Ἕνας ἕνας στὴν ἄβυσσο…
ΕΤΣΙ ΜΟΥ ΔΙΗΓΗΘΗΚΕ τὴν παρακάτω ἱστορία ἕνας καλὸς φίλος μου, ἔτσι τὴν γράφω κι ἐγώ.
Ἕνας ἕνας στὴν ἄβυσσο...
«...Κι ἤταν μιὰ νύκτα βροχῆς. Παραμονὴ Χριστουγέννων. Τὰ μεσάνυκτα χτυποῦν τὴν πόρτα μου. Ταράχτηκα. Ἡ ὥρα τῆς κυκλοφορίας ἤτανε περασμένη. Δὲν θὰ μποροῦσε νἄταν τίποτ’ ἄλλο. Κανείς μας δὲν ἤξαιρε τότε τὶ τὸν περίμενε ἀπὸ τὴν μιὰ ἡμέρα στὴν ἄλλη. Καὶ πραγματικά. Ἕνας Γερμανὸς ψηλὸς ὥς ἀπάνω μπῆκε στὸ σπίτι μας. Ἡ γυναῖκα μου ἔτρεμε πίσω μου σὰν τὸ καλάμι. Ὁ Γερμανὸς κάνει ἕνα βῆμα ἀκόμα.
-«Ποῦ ἔχετε, μὲ ρωτάει, τὸ χριστουγεννιάτικο δένδρο σας;» Καὶ βγάζει ἀπὸ τὴν τσέπη του δυὸ μικρὰ παιχνιδάκια.
-«Τὸ χριστουγεννιάτικο δέντρο μας; Δὲν ἔχουμε,» τοῦ ἀπαντῶ. «Εἴμαστε φτωχοί. Δὲν ἔχουμε χριστουγεννιάτικο δέντρο...»
Ὁ στρατιώτης, σηκώνοντας τὸ κεφάλι του, κυττάζει ἀπὸ τὴν μισάνοικτη πόρτα τὸ κρεββάτι τοῦ ἀποκοιμισμένου παιδιοῦ μας καὶ προχωρεῖ κατὰ κεῖ μὲ τὸ βρεγμένο του πηλίκιο στὰ χέρια του. Στέκεται ὄρθιος, τὸ κυττάζει γιὰ λίγο καὶ ξαπλώνεται πλάϊ του χαϊδεύοντάς του ἀλαφρὰ ἀλαφρὰ τὰ μαλλιά. Περνοῦν πέντε λεπτά… Ἐγὼ κι ἡ γυναῖκα μου περιμένουμε ὄρθιοι στὴν πόρτα. Περνοῦν δέκα λεπτά. Ἀκοῦμε τὸν στρατιώτη νὰ ῥοχαλίζῃ. Ἡ γυναῖκα μου, ξεστρώνει μιὰ κουβέρτα ἀπὸ τὸ κρεββάτι μας καὶ περπατῶντας στὰ δάκτυλα, πηγαίνει καὶ τὸν σκεπάζει. Καθόμαστε ἔπειτα σιωπηλοί.
«Ὅλοι εἴμαστε ἄνθρωποι, μοῦ λέει ἐκείνη. Γιὰ σκέψου καλά. Ξαίρεις τί λέω; Ἂν μπορούσαμε, γιὰ χάρη αὐτοῦ τοῦ στρατιώτου, ποὖναι κι αὐτὸς ἕνας ἄνθρωπος, ν’ ἀγοράζαμε ἕνα χριστουγεννιάτικο δέντρο... » Τὴν κυττάζω κι ἐγὼ σκεπτικός.
«Ὄχι, τῆς λέω. Ἔχουμε τόσους φυλακισμένους καὶ τόσους ποὺ ἀγωνίζονται ὄξω δίχως ψωμί. Ἀλλοιῶς... Δὲν λέω. Ὅλοι εἴμαστε ἄνθρωποι. Τὸ ξαίρω κι ἐγώ...»
