Η διαμόρφωση της νέας Μακεδονίας (1798-1870)
Ιωάννης Κολιόπουλος
Η ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ (1798-1870)
Εισαγωγή
Η Μακεδονία, η αρχαία ιστορική ελληνική χώρα όσο και η νεώτερη γεωγραφική περιοχή που είναι γνωστή με αυτήν την ονομασία, υπήρξε μια από τις πιο πολυσυζητημένες ίσως χώρες του κόσμου. Επί δύο και πλέον αιώνες από τότε που οι αντιπρόσωποι της επαναστατημένης Γαλλίας εισήγαγαν στη δυτική νησιωτική και ηπειρωτική Ελλάδα τις ιδέες και τα συνθήματα που τροφοδότησαν ενίοτε τον εθνικισμό, η αρχαία ελληνική χώρα υπήρξε αντικείμενο ερευνών αλλά και μυθοπλασίας από αρχαιολόγους, ιστορικούς, εθνολόγους, διεθνολόγους, κοινωνικούς ανθρωπολόγους, γεωγράφους και ανθρωπογεωγράφους, δημοσιογράφους και πολιτικούς. Η μεταβαλλόμενη φυσιογνωμία της αρχαίας χώρας και της νεώτερης συνέχειάς της, όπως αυτή αποτυπώθηκε στις μαρτυρίες και στις μελέτες που άφησαν όσοι ασχολήθηκαν με αυτήν, είναι το αντικείμενο της παρούσας μελέτης.
Από τότε που προβλήθηκε στο διεθνές προσκήνιο, από την εποχή που προαναφέρθηκε, το μέλλον της αρχαίας ελληνικής χώρας, το «Μακεδονικό Ζήτημα» όπως ονομάσθηκε, προκάλεσε το ενδιαφέρον ή και την εμπλοκή επιστημόνων, δημοσιογράφων, διπλωματών και πολιτικών, οι οποίοι έπλασαν και ανέπλασαν τη φυσιογνωμία της. Οι κατά καιρούς κρίσεις, μάλιστα, του Μακεδονικού Ζητήματος ανέδειξαν σημαντικούς ερευνητές της χώρας και σπουδαία έργα, τα οποία, ωστόσο, με ελάχιστες εξαιρέσεις, επρόβαλλαν όψεις και χαρακτηριστικά της Μακεδονίας που δεν ανταποκρίνονταν πάντοτε στην πραγματικότητα και εξυπηρετούσαν διάφορες σκοπιμότητες. Ήταν αναπόφευκτη αυτή η στράτευση πολλών από όσους ασχολήθηκαν με την αρχαία χώρα και τη νεώτερη συνέχειά της, δεδομένου ότι τη χώρα η τμήμα της διεκδικούσαν εκτός των Ελλήνων και οι άλλοι λαοί της Νοτιοανατολικής Ευρώπης.
Δεν είναι εύκολη η αναζήτηση της αληθινής κάθε φορά φυσιογνωμίας της Μακεδονίας, της πραγματικής Μακεδονίας. Η αναζήτηση των απαραίτητων τεκμηρίων και η αξιολόγηση της αξιοπιστίας τους απαιτούν ιδιαίτερη προσοχή, για το λόγο ότι τα στοιχεία τους είναι ενίοτε αβάσιμα και παραπλανητικά. Επίσης, η ίδια η «μακεδονολογία», η επιστήμη που έχει ως αντικείμενό της τη μελέτη της Μακεδονίας, αποτελεί αντικείμενο μελέτης για την αναζήτηση των διαφόρων τάσεων και επιδιώξεων στα έργα των μακεδονολόγων.
