμό, έστω και αν λέει πικρές αλήθειες, ακριβώς όπως δεν μπορείς να συμφωνείς π.χ. με τον φασισμό, ακόμα και όταν λέει πικρές αλήθειες για την Δημοκρατία. Διότι, οι δικές τους αλήθειες, δεν λέγονται τελικά παρά διότι τυχαίνει να εξυπηρετούν το γενικότερο συμφέρον της Αθλιότητας, ενώ, μια τέτοια πικρή αλήθεια, για εκείνον που τον αφορά, δεν σημαίνει πως θα προσεγγιστεί και πραγματοποιηθεί με τους όρους που θέτει κάποιος άλλος ο οποίος την επισημαίνει). Δεν θα μείνω σ’ όλες τις πικρές αλήθειες που είπε μέχρι σήμερα ο χερ Βόλγκανγκ, με πιο μεγάλη ίσως, εκείνη σε κάποιο Eurogroup του Ιουλίου 2015, όταν φέρεται να υπέδειξε ανεπίσημα στη χώρα μας, κάτι που δεν διαψεύστηκε, κάτι που έπρεπε να είχαμε κάνει από τη πρώτη στιγμή μόνοι μας, δηλαδή από το 2010, να βγει η Ελλάδα, προσωρινά έστω, από το ευρώ, και μάλιστα είχε προσφερθεί να μας βοηθήσει και από πάνω στην όλη διαδικασία. Και η ειρωνεία του πράγματος είναι πως το Δημοψήφισμα που έγινε εκείνη ακριβώς τη περίοδο στη χώρα μας, ακριβώς στο ερώτημα μέσα ή έξω από την ευρωζώνη απαντούσε και όχι στο θολό ερώτημα που είχε θέσει η κυβέρνηση «ναι ή όχι στα μέτρα που ζητούσαν οι δανειστές», ώστε να είναι σε θέση να ερμηνεύσει την όποια θέληση του λαού όπως θα τη βόλευε, όπως και έγινε, μετατρέποντας ένα «ΟΧΙ» στις προϋποθέσεις των δανειστών για την συνέχιση της παραμονής μας στην Ευρωζώνη και ενδεχομένως στην ίδια την Ευρωπαϊκή Ένωση (αυτό ήταν το ουσιαστικό δίλημμα που έθεταν οι ίδιοι οι Ευρωπαίοι και επομένως σ’ αυτό απαντούσε ο ελληνικός λαός) σε ένα αναίσχυντο και δουλοπρεπές «ΝΑΙ» στις προϋποθέσεις αυτές, και άρα στο νέο Μνημόνιο που μας έφεραν με τη γνωστή διαδικασία εξπρές, μέσω μιας ευτελισμένης και εξευτελισμένης κοινοβουλευτικής διαδικασίας επικύρωσης του νέου Μνημονίου, όπως έγινε σε όλα τα προηγούμενα Μνημόνια, τα εφαρμοστικά τους μέτρα, το PSI, κ.λπ.

Βέβαια, όπως έχω γράψει και σε άλλα άρθρα μου όλη τούτη την μνημονιακή περίοδο, η στρατηγική και τακτική υποχρέωσης εκείνων που προβάλουν ως αντιπολίτευση αντιμνημονιακό προφίλ, να υπηρετούν ως εξουσία το μνημονιακό καθεστώς μέσω ενός εκούσιου δημόσιου εξευτελισμού, υποχρεούμενοι σε έργω δημόσιες μεταμέλειες, αλλά και όσων αποδέχτηκαν εξ αρχής το μνημονιακό καθεστώς, να αποδέχονται κοινοβουλευτικές διαδικασίες νομοθέτησης των μνημονιακών απαιτήσεων που αποτελούν κοινοβουλευτικό όνειδος, έχει σε κάθε περίπτωση ως στόχο το ηθικό απογύμνωμα του εξευτελιζόμενου, διότι μονάχα έτσι μπορεί να διασφαλιστεί πως έχει μεταβληθεί σε απόλυτο ενεργούμενο και επί πλέον, τα μόνα του ερείσματα περιορίζονται στη στήριξη και την αποδοχή του από εκείνα τα συμφέροντα τα οποία τον υποχρέωσαν στο δημόσιο αυτοεξευτελισμό του.

