Άνθρωποι και «Τερμίτες»

 

Του Τρύφων Λιώτα

Η ταινία «Το Σμαραγδένιο Δάσος» (The Emerald Forest, 1985, UK) είναι ένα ξεχασμένο και συχνά υποτιμημένο αριστούργημα. Έχει στο επίκεντρο του την πάλη μεταξύ ανθρώπου και φύσης και αποτελεί μια από τις πρώτες ταινίες που ευαισθητοποιήθηκαν στο θέμα του Αμαζονίου και του περιβάλλοντος, την εποχή (δεκαετία του '80) που ξεκίνησε η συνειδητοποίηση του κοινού για τέτοια θέματα. 

Ο Ιρλανδός σκηνοθέτης, John Boorman, είναι γνωστός για το ενδιαφέρον του πάνω στον άνθρωπο με ταινίες όπως το Deliverance (1972) με επίκεντρο την πάλη μεταξύ των ανθρώπων, και το Zardoz (1974) με επίκεντρο την πάλη της εξουσίας με την πλέμπα καθώς και την αγάπη της πρώτης για την αθανασία.

Πρόκειται για ένα δράμα βασισμένο σε πραγματικά γεγονότα (την απαγωγή ενός εφτάχρονου από μια φυλή αυτοχθόνων ινδιάνων του Αμαζονίου το 1972) με στοιχεία δράσης και περιπέτειας αλλά αυτό που την κάνει ιδιαίτερη είναι η προβολή ανθρωπολογικών και εθνογραφικών στοιχείων που αγγίζει τα όρια του ντοκιμαντέρ. Πριν τα γυρίσματα ο σκηνοθέτης έζησε μαζί με μια φυλή ώστε να μπορέσει να μελετήσει την κουλτούρα και τα έθιμα της, ώστε να μπορέσει να τα αποδώσει πιστά στην οθόνη. Σύμφωνα με μαρτυρίες ινδιάνων, που πλέον ζούνε σε πόλεις κοντά στην περιοχή, η απόδοση ήταν εξαιρετική τόσο σχετικά με τα σκηνικά και τα ρούχα όσο και με τις παραδόσεις.

Η απαγωγή του εφτάχρονου γιου του υπεύθυνου για την κατασκευή ενός μεγάλου φράγματος στην περιοχή οδηγεί τον πατέρα σε μια αναζήτηση που θα διαρκέσει 10 χρόνια. Στο μεσοδιάστημα ο νεαρός θα μεγαλώσει (τον ρόλο του 17χρονου παίζει ο γιος του σκηνοθέτη) και θα αφομοιωθεί πλήρως από τον πολιτισμό των «αγρίων» οι οποίοι τον απήγαγαν για τον απλούστατο λόγο ότι μαζί τους θα είχε μια καλύτερη ζωή απ’ ότι στη «νεκρή γη». Η νεκρή γη είναι η γη πέρα από το «τέλος του κόσμου» που για τους ινδιάνους αντιπροσωπεύουν τα όρια του δάσους, τα οποία χρόνο με το χρόνο μικραίνουν. Μικραίνουν από τις δραστηριότητες των «ανθρώπων τερμιτών», όπως ονομάζουν την φυλή των λευκών, αφού καταστρέφουν τα δέντρα σαν τερμίτες. Η φυλή που τον υιοθετεί είναι οι Αόρατοι άνθρωποι. Μια φιλειρηνική φυλή η οποία βάφεται με τα χρώματα του δάσους ώστε να γίνεται αόρατη στους άλλους ανθρώπους.

Η ιδέα ότι όλοι οι ινδιάνοι είναι καλοί αποδομείται με την φυλή των «Άγριων ανθρώπων», μια άλλη φυλή που μας δείχνει ότι οι ινδιάνοι είναι το ίδιο άγριοι όσο εμείς. Άγριοι λοιπόν είμαστε το ίδιο, το ερώτημα είναι ποιος είναι πιο σοφός. Οι πρωτόγονοι της νεολιθικής εποχής ινδιάνοι ή οι σύγχρονοι κατασκευαστές φραγμάτων και καταστροφείς των δασών; Οι ινδιάνοι ζούνε μια ελεύθερη ζωή όπου το κάθε μέλος είναι ελεύθερο, ανεξάρτητο και αύταρκες. Παρ’ όλα αυτά επιδεικνύουν αξιοθαύμαστη συλλογικότητα όταν πρόκειται να προστατευτούν από εξωτερικούς κινδύνους. Ο αρχηγός είναι ένας πνευματικός ηγέτης και όχι ένας εξουσιαστής αρχηγός. «Τι αρχηγός θα ήμουν», αναρωτιέται, «αν διέταζα τους ανθρώπους της φυλής μου να κάνουν κάτι που δεν τους αρέσει ή δε θέλουν».