Στις πηγές των στοιχείων, λοιπόν και στα έργα των μακεδονολόγων ελλοχεύουν κίνδυνοι παραπλανήσεως του ερευνητή. Στις ίδιες πηγές και τα έργα υπάρχουν σιωπές και ασυνέχειες. Στην έλλειψη σχετικών προς το ζήτημα της εγκαταστάσεως των Σλάβων στην ευρύτερη περιοχή επαρκών γραπτών μαρτυριών οφείλεται εν πολλοίς η άγνοια πολλών και σημαντικών πτυχών του ζητήματος. Παρόλο δε που η αρχαιολογία και οι νέες μέθοδοι στη διάθεση των αρχαιολόγων έχουν φωτίσει αρκετές από τις πτυχές αυτές, ο Ζ΄ αιώνας παραμένει ακόμη πολύ σκοτεινός, σκοτεινότερος των προγενεστέρων αιώνων, ίσως επειδή οι εθνικές ιστοριογραφίες των λαών της περιοχής δεν έχουν ακόμη απελευθερωθεί από τις δουλείες που διαμόρφωσαν οι εθνικές μυθοπλασίες του ΙΘ΄ αιώνος.
Από τις δουλείες αυτές φιλοδοξεί να αποδεσμευτεί η παρούσα μελέτη, για να αναπαραστήσει το ιστορικό παρελθόν της Μακεδονίας σύμφωνα με τις οδηγίες του μεγάλου θεράποντος της Κλειούς, του Λουκιανού, χωρίς δηλαδή να επιδιώξει να εξυπηρετήσει σκοπιμότητες ή εφήμερες και επιβεβλημένες βεβαιότητες ή εξίσου εφήμερες ορθότητες, παρά μόνο να υπηρετήσει τη διαπίστωση της πραγματικότητας, με την ακλόνητη πίστη ότι υπάρχει αυτή η πραγματικότητα όπως υπάρχει και η αντικειμενική αλήθεια. Βασική και κινητήρια επιδίωξη στην παρούσα μελέτη είναι η εξής: να ξεπερασθούν όχι μόνο τα κατάλοιπα των εθνικών μυθοπλασιών του παρελθόντος, αλλά και τα προσκόμματα που έχει δημιουργήσει ένας ανεξήγητος σχετικισμός και που υπονομεύουν την προσήλωση του ερευνητή στην αναζήτηση της πραγματικότητας και της αλήθειας χωρίς επιθετικούς προσδιορισμούς.
Μια τέτοια απομάκρυνση από τις καθιερωμένες βεβαιότητες που κληροδότησαν στη σύγχρονη ιστοριογραφία οι εθνικοί ανταγωνισμοί του παρελθόντος, είναι η αυτονόμηση της ιστορίας της Μακεδονίας από τις εθνικές ιστορίες των λαών της περιοχής. Δύο βασικά στοιχεία αυτής της αυτονομήσεως είναι: α) η μετατόπιση της αρχής της νεώτερης εποχής από τον ΙΕ΄ αιώνα στο τέλος του ΙΗ΄ αιώνος και β) η διεύρυνση των ορίων της χώρας από αυτά της αρχαιότητας σε αυτά της λεγόμενης «νεώτερης» ή «γεωγραφικής» Μακεδονίας.