Όμως, η Δημοκρατία δεν βρίσκει το περιεχόμενό της στον κοινοβουλευτισμό, αλλά ο κοινοβουλευτισμός βρίσκει το περιεχόμενό του στη Δημοκρατία. Το ίδιο ισχύει και για τους υπόλοιπους πολιτικούς και πολιτειακούς θεσμούς. Όταν η Δημοκρατία ευτελίζεται και ταυτίζεται με τα έργα και τις μέρες θεσμών που υπάρχουν και λειτουργούν εξ ονόματός της, απλά για να δίνουν επίφαση δημοκρατικής νομιμοποίησης στην αντιδημοκρατική τους συμπεριφορά, πόσο μάλλον όταν έχουν ταυτιστεί με την διαφθορά, τότε έρχεται η ώρα ο λαός να κάνει το δικό του συνταγματικό καθήκον, όπως αυτό προσδιορίζεται από το ίδιο το Σύνταγμα, υπερασπιζόμενος τη Δημοκρατία, δηλαδή την ίδια τη ζωή του, με τον τρόπο που το ίδιο το Σύνταγμα προβλέπει : Με κάθε μέσο...

Αλλά, ας επανέλθουμε εκεί που μείναμε.

Στις πικρές αλήθειες του χερ Σόϊμπλε. Ειδικότερα, στην τελευταία κυνική πικρή αλήθεια του Θηρίου, πως εξακολουθούμε να ζούμε πέρα και έξω από τις δυνατότητές μας.

Γι΄ ακόμα μια φορά στα κάγκελα εμείς εδώ.

Κι εγώ το ίδιο. Έσπευσα λοιπόν και σχολίασα τη παραπάνω δήλωση του Σόϊμπλε, με τα παρακάτω λόγια στον λογαριασμό μου στο facebook, στις 19 Νοέμβρη :

«Με όσο πιο απλά λόγια μας λέει ετοιμαστείτε για το 4ο Μνημόνιο (5ο με το PSI)... Και σε ό,τι αφορά ότι ζούμε ΣΗΜΕΡΑ, με το ΑΕΠ συρρικνωμένο κατά 25% τουλάχιστον, τους μισθούς και τις συντάξεις κουρεμένες σε σχέση με το 2010 κατά 50% ΤΟΥΛΑΧΙΣΤΟΝ, με το πάλαι ποτέ κοινωνικό κράτος κατακρεουργημένο, το να μιλά ότι «ζούμε πάνω από τις δυνατότητές μας», μας δείχνει κατά πού έχει δρομολογήσει τις εξελίξεις τις σχετικές με το λαό και τη χώρα μας... Μας δείχνει τον πάτο του βαρελιού, ο οποίος είναι, όπως ΜΕ ΣΑΦΗΝΕΙΑ έχει προσδιοριστεί σε όλα τα Μνημόνια, κάπου εκεί στα («ανταγωνιστικά») επίπεδα Βουλγαρίας και Ρουμανίας, αν εν τω μεταξύ δεν έχουν προσθέσει και την Ουκρανία… Όμως, ουδέν κακό αμιγές καλού… Και το καλό είναι, πως φτάνοντας εκεί, θα έχουμε «διασώσει» τη θέση μας στο ευρώ! … Φυσικά, κάποιοι πολύ λίγοι, θα το έχουν ως φυσικό αντικείμενο στη τσέπη τους… Οι πολλοί, θα το θωρούν ως εικόνα που κάτι θα τους θυμίζει από το παρελθόν… Ήδη σήμερα, αυτή η τελευταία κατάσταση είναι πραγματικότητα για εκατομμύρια ανέργους, για εκατομμύρια που ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας, και για εκατομμύρια που στοιβάζονται στον προθάλαμο της φτώχειας… Και επειδή αναμένω το «ακαταμάχητο επιχείρημα», «και τι μπορούμε να κάνουμε;», η απάντησή μου είναι απλή : αν και για να πεθάνεις θέλεις βοήθεια, ασφαλώς και δεν μπορείς να κάνεις απολύτως τίποτα…»

