Στο έργο "Περί του μη χραν νυν έμμετρα την Πυθίαν", την δελφική διαθήκη του Πλουτάρχου, μια ομάδα γνωστών περιηγείται με τη βοήθεια ξεναγών στα αναθήματα του μαντείου των Δελφών. Ο Φιλίνος παραθέτει μια σειρά από θαυμαστά γεγονότα και σημάδια που συνέβησαν στο χώρο των Δελφών και είχαν ως πρωταγωνιστές άψυχα αντικείμενα....
Ο νεαρός ξένος επισκέπτης, στον οποίο γίνεται αναφορά, λέγεται Διογενιανός, ενώ ο Βόηθος είναι γεωμέτρης με επικούρειες τάσεις, ο οποίος αμφισβητεί τον υπερφυσικό χαρακτήρα των φαινομένων και τον αποδίδει στην τύχη και τη σύμπτωση. Αποτελεί τον εκπρόσωπο της επιστήμης, ενώ ο Φιλίνος εκφράζει τη θρησκευτική άποψη του Πλουτάρχου ότι ο θεός διαπερνά τα πάντα, άρα και τα άψυχα.
"Είχαμε πια προχωρήσει κατά τον ανδριάντα του Ιέρωνα, του τυράννου.[1] Σ’ όλα τ’ άλλα ο ξένος, αν και τα γνώριζε, προσέφερε τον εαυτό του ως ακροατή από ευγένεια. Όταν άκουσε, όμως, ότι ένας χάλκινος κίονας που στεκόταν όρθιος, αφιέρωμα του Ιέρωνα, έπεσε από μόνος του τη μέρα εκείνη, κατά την οποία συνέβη να πεθάνει ο Ιέρωνας στις Συρακούσες, εξεπλάγη.
[1] Ο Ιέρωνας, ο περίφημος τύραννος των Συρακουσών (478-466 π.Χ.), προσέφερε πολλά αφιερώματα στο μαντείο των Δελφών μετά τη νίκη του στην Κύμη, απ' τα οποία περίφημο ήταν ένας τρίποδας από χρυσό.[2] Μιλά ο Φιλίνος.[3] Ένας αρχηγός μισθοφόρων με το όνομα Ιέρων πολέμησε, σύμφωνα με τον Ξενοφώντα (Ελλ.6.4.9), στη μάχη των Λεύκτρων (371 π.Χ.) στο πλευρό των Λακεδαιμονίων. Κατά μια άλλη άποψη η γραφή Ιέρων του κειμένου οφείλεται σε λάθος κάποιου αντιγραφέα, ο οποίος παρασύρθηκε από την αναφορά στο όνομα του τυράννου Ιέρωνα λίγο παραπάνω. Έτσι προτείνεται να διορθωθεί το όνομα σε Έρμων. Έρμων ήταν το όνομα του κυβερνήτη του πλοίου του Λυσάνδρου στους Αιγός ποταμούς, ο οποίος διέθετε άγαλμα στους Δελφούς, στο μνημείο των Ναυάρχων (Παυσ. 10.9.7). Εντούτοις, η χρονική απόσταση των 30 χρόνων ανάμεσα στη μάχη στους Αιγός ποταμούς και τη μάχη των Λεύκτρων μοιάζει εξαιρετικά μεγάλη, για να μας επιτρέψει να υποθέσουμε ότι ο Έρμων ήταν ακόμη στρατιωτικά ενεργός το 371 π.Χ.[4] Τα άστρα αυτά συμβόλιζαν τους Διόσκουρους που λέγεται ότι εμφανίστηκαν να λάμπουν στα δύο πλευρά του πλοίου του Λυσάνδρου, όταν ξεκίνησε να επιτεθεί εναντίον των Αθηναίων στους Αιγός ποταμούς. Οι Διόσκουροι ταυτίζονταν από τους αρχαίους ναυτικούς με τις αιχμηρές φωτεινές λάμψεις που εμφανίζονται συχνά στα κατάρτια των πλοίων (φωτιά του Αγίου Έλμου) και θεωρούνται ευνοϊκό σημάδι για τους ναυτικούς.