Δεν είναι άσχετα ή ασύνδετα μεταξύ τους τα παραπάνω στοιχεία, ο ορισμός δηλαδή της αρχής της νεώτερης εποχής στη Μακεδονία στο τέλος του ΙΗ΄ αιώνος και η «γεωγραφική» Μακεδονία αντί της ιστορικής, προκειμένου για τους νεώτερους χρόνους. Η «γεωγραφική» Μακεδονία, η οποία είναι ταυτόσημη του Μακεδονικού Ζητήματος, πλάσθηκε στους νεώτερους χρόνους με αφετηρία αυτήν που προκρίθηκε στην παρούσα μελέτη. Η «γεωγραφική» Μακεδονία υπήρξε προϊόν δύο κυρίως παραγόντων: α) της ταυτίσεως τριών διοικητικών διαμερισμάτων της Ευρωπαϊκής Τουρκίας με την αρχαία Μακεδονία και β) της αναζητήσεως από τους Έλληνες των «βορείων» συνόρων του έθνους των στη νεώτερη εποχή. Η ταύτιση των τριών διαμερισμάτων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με την αρχαία ελληνική χώρα και την ονομασία της ήταν αναπόφευκτη, παρόλο που η αρχαία Μακεδονία δεν εκτεινόταν προς βορράν όσο τα τρία διοικητικά διαμερίσματα της εποχής, επειδή αυτή την ονομασία επέβαλαν εν τέλει οι προτιμήσεις των περιηγητών, των διπλωματών, των γεωγράφων και των ιστορικών της εποχής με την κλασσική παιδεία. Επρόκειτο για αυθαίρετη, φυσικά, ονοματοθεσία, η οποία ωστόσο δεν αμφισβητήθηκε τότε ούτε από τους Έλληνες, που προωθούσαν προς βορράν τα σύνορα του ελληνικού έθνους με οδηγό τον Στράβωνα. Προκρίθηκε ως αρχή της νεώτερης εποχής το τέλος του ΙΗ΄ αιώνος, επειδή τότε διακρίνει ο ερευνητής τα στοιχεία που θεωρήθηκαν χαρακτηριστικά γνωρίσματα της εποχής που προέκυψε από τον μεσαιωνικό κόσμο. Δεν ικανοποιεί το σύγχρονο ερευνητή η παλαιά περιοδολόγηση του ιστορικού παρελθόντος της περιοχής που ονομάστηκε Μακεδονία, κατά την οποία η νεώτερη εποχή στην ανατολική εσχατιά της Ευρώπης άρχισε , κατ' αναλογία προς την αρχή της εποχής αυτής στη Δυτική Ευρώπη, τον ΙΕ΄ αιώνα. Ο αιώνας αυτός, ο οποίος στη Δύση ταυτίστηκε με την Αναγέννηση, την απομάκρυνση από τη θεοκεντρική κοσμοθεωρία του μεσαιωνικού κόσμου, την προβολή της ουμανιστικής παιδείας και της ανθρωποκεντρικής κοσμοθεωρίας του σύγχρονου κόσμου, τη διαμόρφωση των πρώτων εθνικών κρατών και την επική έξοδο των Ευρωπαίων στον υπόλοιπο κόσμο καθώς και τη διαμόρφωσή του κατ' εικόνα και ομοίωση των ιδίων, ο αιώνας αυτός λοιπόν στην καθ' ημάς Ανατολή υπήρξε εποχή, κατά την οποία σημειώθηκε όχι πρόοδος αλλά οπισθοδρόμηση. Και οι τελευταίες ελεύθερες εστίες της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας στην Ευρώπη και την Ασία, η Κωνσταντινούπολη, ο Πόντος, η Πελοπόννησος και η Ήπειρος υπέκυψαν στους κατακτητές Οθωμανούς Τούρκους. Οι Βενετοί κατείχαν ήδη τα Επτάνησα και την Κρήτη και οι Ιωαννίτες Ιππότες την Κύπρο.
Η καθ' ημάς Ανατολή και φυσικά και η Μακεδονία «εισήλθαν» στη νεώτερη εποχή με καθυστέρηση τριών τουλάχιστον αιώνων σε σχέση με τις προηγμένες χώρες της Δυτικής Ευρώπης. Ο ώριμος ελληνικός Διαφωτισμός, στον οποίο μετείχαν και πολλοί από τις ομόδομες αλλά ετερόφωνες σύνοικες των Ελλήνων κοινότητες, αποτελεί, από επιστημονική άποψη, σωστότερη αφετηρία της νεώτερης εποχής, αφού διακρίνει ο ερευνητής τα νεωτερικά στοιχεία που εμφανίσθηκαν στη Δύση νωρίτερα. Τότε, όπως προαναφέρθηκε, «διευρύνθηκε» και η αρχαία ελληνική χώρα για να καταστεί η γεωγραφική Μακεδονία των νεώτερων χρόνων.