Αυτά έγραφα, πάνω στα κάγκελα, όταν άκουσα τα όσα είπε ο πιο πάνω κύριος, και όπως είπα, αυτά έπρεπε να πω. Όμως, έξω από το καταγγελτικό και οργίλο ύφος του κειμένου μου, θα ήταν λάθος κάποιος ή κάποια να μη δει και το πόσο καταφέρομαι εναντίον των δικών μας εδώ, των όποιων «δικών μας», που εννοούν να υποκρίνονται πως αγνοούν, τι στο κόρακα θέλουν τέλος πάντως οι λεγόμενοι δανειστές μας, η Κατοχική Δύναμη όπως τους αποκαλώ. Μας θέλουν εκεί που σημειώνω παραπάνω, και μας το λένε όσο πιο φωναχτά μπορούν εδώ και έξη χρόνια Μνημονίων, μπας και το ακούσουν κι εκείνοι που στ’ αυτιά τους πέτρωσε το κερί, ώστε να μην ακούν σχεδόν καθόλου.

Ο Γερμανός υπουργός είναι ίσως ο αυθεντικότερος ερμηνευτής των Μνημονίων, και δεν παύει να μας υπενθυμίζει και ξεκαθαρίζει ΕΠΑΚΡΙΒΩΣ πού μας οδηγούν τα Μνημόνια. Εξάλλου ο Σόϊμπλε έχει δίκαιο, διότι δεν επικαλείται παρά ό,τι κυβερνήσεις της χώρας μας υπέγραψαν ό,τι δικαιώνει θέσεις σαν αυτή του Σόϊμπλε. Αν θέλουμε να αντικρούσουμε τον Σόϊμπλε, αυτό μπορεί να γίνει όχι με το τι λένε τα Μνημόνια, αλλά αν αυτά που λένε και ακόμη ο τρόπος, η διαδικασία νομοθέτησης των Μνημονίων, είναι νόμιμα ή είναι παράνομα στο σύνολό τους ή μερικά.

Εδώ η «πικρή αλήθεια», δεν είναι ότι ζούμε παραπάνω από τις δυνατότητές μας.

Όχι!

Όπως επανειλημμένα έχω υποστηρίξει σε παλαιότερα άρθρα μου, αυτό που γονάτισε την οικονομία της χώρας μας, ήταν το βάρος της διαχρονικής και της θεσμικά προστατευόμενης Μεγαλοδιαπλοκής, της Μεγαλολεηλασίας του δημοσίου χρήματος και της δημόσιας περιουσίας, της Μεγαλοφοροδιαφυγής και Μεγαλοεισφοροδιαφυγής, και στη συνέχεια οι αντίστοιχες με τις παραπάνω δραστηριότητες σε μικρότερη όμως κλίμακα, και βεβαίως, κανείς μισθωτός ή συνταξιούχος, διότι αυτοί, διαχρονικά, είναι οι μόνιμοι αποδέκτες των απλήρωτων λογαριασμών των παραπάνω, οι οποίοι όμως, πληρώνονται μέχρι δεκάρας και με όλους τους τόκους, ενήμερους και υπερημερίας.

Έτσι, η «πικρή αλήθεια» που σημειώνω στο παραπάνω κείμενο που είχα αναρτήσει στο facebook, κι αυτό, είναι μια μισή αλήθεια, αν δεν δούμε, γιατί ο Σόϊμπλε μας θέλει να είμαστε εκεί που είμαστε, και γιατί πρέπει να πάμε ακόμα πιο βαθιά στο πάτο του βαρελιού. Κι αυτό, δεν είναι απλά μια ακόμα «πικρή αλήθεια» σε σχέση με το δικό μας, το ελληνικό πρόβλημα, μα έχει σχέση με το ποια Ευρώπη ονειρεύεται το Βερολίνο και όσοι βρίσκονται πίσω από το νέο νεοφιλελεύθερο αγοραίο όραμα της Ευρώπης, μιας και το πολιτικό προσωπικό που βρίσκεται «επί σκηνής», παίζει ένα έργο του οποίου οι συγγραφείς ασφαλώς και δεν περιλαμβάνονται στο καστ των επί σκηνής ηθοποιών. Κι ενώ η πρώτη «πικρή αλήθεια» αφορά αποκλειστικά εμάς, η άλλη, που θα υπογραμμίσουμε ευθύς αμέσως, αφορά όλη την Ευρώπη, και κάποιους, ανάμεσα σ’ αυτούς κι εμείς, ακόμα ειδικότερα.