[5] Στο εσωτερικό του θησαυρού των Ακανθίων και του Βρασίδα, κοντά στην είσοδο, υπήρχε ένα μαρμάρινο άγαλμα του Λυσάνδρου με μακριά μαλλιά και δασιά γένια κατά τον αρχαίο τρόπο. Ο ανδριάντας αυτός δεν πρέπει να συγχέεται με το μπρούτζινο άγαλμα του Λυσάνδρου στο μνημείο των Ναυάρχων.[6] Η φοινικιά από χαλκό, που βρισκόταν κάτω από το άγαλμα της οπλισμένης Αθηνάς (=Παλλάδιο), ήταν αφιέρωμα των Αθηναίων στους Δελφούς μετά τη νίκη του Κίμωνα στον ποταμό Ευρυμέδοντα (468 π.Χ.).[7] Ο Φιλόμηλος υπήρξε ο αρχηγός των Φωκέων που κατέλαβαν και λεηλάτησαν το μαντείο των Δελφών κατά τη διάρκεια του Ιερού Πολέμου του 4ου αιώνα π.Χ. (356-346 π.Χ.). Σύμφωνα με τον Αθήναιο, ο οποίος αντλεί τις πληροφορίες του από το χαμένο βιβλίο του Θεόπομπου Περί των συληθέντων εκ Δελφών χρημάτων, το χρυσό στεφάνι ήταν αφιέρωμα των Λαμψακηνών και όχι των Κνιδίων. Ο κατάλογος με τα παράξενα φαινόμενα που παραθέτει ο Πλούταρχος φαίνεται να προέρχεται, κατά ένα μέρος, από τον Καλλισθένη τον Ολύνθιο.[8] Ο Βόηθος υπαινίσσεται την περιοδικότητα των συνηθισμένων χρησμών της Πυθίας που δίνονταν την έβδομη μέρα κάθε μήνα (=ημέρα γέννησης του Απόλλωνα), εκτός από τους τρεις χειμερινούς μήνες, όταν το ιερό ήταν αφιερωμένο στο Διόνυσο και ο Απόλλωνας θεωρούνταν απών. Ο Πλούταρχος αλλού, ακολουθώντας τον Καλλισθένη, αναφέρει ότι σε πρώιμη εποχή οι χρησμοί δίνονταν μόνο μια φορά το χρόνο κατά το μήνα Βύσιο, τον πρώτο μήνα της άνοιξης.[9] Ωφελεί-Επίκουρος: υπάρχει εννοιολογικό παιχνίδι, καθώς το όνομα Επίκουρος σημαίνει κυριολεκτικά «αυτός που βοηθά, που προστατεύει». Από την εποχή του θανάτου του (270 π.Χ.) έχουν περάσει πράγματι 3 αιώνες την εποχή που εκτυλίσσεται ο διάλογος.
Ο νεαρός ξένος επισκέπτης, στον οποίο γίνεται αναφορά, λέγεται Διογενιανός, ενώ ο Βόηθος είναι γεωμέτρης με επικούρειες τάσεις, ο οποίος αμφισβητεί τον υπερφυσικό χαρακτήρα των φαινομένων και τον αποδίδει στην τύχη και τη σύμπτωση. Αποτελεί τον εκπρόσωπο της επιστήμης, ενώ ο Φιλίνος εκφράζει τη θρησκευτική άποψη του Πλουτάρχου ότι ο θεός διαπερνά τα πάντα, άρα και τα άψυχα.
"Είχαμε πια προχωρήσει κατά τον ανδριάντα του Ιέρωνα, του τυράννου.[1] Σ’ όλα τ’ άλλα ο ξένος, αν και τα γνώριζε, προσέφερε τον εαυτό του ως ακροατή από ευγένεια. Όταν άκουσε, όμως, ότι ένας χάλκινος κίονας που στεκόταν όρθιος, αφιέρωμα του Ιέρωνα, έπεσε από μόνος του τη μέρα εκείνη, κατά την οποία συνέβη να πεθάνει ο Ιέρωνας στις Συρακούσες, εξεπλάγη.
Κι εγώ[2] του θύμιζα συγχρόνως παρόμοια περιστατικά, όπως για παράδειγμα ότι έπεσαν τα μάτια του ανδριάντα του Ιέρωνα του Σπαρτιάτη,[3] πριν συμβεί ο θάνατός του στα Λεύκτρα.