Οι άλλες καθιερωμένες τομές στην ιστορία της Μακεδονίας δε συντρέχει λόγος να αναθεωρηθούν. είναι επαρκείς ως σταθμοί και αφετηρίες αλλαγών. Η κυριαρχία, καθοριστικός παράγων στην περιοδολόγηση, αποτέλεσε και στην παρούσα μελέτη αποφασιστικό στοιχείο στην αναζήτηση των απαραίτητων χρονικών περιόδων. Η προϊστορική Μακεδονία, η αρχαία ελληνική και ελληνιστική Μακεδονία, η ρωμαιοκρατούμενη Μακεδονία, η Μακεδονία της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (στην οποία περιλαμβάνονται και οι βραχύβιες κυριαρχίες των τμημάτων της χώρας από τους Βουλγάρους και τους Σέρβους), η τουρκοκρατούμενη Μακεδονία (στον τελευταίο αιώνα της οποίας συντελέσθηκε η διαμόρφωση της «γεωγραφικής» Μακεδονίας) και η σύγχρονη Μακεδονία, την οποία απελευθέρωσαν και ενσωμάτωσαν στα εθνικά κράτη οι Έλληνες, οι Σέρβοι και οι Βούλγαροι, αποτελούν διακριτές περιόδους τα ιστορίας της αρχαίας χώρας και της συνέχειάς της στους μέσους και τους νεώτερους χρόνους.
Η γεωγραφική Μακεδονία, αυτή η αυθαίρετη ιστορική οντότητα των νεώτερων χρόνων, δεν έχει προκαλέσει τόσα προβλήματα στους ερευνητές όσα οι κάτοικοί της διαχρονικά. Η Μακεδονία υπήρξε χώρα-σύνορο, ένας τόπος στον οποίο συναντήθηκαν και συμβίωσαν -ειρηνικά ως επί το πλείστον- πολλές διακριτές γλωσσικές και θρησκευτικές κοινότητες. Μετά την κατάκτηση της χώρας από τους Ρωμαίους, Έλληνες, Ρωμαίοι ή εκλατινισμένοι Έλληνες, Ούννοι, Γότθοι και Βησιγότθοι, Σλάβοι, Αλβανοί και Τούρκοι συμβίωσαν, επί μακρόν ή για μικρά διαστήματα, ειρηνικά ή εχθρικά μεταξύ τους, υπό ποικίλους κυριάρχους. Από την αρχαιότητα και έως τη σύγχρονη εποχή, η Μακεδονία υπήρξε τόπος διελεύσεως, εγκαταστάσεως και μεταναστεύσεως υπό ποικίλες συνθήκες. Πόλεμοι και διώξεις, οι ανάγκες των διαφόρων κυριάρχων αλλά και τα δεινά που συχνά έπλητταν τον κόσμο και ερμηνεύονταν ως οργή του Θεού, όπως σιτοδείες, λιμοί, επιδημίες θανατηφόρων νόσων, προκαλούσαν κύματα προσφύγων, μεταναστών, αλλά τη δημογραφική αποψίλωση αναπλήρωναν πρόσφυγες ή μετανάστες από άλλους γειτονικούς ή μακρινούς τόπους. Στους χρόνους της οθωμανικής κυριαρχίας παρατηρήθηκαν μαζικές μετακινήσεις και εγκαταστάσεις αλλοθρήσκων επήλυδων από μακρινούς τόπους καθώς και σημαντική μεταναστευτική διαρροή χριστιανικού δημογραφικού πλεονάσματος από τους ορεινούς όγκους της δυτικής χώρας ιδίως στις χώρες της Κεντρικής Ευρώπης.
