Η ανεργία ως αναλώσιμη γυμνή ζωή


Συντάκτης:Σπύρος Μανουσέλης 

Πώς αντιδρούν τα περισσότερα άτομα αν, από τη μια μέρα στην άλλη, βρεθούν χωρίς εργασία;  
Η όταν, για λόγους εντελώς άσχετους με τις εργασιακές τους ικανότητες, η απόλυσή τους συνεπάγεται την είσοδό τους σε ένα μακροχρόνιο και αδιέξοδο καθεστώς ανεργίας;
 
Πώς τα άτομα αυτά -αλλά και η κοινωνία στην οποία ανήκουν- επιχειρούν να διαχειριστούν και να εκλογικεύσουν την απώλεια ή την αδυναμία εύρεσης εργασίας που, λόγω της αποστέρησης του κοινωνικού τους ρόλου, βιώνεται ως «προσωπική» καταστροφή;
 
Με αφορμή τα πρόσφατα δημοσιευμένα δεδομένα για την ανεργία στον τόπο μας, διαπιστώνουμε ότι οι συνήθεις κοινωνικοοικονομικές «αναλύσεις», όσο ακριβείς κι αν ακούγονται, αφήνουν δυστυχώς αναπάντητα τέτοια καυτά ερωτήματα, όχι μόνο από αδιαφορία για την αγωνία των ανέργων αλλά και από εγγενή γνωσιακή αδυναμία:
 όταν οι σχετικές αναλύσεις εστιάζουν αποκλειστικά σε αφηρημένες οικονομικές παραμέτρους ή στις απρόβλεπτες και χαοτικές διεθνείς χρηματοπιστωτικές εξελίξεις, τότε δεν μπορεί παρά να παραλείπονται σκοπίμως οι καταστροφικές συνέπειές τους στη ζωή των ανθρώπων. 

Η ανθρώπινη ζωή απογυμνώνεται όταν εκτίθεται στον εργασιακό θάνατο 


Η καλπάζουσα ανεργία στον τόπο μας, αλλά και σε άλλες πιο «αναπτυγμένες» ευρωπαϊκές κοινωνίες, είναι προϊόν της ολέθριας και εντελώς ανορθολογικής νεοφιλελεύθερης επιλογής να εναποθέτουμε το μέλλον της ζωής μας στην άναρχη και ανεξέλεγκτη ανάπτυξη των αγορών. 
Η τελευταία διεθνής οικονομική κρίση, σε συνδυασμό με τις εγχώριες οικονομικές-πολιτικές παθολογίες, έχει αυξήσει δραματικά το ποσοστό των ανέργων στην Ελλάδα.
Με δεδομένη μάλιστα την οικονομική ύφεση που παρατείνεται λόγω της μνημονιακής πολιτικής, την επόμενη δεκαετία η διεύρυνση της ανεργίας σε ολοένα και ευρύτερα κοινωνικά στρώματα θα πρέπει να θεωρείται βέβαιη.
 
Ηδη η προοπτική μιας παρατεταμένης κατάστασης ανεργίας δεν απειλεί μόνο τους νέους κάτω των 25 ετών αλλά πλέον και μεσήλικες από 40 έως 60 ετών, οι οποίοι, ενώ έχουν εργαστεί επί σειρά ετών, εν μιά νυκτί βρίσκονται απολυμένοι χωρίς καμιά δυνατότητα επανένταξης στον κόσμο της εργασίας.
 

Καταστροφική αυτο-εικόνα 


Η πρώτη συνέπεια της απώλειας της εργασίας είναι προφανώς η στέρηση μιας σταθερής πηγής εισοδήματος απαραίτητου για την επιβίωση.
Ομως, η παρατεταμένη κατάσταση ανεργίας έχει και άλλες δραματικές επιπτώσεις στην κοινωνική και ατομική ζωή των ανέργων·επιπτώσεις που, σε αρκετές περιπτώσεις, είναι πολύ πιο επώδυνες και καταστροφικές από την έλλειψη χρημάτων.
 