Τα άστρα, πάλι, που αφιέρωσε ο Λύσανδρος για τη ναυμαχία στους Αιγός ποταμούς, εξαφανίστηκαν.[4]
Ο λίθινος ανδριάντας του ίδιου του Λυσάνδρου γέμισε άγριους θάμνους και χορτάρι σε τέτοια ποσότητα που το πρόσωπό του κρύφτηκε εντελώς.[5]
Κατά τη σικελική καταστροφή των Αθηναίων έπεφταν τα χρυσά βαλανίδια του φοίνικα και κοράκια ακρωτηρίαζαν την ασπίδα του αγάλματος της Παλλάδας.[6]
Το στεφάνι των Κνιδίων, πάλι, που δώρισε ο Φιλόμηλος, ο τύραννος των Φωκέων, στη Φαρσαλία τη χορεύτρια, όταν εκείνη μετέβη από την Ελλάδα στη Σικελία, την έκανε να πεθάνει, την ώρα που χόρευε γύρω από το ναό του Απόλλωνα.[7] Γιατί οι νέοι όρμησαν πάνω στο στεφάνι και μαλώνοντας μεταξύ τους για το χρυσάφι του διαμέλισαν τη γυναίκα.
Ο Αριστοτέλης, λοιπόν, έλεγε ότι μόνο ο Όμηρος έφτιαχνε τις λέξεις ζωντανές χάρη στη δημιουργική του δύναμη. Εγώ, όμως, θα έλεγα ότι και τα αναθήματα που υπάρχουν εδώ έχουν σε μέγιστο βαθμό την ιδιότητα να κινούνται και να δίνουν σημάδια από κοινού με τη πρόνοια του θεού. Κανένα τμήμα τους δεν είναι κενό και αναίσθητο, αλλά είναι εξ ολοκλήρου γεμάτα από το θεό.
Και ο Βόηθος είπε:
«Μάλιστα! Δε μας αρκεί να φυλακίζουμε το θεό μια φορά κάθε μήνα σε ένα θνητό σώμα[8] αλλά θα τον ανακατέψουμε και σε κάθε πέτρα και χάλκινο αντικείμενο, σαν να μην έχουμε στη διάθεσή μας επαρκή δημιουργό αυτού του είδους των περιστατικών την τύχη και τη σύμπτωση».
«Λοιπόν», είπα εγώ, «σου φαίνεται ότι κάθε ένα από τα παρόμοια περιστατικά μοιάζει τυχαίο και συμπτωματικό και ότι είναι πιθανό τα άτομα να γλιστρήσουν, να διαλυθούν και να παρεκκλίνουν όχι πριν ή μετά, αλλά ακριβώς εκείνη τη στιγμή, κατά την οποία σε κάθε έναν από τους αναθέτες επρόκειτο να συμβεί κάτι χειρότερο ή καλύτερο; Εσένα, καθώς φαίνεται, σε ωφελεί τώρα ο Επίκουρος[9] με όσα είπε ή έγραψε πριν από 300 χρόνια. Ο θεός, όμως, αν δεν έφερνε να κλείσει τον εαυτό του σε όλα τα πράγματα και δεν αναμιγνυόταν με όλα, σου φαίνεται ότι θα μπορούσε να δώσει την έναρξη της κίνησης και την αρχή της αίσθησης σε κάποιο από τα όντα;»
[1] Ο Ιέρωνας, ο περίφημος τύραννος των Συρακουσών (478-466 π.Χ.), προσέφερε πολλά αφιερώματα στο μαντείο των Δελφών μετά τη νίκη του στην Κύμη, απ' τα οποία περίφημο ήταν ένας τρίποδας από χρυσό.[2] Μιλά ο Φιλίνος.[3] Ένας αρχηγός μισθοφόρων με το όνομα Ιέρων πολέμησε, σύμφωνα με τον Ξενοφώντα (Ελλ.6.4.9), στη μάχη των Λεύκτρων (371 π.