Από τότε που προβλήθηκε στο διεθνές προσκήνιο το Μακεδονικό Ζήτημα, οι λαοί που διεκδίκησαν τη Μακεδονία, επρόβαλαν τα λεγόμενα «εθνικά» τους δίκαια στη χώρα, στηρίζοντας τη νομιμότητα αυτών των δικαίων τους σε δύο κυρίως στοιχεία: α) στα «ιστορικά δικαιώματά» τους στη χώρα και β) στην «πλειονότητα» των ομοεθνών τους σε σχέση με τις άλλες εθνότητες της χώρας. Από διαθέσιμα στοιχεία δεν προκύπτει ότι τα αμέσως ενδιαφερόμενα μέρη απασχλούσε σοβαρά το αναπόδραστο και αναπάντητο έκτοτε ερώτημα: Ποιο στοιχείο είχε μεγαλύτερη σημασία, εν σχέσει προς την προβαλλόμενη νομιμότητα των διεκδικήσεων, τα ιστορικά δικαιώματα ή η αριθμητική δύναμη της κοινότητας των ομοεθνών; Με άλλα λόγια, τι εβάρυνε περισσότερο ο τόπος και η ιστορία του ή οι κάτοικοι του τόπου; Εν τέλει, στη λύση του Μακεδονικού Ζητήματος εβάρυνε η νομιμότητα της ισχύος των όπλων.
Η διαμάχη για την κατοχή της Μακεδονίας ανέδειξε πτυχές και πλευρές του διεκδικούμενου τόπου που δεν έχουν αναδειχθεί για άλλες ιστορικές χώρες. Επί δύο σχεδόν αιώνες η ιστορία και ο πολιτισμός της Μακεδονίας, η κοινωνία και η οικονομία της, ο πολύγλωσσος και πολύδοξος κόσμος της έγιναν αντικείμενο ερευνών που κατέστησαν τη χώρα «διαφανή». Η ίδια διαμάχη δοκίμασε σκληρά και το επιστημονικό κύρος των ερευνητών που ασχολήθηκαν με τη διεκδικούμενη χώρα και το μέλλον της, εδοκίμασε σκληρά και τους λαούς που τη διεκδικούσαν και την απελευθέρωσαν με την ισχή των όπλων. Οι Βούλγαροι πολέμησαν για τη Μακεδονία κυρίως και ηττήθηκαν σε τρεις πολέμους -στους Βαλκανικούς Πολέμους (1912-1913), στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο- στους ίδιους πολέμους, στους οποίους νίκησαν οι Έλληνες, αφού πρώτα κατέβαλαν σημαντικό τίμημα. Οι Σέρβοι, χωρίς ανάλογες θυσίες για τη Μακεδονία, είδαν στο τέλος το τμήμα της χώρας που απελευθέρωσαν, να προβάλλει ιδιαίτερη εθνική ταυτότητα και να αποκτά την ανεξαρτησία του.
Η Μακεδονία δοκίμασε και το σύστημα ασφαλείας που ήλεγχαν οι Μεγάλες Δυνάμεις. Πλήθος διεθνών Συνεδρίων και πολυμερών ή διμερών συμβάσεων είχαν ως κύριο αντικείμενο τη Μακεδονία. Η Ρωσοτουρκική Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου το 1878, το Συνέδριο του Βερολίνου και η ομώνυμη συνθήκη του ιδίου έτους, η Πρεσβευτική Διάσκεψη του Λονδίνου το 1913, η Ελληνοβουλγαρική Σύμβαση του Νεϊγύ το 1919 για την αμοιβαία και εθελούσια μετανάστευση από και προς τις δύο χώρες, το θνησιγενές Πρωτόκολλο Πολίτη-Καλφώφ το 1924 και η επίσης θνησιγενής Ελληνογιουγκοσλαβική Σύμβαση που παραχώρησε το 1926 υπό πίεση ο Θεόδωρος Πάγκαλος, αυτές και άλλες διεθνείς πράξεις της ίδιας εποχής και μεταγενεστέρων χρόνων είχαν ως κύριο ζητούμενο τη διευθέτηση διαφόρων πτυχών του Μακεδονικού Ζητήματος. Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος δοκίμασε σκληρά τις χώρες της Νοτιοανατολικής Ευρώπης που μοίρασαν μεταξύ τους τη Μακεδονία, από δε τις ωδίνες της κατοχής της Μακεδονίας από τις δυνάμεις του Άξονος γεννήθηκε μια νέα χώρα στις παρυφές της ιστορικής Μακεδονίας.