Το γεγονός αυτό, μολονότι υποβαθμίζεται ή και παραβλέπεται συστηματικά από τις αρμόδιες αρχές, εντούτοις επιβεβαιώνεται από πλήθος ειδικών ερευνών.
«Οι πρώτες μελέτες για τις κοινωνικές και ψυχολογικές συνέπειες της ανεργίας πραγματοποιήθηκαν κατά τον Μεσοπόλεμο και είχαν επικεντρωθεί αποκλειστικά στην απειλή της φτωχοποίησης, και ειδικότερα στις πιο ακραίες περιπτώσεις φτώχειας. Ελάχιστη σημασία είχε δοθεί τότε στον ρόλο της εργασίας στη διαμόρφωση της προσωπικής ταυτότητας», υποστηρίζει ο
Duncan Gallie, καθηγητής Κοινωνιολογίας στην Οξφόρδη και διεθνώς αναγνωρισμένη αυθεντία στη μελέτη των επιπτώσεων της ανεργίας στις δυτικές κοινωνίες. 
Από τις έρευνες του
Gallie και πολλών άλλων σε χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης προκύπτει ότι όχι μόνο οι κοινωνικο-οικονομικές αλλά και οι ψυχολογικές πτυχές της μακροχρόνιας ανεργίας παίζουν καθοριστικό ρόλο στην αδυναμία επανένταξης πολλών ατόμων στην παραγωγή.
Τα άκρως ενδιαφέροντα συμπεράσματα αυτών των ερευνών δημοσιεύτηκαν, μάλιστα, στο βιβλίο «
Resisting marginalization», που επιμελήθηκε ο ίδιος ο Gallie. 
Πάντως, οι πρώτες σοβαρές μελέτες των ψυχολογικών επιπτώσεων της ανεργίας πραγματοποιήθηκαν το 1938 από τους
Philip Eisenberg και Paul F. Lazarsfeld, οι οποίοι, αναλύοντας τις αντιδράσεις των ανέργων, αναγνώρισαν τρία τυπικά στάδια ή φάσεις: 
1)Το πρώτο στάδιο χαρακτηρίζεται από την απόρριψη και τη συστηματική άρνηση της νέας κατάστασης: το άτομο αρνείται να αποδεχτεί ότι έχασε την εργασία του και ελπίζει ότι με κάποιο τρόπο θα επαναπροσληφθεί ή θα βρει άλλη καλύτερη εργασία. 
2)Ακολουθεί το στάδιο της απαισιοδοξίας και της ανησυχίας: ύστερα από αρκετές αποτυχημένες προσπάθειες εύρεσης εργασίας αρχίζει να συνειδητοποιεί τη δεινή κατάστασή του. 
3) Συνήθως έπειτα από εννιά μήνες ανεργίας εισέρχεται στο στάδιο της απελπισίας και της κατάθλιψης: δεν βλέπει καμία διέξοδο ή προοπτική λύσης στο πρόβλημά του.  Μετέπειτα έρευνες των κοινωνικών ψυχολόγων έδειξαν ότι κάθε άνθρωπος, ανάλογα με τους κοινωνικούς ρόλους που έχει αποδεχτεί, τείνει να δημιουργεί μια εικόνα του εαυτού του, μια φαντασιακή αυτο-εικόνα.
Από αυτήν την αυτο-εικόνα εξαρτάται η αυτοεκτίμηση που απαιτείται για τη «σωστή» κοινωνική ένταξή του.
Επομένως, η απώλεια εργασίας επηρεάζει αρνητικά και τις δύο αυτές συμπληρωματικές διαστάσεις της ζωής μας:
 τόσο τον «πραγματικό» κοινωνικό μας ρόλο όσο και την «υποκειμενική» αυτοεκτίμησή μας. 
Ισως γι’ αυτό οι περισσότεροι ειδικοί συμφωνούν στο ότι το πιο ουσιαστικό σύμπτωμα της παρατεταμένης ανεργίας δεν είναι τόσο η έλλειψη χρημάτων όσο η απώλεια της αυτοεκτίμησης και του αυτοσεβασμού.
Αυτή η διαβρωτική αίσθηση μιας «άχρηστης» και «επισφαλούς» ζωής στο περιθώριο της κοινωνίας οδηγεί τους ανέργους σε φαινομενικά απονενοημένες πράξεις, όπως το να περιφέρονται καθημερινά στον χώρο όπου εργάζονταν μέχρι πρόσφατα ή να συνεχίζουν να υπογράφουν στο βιβλίο παρουσιών της κλειστής εταιρείας, όπως έκαναν καθημερινά και για καιρό οι άνεργοι μετά το κλείσιμο των Ναυπηγείων Σκαραμαγκά.
 