Τὴν ἄλλη ἡμέρα, ἐνῶ ἔπαιρνε σιγὰ-σιγὰ νὰ βραδυάζει, μὲ περίμενε στὴν ἄκρη μιᾶς λεωφόρου, ὁ Κάρολος, ὁ Γερμανὸς στρατιώτης ποὺ ἦλθε στὸ σπίτι μου. Βαδίζουμε πλάϊ-πλάϊ κάτω ἀπὸ τὴν ἀλλέα μὲ τὶς πιπεριὲς καὶ πηγαίνουμε νὰ πιοῦμε κρασί. Καθόμαστε σ’ ἕνα τραπέζι, μόνοι μας στὴν ἀρχὴ κι ὕστερα μαζὺ μὲ δυὸ ἄλλους φίλους μου. Ὁ Κάρολος τραγουδάει σιγὰ ἕνα λαϊκὸ γερμανικὸ τραγούδι καὶ τὰ μάτια του λάμπουν σὰν δυὸ κρίνοι βρεγμένοι ἀπὸ τὴν δροσιά. Ἕνας φίλος μου, ὅταν τελειώνῃ ἐκεῖνος, πιάνει καὶ τραγουδάει τὴν φλαμουριά. Τὸν ἀκούει ὁ Κάρολος καὶ πίνει τὸ ἕνα ποτήρι ἀπάνω στὸ ἄλλο.
«-Ἔ! Κάρολε. Τοῦ λέει ὁ ἕνας ἀπὸ τοὺς φίλους μου. Ὅταν καμμιὰ φορά, θαρθοῦμε καὶ μεῖς ἐκεῖ ἐπάνω στὸν Ῥῆνο, θὰ μᾶς προσφέρης κρασί, πολὺ καλλίτερο ἀπὸ τοῦτο... ”
Ἔχω μιὰ στιγμὴ ζαλιστεῖ καὶ δὲν καταλαβαίνω τὶ γίνεται, ὅταν βλέπῳ τὸν Κάρολο νὰ σηκώνεται ὄρθιος καὶ νὰ δίνῃ ἕναν μπάτσο στὸν φίλο μου. «Ἐσεῖς, δὲν θὰ ρθεῖτε ποτὲ στὸν Ῥῆνο!» τοῦ λέει φτύνοντας στὸ τραπέζι. Τινάζομαι ὄρθιος καὶ κάνω νὰ ἡσυχάσῳ τὸν Κάρολο, πιάνοντάς τον ἀπὸ τὰ μπράτσα. Ἐκεῖνος, κάνοντας μιὰν ἀπότομη κίνηση, τραβάει τὸ πιστόλι ἀπὸ τὴν μέση του καὶ μοῦ τὸ καρφώνει στὸ στῆθος. Κι ἀμέσως, κάνοντας μιὰ δεύτερη κίνηση, βάζει τὸ πιστόλι στήν θήκη του. Δίνει μιὰ κλωτσιὰ στὴν καρέκλα ποὺ εἶναι μπροστά του, τρέχει, ἀνοίγει τὴν πόρτα καὶ χάνεται. Καθὼς τρέχει, μοῦ φαίνεται πὼς σκορπίζονται ἀπὸ τὰ θυμωμένα του μάτια μιὰ χουφτιὰ σπίθες μὲς στὴν ταβέρνα. Ἐμεῖς, ξυλιασμένοι στὶς θέσεις μας, κυτταζόμαστε, σὰβ νὰ χάσαμε τὴν φωνή μας. Τὰ χέρια μας ἔχουν παραλύσει. Ἀφήνουμε τὰ ποτήρια μας γιομάτα κρασί κι ὁ ἕνας μας πίσω ἀπ’ τὸν ἄλλο, σηκώνουμε τοὺς μαύρους γιακάδες μας, ἀνοίγουμε τὴν πόρτα καὶ χανόμαστε μὲς στὸ σκοτάδι, σὰ νὰ πηδᾶμε, ἕνας-ἕνας στὴν ἄβυσσο…»
Νικηφόρος Βρεττάκος
Πηγή: Γιὰ τὴν Χιλιάκριβη τὴν Λευτεριά, Διηγήματα τῆς Ἀντιστάσεως, Πολιτιστικές καὶ λογοτεχνικὲς ἐκδόσεις, Ἀθήνα, 1961.
Νικηφόρος Βρεττάκος (Κροκεὲς Λακωνίας, 1912-Ἀθήνα, 1991). Ποιητής. Δούλεψε ὡς ἰδιωτικὸς ὑπάλληλος (1930-1938) καὶ δημόσιος ὑπάλληλος (1938-1947) καὶ ὡς φιλολογικὸς συντάκτης περιοδικῶν καὶ ἐφημερίδων. Πῆρε μέρος στὸν ἑλληνοϊταλικὸ πόλεμο τοῦ 1940—41 καὶ κατόπιν στὴν Ἐθνικὴ Ἀντίσταση. Σπούδασε Φιλολογία στὴν Ἀθήνα. Πρώτη του ποιητικὴ συλλογή: «Κάτω ἀπὸ σκιὲς καὶ φῶτα» (1929).