Η ιστορική ελληνική χώρα, η οποία έλαβε την ονομασία της από τους κατοίκους της αρχαίους Μακεδόνες, η εν συνεχεία πολύφωνη και πολύδοξη χώρα που γνώρισε ισχυρούς κατακτητές και δυνάστες, μετατοπίσθηκε στο χάρτη προς νότον. Διευρύνθηκε σημαντικά και αποτέλεσε τμήμα γειτονικών διαμερισμάτων, στεγάζοντας προσωρινά ή μόνιμα διαφόρους λαούς, ώσπου εν τέλει λησμονήθηκε και επιβίωσε κυρίως στους θρύλους των λαών που συναντήθηκαν στο έδαφός της. Από τις βαρβαρικές επιδρομές του Δ΄ αιώνος και την κατάρρευση του ελληνορωμαϊκού κόσμου και για τους επόμενους αιώνες, η Μακεδονία παρέμεινε στα αζήτητα της ιστορίας ώσπου να την ανακαλύψουν οι περιηγητές, οι γεωγράφοι, οι ιστορικοί και οι εθνολόγοι, οι οποίοι, όπως προαναφέρθηκε, την διεύρυναν προς βορράν και επιδόθηκαν στην αναζήτηση των αρχαίων πολισμάτων και την ταύτισή τους με τους οικισμούς της εποχής, για να διαπιστωθεί η ζητούμενη συνέχεια. Προς τα μέσα του ΙΘ΄ αιώνος προστέθηκε η αναζήτηση και των μνημείων των μέσων χρόνων, των βυζαντινών μνημείων, τα οποία ήσαν εμφανέστερα και περισσότερα των αρχαίων, όταν υιοθετήθηκε η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ως φορέας του ελληνικού έθνους στους μέσους χρόνους.
Η αναζήτηση τεκμηρίων για τη διαπίστωση της συνέχειας και τη στήριξη της νομιμότητας των ιστορικών δικαιωμάτων και των εθνικών δικαίων απαιτούσε μακρινές αφετηρίες: prior tempore, fortior iure- όσο παλαιότερα, τόσο ισχυρότερα τα δικαιώματα. Όλα τα αρχαία ελληνικά φύλα της Βορείου Ελλάδος ανακλήθηκαν από τη λήθη, όπως ανακλήθηκαν αργότερα και τα ιλλυρικά και τα θρακικά φύλα, έδωσαν δε την ονομασία τους στις αντίστοιχες περιοχές. Η αρχαία Μακεδονία αναβίωσε στα τοπωνύμια, όπως αυτά παρουσιάζονταν στους ιστορικούς χάρτες, αλλά αρκούσαν αυτές οι χαρτογραφικές ασκήσεις για να στηριχθεί η διαπίστωση της συνέχειας και η νομιμότητα των εθνικών δικαίων;
Οι Βούλγαροι, οι Σέρβοι, οι Ρουμάνοι και οι Αλβανοί -και όλοι όσοι έδειχναν να υποστηρίζουν τις απόψεις τους στο Μακεδονικό Ζήτημα- δε συμφωνούσαν με τους Έλληνες ότι η Μακεδονία ήταν η «εν λίθοις και μνημείοις φθεγγομένη» χώρα, πρόβαλλαν δε το επιχείρημα ότι οι κάτοικοι της χώρας είχαν μεγαλύτερη σημασία από την ιστορία και τα λείψανα του παρελθόντος, χωρίς ωστόσο να παραιτούνται από την αναζήτηση αρχαίων προγόνων και αυτοί.