Η εσωτερίκευση και η παγίωση αυτής της κατάστασης οδηγεί, κατά κανόνα, σε ενοχικά και αυτοευνουχιστικά συναισθήματα που όχι μόνο αναιρούν κάθε προσπάθεια ψυχολογικής αυθυπέρβασης ή εξόδου από την «προσωπική» κρίση, αλλά αποτελούν τροχοπέδη και στην αναζήτηση εργασίας, ιδίως σε χαλεπούς οικονομικά καιρούς.
 
Η αδράνεια και η ακινησία είναι τα τυπικά γνωρίσματα μιας εσφαλμένης και ενοχικής εσωτερίκευσης του προβλήματος της ανεργίας.
Ο άνεργος βιώνει την κατάστασή του ως προσωπικό πρόβλημα, που σχετίζεται, υποτίθεται, με κάποιες υποκειμενικές ελλείψεις ή αδυναμίες και όχι, όπως ισχύει στην πραγματικότητα, με τα αντικειμενικά οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα που επιβάλλουν τη βαρβαρότητα της ανεργίας.
 

Παραδόξως, η «αλλοτριωτική» εργασία δημιουργούσε ανέκαθεν ενεργούς κοινωνικούς δράστες, δηλαδή πολίτες. Η επιβεβλημένη μαζική ανεργία, αντίθετα, αλλοτριώνει από την ανθρώπινη κατάσταση μεγάλα τμήματα του πληθυσμού, επαναφέροντάς τα σε μια κατάσταση κοινωνικής βαρβαρότητας. 

Κοινωνική απογύμνωση 


Στην ταινία «The Full Monty», που προβλήθηκε στην Ελλάδα πριν από πολλά χρόνια με τον παραπλανητικό τίτλο «Αντρες με τα όλα τους» ενώ στην αγγλική αργκό σημαίνει το πλήρες ξεγύμνωμα, ο σκηνοθέτης Peter Cattaneoπαρουσίασε με μεγάλη ευαισθησία τις αντιδράσεις των διαφορετικών κοινωνικών τάξεων στην ανεργία.
Στην ταινία, οι εργάτες ενός χαλυβουργείου στην Αγγλία, όταν μένουν άνεργοι, τελικά καταφέρνουν να αντισταθούν στην κατάθλιψη παρά την απελπιστική τους οικονομική κατάσταση.
Αντίθετα, ο πρώην διευθυντής τους καταφεύγει σε μια ψευδαισθησιακή «λύση»:
 συνεχίζει να βγαίνει κάθε πρωί από το σπίτι του άψογα ντυμένος, κρύβοντας ακόμη και από τη γυναίκα του το γεγονός ότι είναι άνεργος. 
Αυτού του είδους η ψυχολογική άρνηση είναι η τυπική αντίδραση των περισσότερων «γιάπηδων», όταν χάνουν απροσδόκητα την περίοπτη κοινωνική τους θέση.
Μάνατζερ, διευθυντικά στελέχη μεγάλων εταιριών και επιτυχημένοι ελεύθεροι επαγγελματίες αρνούνται συνήθως να αποδεχτούν το γεγονός ότι, παρά τις μέχρι τότε φιλότιμες προσπάθειές τους, βρίσκονται τελικά στη θέση των θυμάτων του συστήματος που με τόση ενέργεια και πάθος οι ίδιοι μέχρι τότε υπηρετούσαν.
 
Εξάλλου, τα στατιστικά στοιχεία επιβεβαιώνουν το γεγονός ότι η ανεργία στις πιο υψηλές κοινωνικές τάξεις δεν γίνεται σχεδόν ποτέ αποδεκτή και τα άτομα αυτά αρνούνται ακόμη και να φανταστούν το ενδεχόμενο να αλλάξουν εργασιακό καθεστώς ή να αναζητήσουν μιαν άλλη, κοινωνικά «υποδεέστερη» εργασία.
Ετσι, αντί να αντιδράσουν ενεργητικά πέφτουν σε κατάθλιψη, και όχι σπάνια οδηγούνται στην αυτοκτονία.
 
Ωστόσο σήμερα όλο και συχνότερα η επιβολή της μαζικής ανεργίας αλλοτριώνει από την ανθρώπινη κατάσταση μεγάλα τμήματα του πληθυσμού, καταδικάζοντάς τα σε μια πρωτόγνωρη κατάσταση κοινωνικής ανασφάλειας.
 