Πανορμίτης Σπανὸς
filonoi.gr
Ἕνας ἕνας στὴν ἄβυσσο...
«...Κι ἤταν μιὰ νύκτα βροχῆς. Παραμονὴ Χριστουγέννων. Τὰ μεσάνυκτα χτυποῦν τὴν πόρτα μου. Ταράχτηκα. Ἡ ὥρα τῆς κυκλοφορίας ἤτανε περασμένη. Δὲν θὰ μποροῦσε νἄταν τίποτ’ ἄλλο. Κανείς μας δὲν ἤξαιρε τότε τὶ τὸν περίμενε ἀπὸ τὴν μιὰ ἡμέρα στὴν ἄλλη. Καὶ πραγματικά. Ἕνας Γερμανὸς ψηλὸς ὥς ἀπάνω μπῆκε στὸ σπίτι μας. Ἡ γυναῖκα μου ἔτρεμε πίσω μου σὰν τὸ καλάμι. Ὁ Γερμανὸς κάνει ἕνα βῆμα ἀκόμα.
-«Ποῦ ἔχετε, μὲ ρωτάει, τὸ χριστουγεννιάτικο δένδρο σας;» Καὶ βγάζει ἀπὸ τὴν τσέπη του δυὸ μικρὰ παιχνιδάκια.
-«Τὸ χριστουγεννιάτικο δέντρο μας; Δὲν ἔχουμε,» τοῦ ἀπαντῶ. «Εἴμαστε φτωχοί. Δὲν ἔχουμε χριστουγεννιάτικο δέντρο...»
Ὁ στρατιώτης, σηκώνοντας τὸ κεφάλι του, κυττάζει ἀπὸ τὴν μισάνοικτη πόρτα τὸ κρεββάτι τοῦ ἀποκοιμισμένου παιδιοῦ μας καὶ προχωρεῖ κατὰ κεῖ μὲ τὸ βρεγμένο του πηλίκιο στὰ χέρια του. Στέκεται ὄρθιος, τὸ κυττάζει γιὰ λίγο καὶ ξαπλώνεται πλάϊ του χαϊδεύοντάς του ἀλαφρὰ ἀλαφρὰ τὰ μαλλιά. Περνοῦν πέντε λεπτά… Ἐγὼ κι ἡ γυναῖκα μου περιμένουμε ὄρθιοι στὴν πόρτα. Περνοῦν δέκα λεπτά. Ἀκοῦμε τὸν στρατιώτη νὰ ῥοχαλίζῃ. Ἡ γυναῖκα μου, ξεστρώνει μιὰ κουβέρτα ἀπὸ τὸ κρεββάτι μας καὶ περπατῶντας στὰ δάκτυλα, πηγαίνει καὶ τὸν σκεπάζει. Καθόμαστε ἔπειτα σιωπηλοί.
«Ὅλοι εἴμαστε ἄνθρωποι, μοῦ λέει ἐκείνη. Γιὰ σκέψου καλά. Ξαίρεις τί λέω; Ἂν μπορούσαμε, γιὰ χάρη αὐτοῦ τοῦ στρατιώτου, ποὖναι κι αὐτὸς ἕνας ἄνθρωπος, ν’ ἀγοράζαμε ἕνα χριστουγεννιάτικο δέντρο... » Τὴν κυττάζω κι ἐγὼ σκεπτικός.
«Ὄχι, τῆς λέω. Ἔχουμε τόσους φυλακισμένους καὶ τόσους ποὺ ἀγωνίζονται ὄξω δίχως ψωμί. Ἀλλοιῶς... Δὲν λέω. Ὅλοι εἴμαστε ἄνθρωποι. Τὸ ξαίρω κι ἐγώ...»
Τὴν ἄλλη ἡμέρα, ἐνῶ ἔπαιρνε σιγὰ-σιγὰ νὰ βραδυάζει, μὲ περίμενε στὴν ἄκρη μιᾶς λεωφόρου, ὁ Κάρολος, ὁ Γερμανὸς στρατιώτης ποὺ ἦλθε στὸ σπίτι μου. Βαδίζουμε πλάϊ-πλάϊ κάτω ἀπὸ τὴν ἀλλέα μὲ τὶς πιπεριὲς καὶ πηγαίνουμε νὰ πιοῦμε κρασί. Καθόμαστε σ’ ἕνα τραπέζι, μόνοι μας στὴν ἀρχὴ κι ὕστερα μαζὺ μὲ δυὸ ἄλλους φίλους μου. Ὁ Κάρολος τραγουδάει σιγὰ ἕνα λαϊκὸ γερμανικὸ τραγούδι καὶ τὰ μάτια του λάμπουν σὰν δυὸ κρίνοι βρεγμένοι ἀπὸ τὴν δροσιά. Ἕνας φίλος μου, ὅταν τελειώνῃ ἐκεῖνος, πιάνει καὶ τραγουδάει τὴν φλαμουριά. Τὸν ἀκούει ὁ Κάρολος καὶ πίνει τὸ ἕνα ποτήρι ἀπάνω στὸ ἄλλο.