Έτσι όταν ο Σόϊμπλε λέει ότι οι Έλληνες, όχι αυτοί του 2010 μα αυτοί του 2016, στην Ελλάδα που ελέω Μνημονίων καταληστεύτηκε το 25% και πλέον του ΑΕΠ της, στην οποία επίσης καταληστεύτηκε το 50% τουλάχιστον των μισθών και συντάξεων και το 100% του εισοδήματος των νεοδημιουργηθέντων μνημονιακών ανέργων από μισθωτούς και επιχειρηματίες που η προγραμματισμένη βαθιά και μακροχρόνια ύφεση τους οδήγησε στα λουκέτα, στην οποία μέσω της ληστρικής υπερφορολόγησης ληστέψαν τουλάχιστον τη μισή αξία των περιουσιών των παραπάνω, στην οποία εκατομμύρια οδηγήθηκαν κάτω απ' το όριο της φτώχειας ενώ η συντριπτική πλειοψηφία του λαού βρίσκεται στον προθάλαμό της, στην οποία μέσω αυτής της δυσπραγίας με πολύ έξυπνο τρόπο κουρεύουν και όποιες καταθέσεις έχουν απομείνει στα Συνήθη Υποζύγια, σ' αυτήν την Ελλάδα ο χερ Σόϊμπλε βλέπει πως ακόμα οι κάτοικοί της ζούνε πάνω από τις δυνατότητές τους.

Είναι τρελλός;

Ασφαλώς όχι!

Ο άνθρωπος δεν εκφράζει παρά το κυρίαρχο αφήγημα που χαρακτηρίζει την πολιτική της κυβέρνησής του και ό,τι αυτή εξυπηρετεί. Δεν εκφράζει, ας το πούμε κι έτσι, παρά έναν κυρίαρχο Βόρειο Μύθο. Έναν αναγεννημένο Γερμανικό Μύθο, σχετικό με τη θέση και το ρόλο της Γερμανίας στην Ευρώπη.

Έτσι, στη Νέα Γερμανική Ευρώπη, υπάρχει μια προνομιούχα από άποψη κουλτούρας και ανθρώπων Βόρεια Περιοχή, δημιουργό πλούτου, ενώ, έξω απ΄ αυτή τη περιοχή, υπάρχουν λαοί που άλλο δεν βλέπουν παρά στο πώς θα αρμέγουν τον ιδρώτα αυτού του προνομιούχου χώρου με τους προνομιούχους ανθρώπους τους. Λαοί ανίκανοι να παράγουν πλούτο και κυρίως προοπτικές για παραγωγή πλούτου σε «βιώσιμα» επίπεδα. Αυτό είναι απαράδεκτο ασφαλώς να συμβαίνει, και, πράγμα πολύ χειρότερο, αυτοί οι λαοί, θα χρειαστούν χρόνια, ίσως και δεκαετίες αν όχι αιώνες, να φτάσουν σε ένα επίπεδο «ανταγωνιστικό» προς αυτό των Ενάρετων Βορείων Λαών. Τι πρέπει να γίνει επομένως μέχρι τότε; Ότι και σε μια οικογένεια, αφού όλοι ανήκουν στην ίδια ευρωπαϊκή οικογένεια, που ονομάζεται «Ευρωπαϊκή Ένωση» και «Ευρωζώνη» για τον ακόμα πιο «ολοκληρωμένο» πυρήνα της. Τα πιο ικανά μέλη της οικογένειας, να αναλάβουν τη διαχείριση των υποθέσεων της οικογένειας και για λογαριασμό όλων των υπολοίπων μελών. Αυτό συμβαίνει στη σημερινή Ευρώπη, μονάχα που εδώ, δεν μιλάμε για ένα κάποιο αριθμό «ικανών» μελών, μα για ένα αδιαμφισβήτητο Πρότυπο Ικανότητας και εν ταυτώ Αρετής μέλος : τη Γερμανία. Όλα επομένως τα μέλη της οικογένειας, θα πρέπει όταν εισπράττουν το μισθό τους, να τον δίνουν στο μέλος που έχει αναλάβει για τους παραπάνω λόγους τη κοινή διαχείριση, κι αυτός, με βάση την εξ ορισμού Αλήθεια και το εξ ορισμού Αλάθητο που ενσωματώνει «εκ φύσεως», και την επίσης «εκ φύσεως» υπερέχουσα ηθική του, θα διαχειρίζεται το κοινό ταμείο, με δικαιοσύνη αλλά και με την θέληση να επιβάλει το νόμο και τη τάξη στα απείθαρχα μέλη. Το ότι δεν υπάρχει υπόνοια πως θα διαχειριστεί τα κοινά ζητήματα προς δικό του αποκλειστικά όφελος, αυτό αποκλείεται από την ίδια τη φύση των «εκ φύσεως» υπεροχών του που μόλις παραπάνω απαριθμήσαμε. Το ότι όλοι οι υπόλοιποι, οι ας πούμε λιγουλάκι τζαναμπέτηδες με τις κάποιες υπερέχουσες ορμές τους προς τη σπατάλη και τον τριφηλό αν όχι και ενίοτε έκλυτο βίο, πρέπει να συμμορφώνονται προς τις απαιτήσεις του διαχειριστή των κοινών τους υποθέσεων, αυτό είναι αυτονόητο.