Το πόσο παραλυτικό ή αυτοκαταστροφικό θα είναι το αίσθημα κοινωνικού αποκλεισμού που αισθάνεται ο άνεργος εξαρτάται ασφαλώς από υποκειμενικούς παράγοντες, κυρίως όμως από κοινωνικούς παράγοντες που θεωρούνται εσφαλμένα «εξωγενείς»: για παράδειγμα από την κοινωνική αλληλεγγύη και την αποτελεσματική υποστήριξη του κράτους πρόνοιας μέσα στο οποίο ζει ο άνεργος.
Οπως ανακάλυψε μετά από πολυετείς έρευνες ο
Duncan Gallie, στις βόρειες χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης, όπου το κράτος πρόνοιας είναι ιδιαίτερα ανεπτυγμένο, η περιθωριοποίηση και ο κοινωνικός αποκλεισμός λόγω ανεργίας βιώνονται διαφορετικά και ηπιότερα από ό,τι στις μεσογειακές χώρες του Νότου. 
Στον Βορρά η περιθωριοποίηση των ανέργων δεν οφείλεται τόσο στην έλλειψη ενός σταθερού μισθού -τουλάχιστον μέχρι σήμερα, τα επιδόματα ανεργίας τούς επιτρέπουν να επιβιώνουν αξιοπρεπώς- όσο στην απώλεια του κοινωνικού τους ρόλου και στο ενοχικό συναίσθημα ότι ζουν σε βάρος των άλλων.
 
Στις μεσογειακές ευρωπαϊκές χώρες, αντίθετα, τη στήριξη των ανέργων αναλαμβάνει το στενό οικογενειακό τους περιβάλλον.
Ομως, η οικονομική δυσχέρεια των περισσότερων οικογενειών, σε συνδυασμό με την απουσία ενός στιβαρού κράτους πρόνοιας, καθιστά ανυπόφορη τη ζωή των ανέργων στον Νότο και τους εξωθεί σε πιο βίαιες ή αυτοκαταστροφικές αντιδράσεις.
 
Σε ανάλογα συμπεράσματα οδηγούν και οι αποκαλυπτικές έρευνες του
Ofer Sharone, εβραϊκής καταγωγής κοινωνιολόγου που διδάσκει στο ΜΙΤ.
Ο
Sharone μελέτησε συστηματικά τη συμπεριφορά 100 Αμερικανών και 100 Ισραηλιτών γιάπηδων οι οποίοι βρέθηκαν απρόσμενα στο δρόμο, ενώ μέχρι τότε εργάζονταν στον τομέα της βιομηχανίας υψηλής τεχνολογίας με παχυλούς μισθούς.
Διαπίστωσε λοιπόν ότι
 «οι Ισραηλινοί μάνατζερ όταν δεν βρίσκουν εργασία τείνουν να αποδίδουν την ευθύνη στο κοινωνικό σύστημα και στους θεσμούς, ενώ οι Αμερικανοί κατηγορούν τον εαυτό τους. Συνεπώς οι πρώτοι αντιδρούν με μεγαλύτερο θυμό αλλά και με περισσότερη ενεργητικότητα, ενώ οι δεύτεροι τείνουν σταδιακά να χάνουν την εμπιστοσύνη στον εαυτό τους. Ουσιαστικά, οι Αμερικανοί θεωρούν ότι δεν βρίσκουν εργασία επειδή κάτι δεν πάει καλά με τους ίδιους». 
Πάντως, τα μέχρι σήμερα διεθνή στατιστικά στοιχεία επιβεβαιώνουν ότι κάθε αύξηση της ανεργίας κατά 3% συνεπάγεται αύξηση της φτώχειας και καταστροφή του κοινωνικού ιστού μιας χώρας.
Και επιπλέον, όπως διαπιστώνουμε τα τελευταία χρόνια και στην Ελλάδα, επιβαρύνει σοβαρά την ψυχική και σωματική υγεία των ανέργων:
 καταθλιπτικά συμπτώματα, αύξηση των ισχαιμικών καρδιακών και εγκεφαλικών επεισοδίων, απόπειρες αυτοχειρίας. 

Αν, σύμφωνα με τη Βίβλο, η εργασία επιβάλλεται ως τιμωρία στην ανθρώπινη κατάσταση, στη μετανεωτερική κόλαση των αρχών του εικοστού πρώτου αιώνα η απώλεια της εργασίας βιώνεται ως η πλήρης απανθρωποποίηση των ανέργων. 