Χ.) στο πλευρό των Λακεδαιμονίων. Κατά μια άλλη άποψη η γραφή Ιέρων του κειμένου οφείλεται σε λάθος κάποιου αντιγραφέα, ο οποίος παρασύρθηκε από την αναφορά στο όνομα του τυράννου Ιέρωνα λίγο παραπάνω. Έτσι προτείνεται να διορθωθεί το όνομα σε Έρμων. Έρμων ήταν το όνομα του κυβερνήτη του πλοίου του Λυσάνδρου στους Αιγός ποταμούς, ο οποίος διέθετε άγαλμα στους Δελφούς, στο μνημείο των Ναυάρχων (Παυσ. 10.9.7). Εντούτοις, η χρονική απόσταση των 30 χρόνων ανάμεσα στη μάχη στους Αιγός ποταμούς και τη μάχη των Λεύκτρων μοιάζει εξαιρετικά μεγάλη, για να μας επιτρέψει να υποθέσουμε ότι ο Έρμων ήταν ακόμη στρατιωτικά ενεργός το 371 π.Χ.[4] Τα άστρα αυτά συμβόλιζαν τους Διόσκουρους που λέγεται ότι εμφανίστηκαν να λάμπουν στα δύο πλευρά του πλοίου του Λυσάνδρου, όταν ξεκίνησε να επιτεθεί εναντίον των Αθηναίων στους Αιγός ποταμούς. Οι Διόσκουροι ταυτίζονταν από τους αρχαίους ναυτικούς με τις αιχμηρές φωτεινές λάμψεις που εμφανίζονται συχνά στα κατάρτια των πλοίων (φωτιά του Αγίου Έλμου) και θεωρούνται ευνοϊκό σημάδι για τους ναυτικούς.[5] Στο εσωτερικό του θησαυρού των Ακανθίων και του Βρασίδα, κοντά στην είσοδο, υπήρχε ένα μαρμάρινο άγαλμα του Λυσάνδρου με μακριά μαλλιά και δασιά γένια κατά τον αρχαίο τρόπο. Ο ανδριάντας αυτός δεν πρέπει να συγχέεται με το μπρούτζινο άγαλμα του Λυσάνδρου στο μνημείο των Ναυάρχων.[6] Η φοινικιά από χαλκό, που βρισκόταν κάτω από το άγαλμα της οπλισμένης Αθηνάς (=Παλλάδιο), ήταν αφιέρωμα των Αθηναίων στους Δελφούς μετά τη νίκη του Κίμωνα στον ποταμό Ευρυμέδοντα (468 π.Χ.).[7] Ο Φιλόμηλος υπήρξε ο αρχηγός των Φωκέων που κατέλαβαν και λεηλάτησαν το μαντείο των Δελφών κατά τη διάρκεια του Ιερού Πολέμου του 4ου αιώνα π.Χ. (356-346 π.Χ.). Σύμφωνα με τον Αθήναιο, ο οποίος αντλεί τις πληροφορίες του από το χαμένο βιβλίο του Θεόπομπου Περί των συληθέντων εκ Δελφών χρημάτων, το χρυσό στεφάνι ήταν αφιέρωμα των Λαμψακηνών και όχι των Κνιδίων. Ο κατάλογος με τα παράξενα φαινόμενα που παραθέτει ο Πλούταρχος φαίνεται να προέρχεται, κατά ένα μέρος, από τον Καλλισθένη τον Ολύνθιο.[8] Ο Βόηθος υπαινίσσεται την περιοδικότητα των συνηθισμένων χρησμών της Πυθίας που δίνονταν την έβδομη μέρα κάθε μήνα (=ημέρα γέννησης του Απόλλωνα), εκτός από τους τρεις χειμερινούς μήνες, όταν το ιερό ήταν αφιερωμένο στο Διόνυσο και ο Απόλλωνας θεωρούνταν απών. Ο Πλούταρχος αλλού, ακολουθώντας τον Καλλισθένη, αναφέρει ότι σε πρώιμη εποχή οι χρησμοί δίνονταν μόνο μια φορά το χρόνο κατά το μήνα Βύσιο, τον πρώτο μήνα της άνοιξης.[9] Ωφελεί-Επίκουρος: υπάρχει εννοιολογικό παιχνίδι, καθώς το όνομα Επίκουρος σημαίνει κυριολεκτικά «αυτός που βοηθά, που προστατεύει». Από την εποχή του θανάτου του (270 π.Χ.) έχουν περάσει πράγματι 3 αιώνες την εποχή που εκτυλίσσεται ο διάλογος.