«-Ἔ! Κάρολε. Τοῦ λέει ὁ ἕνας ἀπὸ τοὺς φίλους μου. Ὅταν καμμιὰ φορά, θαρθοῦμε καὶ μεῖς ἐκεῖ ἐπάνω στὸν Ῥῆνο, θὰ μᾶς προσφέρης κρασί, πολὺ καλλίτερο ἀπὸ τοῦτο... ”
Ἔχω μιὰ στιγμὴ ζαλιστεῖ καὶ δὲν καταλαβαίνω τὶ γίνεται, ὅταν βλέπῳ τὸν Κάρολο νὰ σηκώνεται ὄρθιος καὶ νὰ δίνῃ ἕναν μπάτσο στὸν φίλο μου. «Ἐσεῖς, δὲν θὰ ρθεῖτε ποτὲ στὸν Ῥῆνο!» τοῦ λέει φτύνοντας στὸ τραπέζι. Τινάζομαι ὄρθιος καὶ κάνω νὰ ἡσυχάσῳ τὸν Κάρολο, πιάνοντάς τον ἀπὸ τὰ μπράτσα. Ἐκεῖνος, κάνοντας μιὰν ἀπότομη κίνηση, τραβάει τὸ πιστόλι ἀπὸ τὴν μέση του καὶ μοῦ τὸ καρφώνει στὸ στῆθος. Κι ἀμέσως, κάνοντας μιὰ δεύτερη κίνηση, βάζει τὸ πιστόλι στήν θήκη του. Δίνει μιὰ κλωτσιὰ στὴν καρέκλα ποὺ εἶναι μπροστά του, τρέχει, ἀνοίγει τὴν πόρτα καὶ χάνεται. Καθὼς τρέχει, μοῦ φαίνεται πὼς σκορπίζονται ἀπὸ τὰ θυμωμένα του μάτια μιὰ χουφτιὰ σπίθες μὲς στὴν ταβέρνα. Ἐμεῖς, ξυλιασμένοι στὶς θέσεις μας, κυτταζόμαστε, σὰβ νὰ χάσαμε τὴν φωνή μας. Τὰ χέρια μας ἔχουν παραλύσει. Ἀφήνουμε τὰ ποτήρια μας γιομάτα κρασί κι ὁ ἕνας μας πίσω ἀπ’ τὸν ἄλλο, σηκώνουμε τοὺς μαύρους γιακάδες μας, ἀνοίγουμε τὴν πόρτα καὶ χανόμαστε μὲς στὸ σκοτάδι, σὰ νὰ πηδᾶμε, ἕνας-ἕνας στὴν ἄβυσσο…»
Νικηφόρος Βρεττάκος
Πηγή: Γιὰ τὴν Χιλιάκριβη τὴν Λευτεριά, Διηγήματα τῆς Ἀντιστάσεως, Πολιτιστικές καὶ λογοτεχνικὲς ἐκδόσεις, Ἀθήνα, 1961.
Νικηφόρος Βρεττάκος (Κροκεὲς Λακωνίας, 1912-Ἀθήνα, 1991). Ποιητής. Δούλεψε ὡς ἰδιωτικὸς ὑπάλληλος (1930-1938) καὶ δημόσιος ὑπάλληλος (1938-1947) καὶ ὡς φιλολογικὸς συντάκτης περιοδικῶν καὶ ἐφημερίδων. Πῆρε μέρος στὸν ἑλληνοϊταλικὸ πόλεμο τοῦ 1940—41 καὶ κατόπιν στὴν Ἐθνικὴ Ἀντίσταση. Σπούδασε Φιλολογία στὴν Ἀθήνα. Πρώτη του ποιητικὴ συλλογή: «Κάτω ἀπὸ σκιὲς καὶ φῶτα» (1929).
Πανορμίτης Σπανὸς
filonoi.gr
Σχόλια