Για τη νέα νευρο-οικονομική στρατηγική 


Στην εποχή της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας, κυρίως μετά την τελευταία διεθνή οικονομική κρίση, δεν θα έπρεπε πλέον να θεωρείται ούτε οικονομικά εύλογο ούτε πολιτικά επιθυμητό το να αφήνουμε τη διαχείριση του χρήματος στις αποκτηνωτικές και ανθρωποκτόνες στρατηγικές των αγορών.
Εξάλλου, σχεδόν οι πάντες παραδέχονται πως αυτή η κρίση προέκυψε αποκλειστικά από τα δικά τους ολέθρια «λάθη»!
 
Η επιλεκτική αλλά μαζική υποτίμηση της αξίας της εργασίας έχει ως συνέπεια αφενός την εξαΰλωση και την ανεξέλεγκτη «κινητικότητα» του χρήματος και αφετέρου την εξαθλίωση μεγάλων τμημάτων του πληθυσμού, ο οποίος «αντιδρά» με την εντυπωσιακή αύξηση των ψυχοσωματικών παθήσεων και των αυτοκτονιών.
 
Συνεπώς, είναι σήμερα επιτακτική η κοινωνική αναγκαιότητα να αναγνωρίσουμε ότι, πέρα από τις όποιες έγκυρες οικονομικές ή κοινωνιολογικές αναλύσεις, οφείλουμε να διερευνήσουμε και τις λιγότερο εμφανείς νευρο-ψυχολογικές συνέπειες που έχει η τυφλή και ανάλγητη εφαρμογή της αρχής του «κέρδους για το κέρδος».
 
Στις εξαιρετικά πιεστικές συνθήκες -τόσο από χρονική όσο και από ψυχολογική άποψη- κάτω από τις οποίες εργάζονται, οι σημερινοί οικονομολόγοι, τραπεζίτες και χρηματιστές είναι αναγκασμένοι να υιοθετούν έναν ημιαυτόματο και εν πολλοίς διαισθητικό τρόπο σκέψης, ο οποίος κάθε άλλο παρά ανεπηρέαστος είναι από τις ιδεοληψίες και τις ψυχολογικές τους διαθέσεις.
Επιπλέον, η μεγάλη ταχύτητα με την οποία λαμβάνονται οι αποφάσεις, η υποχρεωτικά ελλιπής λογική επεξεργασία τους, αλλά και η περιορισμένη επίγνωση των όσων διαδραματίζονται ή διακυβεύονται συνολικά, καθιστούν τις περισσότερες οικονομικές επιλογές κοντόφθαλμες και επισφαλείς, για να μην πούμε αυθαίρετες.
 


Πράγματι, στις κλασικές οικονομικές αναλύσεις με όρους κέρδους-ζημιάς θα πρέπει να συνεκτιμηθούν και άλλες -σκοπίμως παραγνωρισμένες!- μεταβλητές οι οποίες, ενδεχομένως, θα μπορούσαν να μας διαφωτίσουν περισσότερο για το πώς και το γιατί η συγκέντρωση ή η απώλεια του «άυλου» χρήματος επηρεάζει όχι μόνο το κοινωνικό στάτους Κάθε πολίτη αλλά και την ψυχοσωματική του υγεία. 
Σε τελευταία ανάλυση, οι πραγματικοί πρωταγωνιστές στο «οικονομικό παιχνίδι» εξουσίας είναι η ηδονή και ο πόνος: η ηδονή που επιφέρει το κέρδος και η οδύνη που συνοδεύει την απώλειά του.
Και η ακατάπαυστη εναλλαγή αυτών των συναισθημάτων σε καθημερινή βάση δεν μπορεί παρά να τρελαίνει τον ανθρώπινο νου.
Ο οποίος, προφανώς, δεν σχεδιάστηκε από τη βιολογική εξέλιξη του είδους μας για να παρακολουθεί την πορεία των μετοχικών κεφαλαίων και να ποντάρει σ’ αυτά για την επιβίωσή του.
Παρόλα αυτά και παρά τον αφύσικο χαρακτήρα του «άυλου» χρήματος -αδιάφορο αν είναι χρηματοπιστωτικό ή πλαστικό- οι συνέπειες της παρουσίας ή της απουσίας του στην πραγματική ζωή είναι... υλικότατες.
 

ΠΗΓΗ: ideopigi
Σχόλια