Έτσι, εφόσον ο Σόϊμπλε, ο κοινός να πούμε διαχειριστής των οικονομικών της ευρωπαϊκής οικογένειας, διακρίνει σε τούτη εδώ την οικονομικά και δημοσιονομικά απείθαρχη χώρα των νοτίων Βαλκανίων, που λέγεται «Ελλάδα», που για λόγους δικού της συμφέροντος έχει μπει σε ειδικό πρόγραμμα απεξάρτησης από τις πατροπαράδοτες αδυναμίες αν όχι και αμαρτίες της, πως υπάρχει έστω κι ένα ευρώ που ακόμη κυκλοφορεί στη τσέπη ενός έστω Συνήθους Υποζυγίου, και το οποίο ευρώ, με βάση τα ίδια τα Μνημόνια δεν θάπρεπε να κυκλοφορεί, πρέπει πάση θυσία να οδεύσει στις ενάρετες οικονομίες της Εσπερίας, και ειδικότερα στην εκεί ενάρετη ολιγαρχία, ώστε κάποια στιγμή στο μέλλον να επιστρέψει στην Ελλάδα υπό μορφή ελεημοσύνης κάτι απ' αυτόν τον πλούτο.

Κι όλα αυτά, διότι, εξόν από την τακτοποίηση των εσωτερικών μας δημοσιονομικών και οικονομικών προβλημάτων, τα Μνημόνια, κι αυτό είναι η επιτομή όλων των πικρών μνημονιακών αληθειών, επαναπροσδιορίζουν ριζικά τη θέση (ειδική οικονομική ζώνη) και τις προοπτικές (σύγκλιση και σύγκριση με τις βαλκανικές χώρες και στη καλύτερη περίπτωση με την Πορτογαλία) της Ελλάδας όχι μονάχα στην Ευρωζώνη, (εφόσον τόσο πολύ την έχουμε ερωτευθεί), μα και στην ίδια την Ευρωπαϊκή Ένωση, (σε μια ραγδαία αγοραποιούμενη Ένωση), και σε βάθος χρόνου που μετριέται με γενιές.

Πόσο όμως μπορεί ο ελληνικός λαός να αντέξει μια τέτοια πορεία μέσα σε μια έρημο οικονομική και κοινωνική, και με τον βούρδουλα του δημοσιονομικού και αγοραίου χωροφύλακα να πέφτει αλύπητα στη αιμορροούσα πλάτη του, όταν θα τυχαίνει να σταματά λίγο, απλά για να πάρει μια ανάσα;

Μια άλλη πικρή αλήθεια είναι πως αυτό εξαρτάται από τον ίδιο και τις επιλογές που θα κάνει τι ζωή θέλει και πώς θέλει να τη ζήσει.