Οι τελετές που γινόμαστε μάρτυρες είναι αυτή του ζευγαρώματος, της «μεταμόρφωσης» στο ζώο – βοηθό με την βοήθεια παραισθησιογόνων, η νεκρική τελετή και η ενηλικίωση. Αυτή η τελευταία ειδικά έχει ειδικό βάρος στην σχέση των δύο συγκρουόμενων κόσμων. Σε αντιδιαστολή με την σιγουριά και την ασφάλεια του σύγχρονου κόσμου η τελετή των ινδιάνων είναι επικίνδυνη για τη σωματική ακεραιότητα και τη ζωή του νεαρού. Οι σύγχρονες κοινωνίες και κυβερνήσεις αποφεύγουν ή παραλείπουν το βάρος της δημιουργίας ώριμων και υπεύθυνων ανθρώπων. 

Στο βάθος υπάρχει ο πυρήνας της σχέσης του νεαρού με τους δύο πατέρες του: Τον βιολογικό και τον θετό. Ο βιολογικός πατέρας θα δει με τα μάτια του πως οι ινδιάνοι κατέχουν μια γνώση και μια συνείδηση ανώτερη από τη δικιά του και θα συνειδητοποιήσει ότι ο ίδιος έχει συνεισφέρει στην καταστροφή της ζωής. Από εδώ και πέρα δεν μπορεί πλέον να δει τα πράγματα με την ίδια ματιά. Δεν μπορεί να ξαναγυρίσει πίσω με το γιο του αλλά θα τον βοηθήσει όταν αυτός θα του το ζητήσει. Και ειδικά σε ένα αναπάντεχο τέλος όπου η αρχαία μαγεία των σαμάνων θα ενωθεί με τον αφυπνισμένο πια βιολογικό πατέρα δίνοντας μας ελπίδα για το μέλλον. 

Πρόκειται για μια ταινία με σαφές περιβαλλοντολογικό μήνυμα η οποία είναι συναρπαστική από την αρχή ως το τέλος. Οι επιπτώσεις στη ζωή των αυτοχθόνων ινδιάνων του Αμαζονίου είναι το κύριο θέμα της ταινίας και «μιλάει» εκ μέρους των αφού ζώντας απομονωμένοι, ούτε φωνή διαθέτουν για να ακουστούν, ούτε επίσημα στοιχεία υπάρχουν. 

Ως επίλογο θα μεταφράσω μια παράγραφο από τις επιπτώσεις του φράγματος του Tucurui (είναι το φράγμα που προβάλλεται στην ταινία) από την Wikipedia: 

«Το φράγμα του Tucurui έφερε ρεύμα σε 13 εκατομμύρια ανθρώπους και το 60% της ισχύος μεταφέρεται σε βιομηχανίες οι οποίες δημιούργησαν κάτι λιγότερο από 2000 θέσεις εργασίας. Κατά την διάρκεια των εργασιών στις αρχές της δεκαετίας του 1980 απομακρύνθηκαν 25 με 35 χιλιάδες άνθρωποι από την ζώνη για τη δημιουργία της δεξαμενής αποθήκευσης του νερού. 

Οι 14 χιλιάδες από αυτούς μεταφέρθηκαν από την κυβέρνηση. Οι 3750 από αυτούς τους τελευταίους ξαναγύρισαν να κατοικήσουν σε νησιά που είχαν δημιουργηθεί στην δεξαμενή, τα οποία στερούνται κατάλληλων υποδομών. Η κατασκευή προσέλκυσε μετανάστες οι οποίοι αύξησαν τα κρούσματα ελονοσίας και AIDS. Η ολοκλήρωση της πρώτης φάσης του φράγματος, το 1984, οδήγησε σε ένα μεγάλο ποσοστό ανεργίας αναγκάζοντας 20000 ανθρώπους να μεταναστεύσουν από την περιοχή. 

Η συνολική μεγάλη εισροή ανθρώπων στην περιοχή έχει οδηγήσει στην αποψίλωση των δασών και σε αρνητικές επιπτώσεις από την αυξημένη κτηνοτροφία. Οι αυξήσεις του πληθυσμού εντείναν το πρόβλημα των ήδη υπαρχουσών υποδομών ή κατέδειξαν την έλλειψη αυτών».
ΠΗΓΗ: stontoixo
Σχόλια