Και κάτι τελευταίο. Τις θέσεις μου τις σχετικές με το ευρώ, τις έχω διατυπώσει σχεδόν από τη πρώτη στιγμή που μπήκαμε στα Μνημόνια. Η θέση μου ήταν, πως θάπρεπε τουλάχιστον προσωρινά, να βγούμε από το ευρώ, αλλά όχι και από την Ευρωπαϊκή Ένωση, και όταν θα δυνάμωνε αρκετά η οικονομία μας, να ξαναβλέπαμε το θέμα. Βέβαια, η κάθε πρόταση έχει την αξία της στην ώρα της. Σήμερα, ισχύει η θέση μου για την Ευρωζώνη, αλλά, είμαι, είναι αλήθεια, πολύ επιφυλακτικός, ιδίως μετά το BREXIT, για τη χρησιμότητα της παραμονής μας και στην ίδια την Ευρωπαϊκή Ένωση. Το γεγονός πως η Ευρωπαϊκή Ένωση τρίζει, όπως επίσης, κι αυτό είναι σπουδαιότερο, κι ακόμα χειρότερο, έχει ήδη προσανατολιστεί προς ορίζοντες που στην ουσία αποδομούν τα αρχικά της οράματα, και την μετατρέπουν σε ένα τεράστιο επιχειρηματικό μάλλον οργανισμό παρά σε μια πολιτική-κρατική οντότητα, δεν γνωρίζω αν στο τέλος, δεν μακαρίζουμε όσους είχαν την πρόνοια να εγκαταλείψουν ένα πλοίο-γαλέρα, στο οποίο τρείς-τέσσερις είχαν καταφέρει να αρπάξουν τη διοίκησή του και τα οφέλη που προσπόριζε τούτη η διοίκηση, και οι υπόλοιποι είχαν μεταβληθεί σε απλούς ερέτες σ’ ένα πλοίο στο οποίο ήταν κι αυτοί υποτίθεται ιδιοκτήτες, αλλά, μονάχα υποτίθεται…

Και επειδή πολύ μας έχει (και μας τα έχει) πρήξει ο χερ Σόϊμπλε με την αρετή της λιτότητας, πρέπει να μη ξεχνάμε πως η πολιτική που εφαρμόζει και επιβάλλει και στην Ευρώπη, είναι η πολιτική της προστασίας κάθε είδους οικονομικής και επιχειρηματικής μεγαλοαπάτης, τις οποίες όταν τους τις υπενθυμίζουν απλά και κυνικά τις υπερασπίζεται με την ουσιαστική του σιωπή που δεν δείχνει άλλο από το τι πραγματικά υπηρετεί. Με πολύ απλά λόγια, την λιτότητα των πολλών την χρειάζεται για να χρηματοδοτεί τις δραστηριότητες νόμιμες και παράνομες των λίγων και το βιοτικό τους επίπεδο, που είναι, με τις όποιες δυνατές εξαιρέσεις που προσωπικά αγνοώ, ο ορισμός της επίδειξης και της σπατάλης. Αυτή είναι επίσης μια «πικρή αλήθεια», τούτη τη φορά, όμως, έχει ως αποδέκτη τη γερμανική κυβέρνηση και τον γερμανικό λαό, ώστε κι αυτός να αναρωτηθεί για τις δικές του «πικρές αλήθειες».

Έτσι λοιπόν η φυλή των λιτοδίαιτων, που για να γλυκάνουν τη θυσία τους στο βωμό ενός Υπέρτατου Στόχου, τους κρεμάνε στο στήθος και το παράσημο του ενάρετου, καλούνται να αποδεχτούν περικοπές στα εισοδήματά τους ή να δεχτούν να παραμείνουν στάσιμα, να δεχτούν φόρους και άλλες επιβαρύνσεις εν ονόματι μελλοντικών ωφελειών όταν οι αποδέκτες αυτών των ωφελειών θα ευδοκήσουν να τους μοιράσουν, όμως και πάλι με φειδώ ώστε να μη διαταραχθεί ο μηχανισμός δημιουργίας αυτών των ωφελειών, δηλαδή ο λιτός βίος των πολλών που επιτρέπει στους λίγους να παράγουν πλούτο.


ΠΗΓΗ
Σχόλια