Ποιοι ήσαν, λοιπόν, οι κάτοικοι της Μακεδονίας; Αιώνες ξένης κυριαρχίας, βαρβαρικών επιδρομών, βίαιων μετακινήσεων, μεταναστεύσεων και εγκαταστάσεων είχαν διαμορφώσει ένα γλωσσικό και θρησκευτικό μωσαϊκό στη χώρα, στην οποία, σύμφωνα με τον ξένο επισκέπτη και καλό παρατηρητή του Κ΄ αιώνος H.N. Brailsford, οι αιώνες δε διαδέχονταν ο ένας τον άλλο, αλλά «συμβίωναν».1 Έλληνες, Σλάβοι, Βούλγαροι, Τούρκοι, Εβραίοι, Βλάχοι και Αλβανοί αλλά και διάφορες παραλλαγές τους, όπως ελληνόφωνοι Μουσουλμάνοι, βλαχόφωνοι Μουσουλμάνοι, αλβανόφωνοι Έλληνες κ.ά., συνιστούσαν το πολύχρωμο μωσαϊκό της Μακεδονίας. Οι εφήμερες πολιτικές ορθότητες ενός και πλέον αιώνος πρόσθεσαν νεολογισμούς και λεκτικές ακροβασίες όπως «Ελληνίζοντες», «Βουλγαρίζοντες», «Ρουμανίζοντες», «Βλαχόφωνοι», «Σλαβόφωνοι» και «Βουλγαρόφωνοι», για να καλύψουν με επιστημονικό φύλλο συκής την εθνική αμηχανία των Ελλήνων.
Στην παρούσα μελέτη θα αποφευχθούν τα επιστημονικά παιχνίδια με τις υποθέσεις που στηρίζονται σε λογικά άλματα σχετικά με την καταγωγή των διαφόρων ανθρωπίνων κοινοτήτων της Μακεδονίας. Με αφετηρία και βάση την ευρέως αποδεκτή σήμερα θέση ότι οι εθνικές κοινότητες σχηματίζονται με την υιοθεσία στοιχείων όπως η γλώσσα, το θρήσκευμα και επιλεγμένα ιστορικά στοιχεία, τα οποία υφίστανται με το πέρασμα του χρόνου διάφορες αλλαγές, η μελέτη θα παρακάμψει την άγονη πλέον αναζήτηση και διαπίστωση της καταγωγής, η οποία φαίνεται πως ακόμη θέλγει επιστήμονες που ερωτοτροπούν με τις επιβιώσεις του φυλετισμού. Εξάλλου και να διαπιστωθεί, διά των γονιδίων ίσως, η καταγωγή των σημερινών εθνοτήτων και αυτών παλαιοτέρων εποχών, δεν θα τεθεί μάλλον εν αμφιβόλω ο καθοριστικός ρόλος του πολιτισμού στη διαμόρφωση διακριτών ανθρωπίνων κοινοτήτων. Η διαπίστωση της εξ αίματος καταγωγής, ως στοιχείου καθοριστικού στη διαμόρφωση των εθνικών κοινοτήτων, θα ήταν αποδεκτή ως υπόθεση και επιστημονική άσκηση, αλλά θα προξενούσε ανυπολόγιστα δεινά εάν γινόταν αποδεκτή ως βάση για τη διαμόρφωση νέων εθνικών κοινοτήτων, όπως επιχειρήθηκε από επιστήμονες του γερμανικού Εθνικοσοσιαλισμού κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Οι Έλληνες, οι Σλάβοι, οι Βούλγαροι, οι Εβραίοι, οι Τούρκοι, οι Βλάχοι και οι Αλβανοί καθώς και οι παραλλαγές τους, διαμόρφωσαν τη Μακεδονία των νεωτέρων χρόνων αλλά και διαμορφώθηκαν από αυτήν, από την ιστορία και το περιβάλλον της, από τις παραδόσεις και τους μύθους της που επέζησαν. Οι μαρτυρίες στη διάθεση των ερευνητών είναι περιορισμένες, προέρχονται δε από εκείνους κυρίως που ήσαν σε θέση να αφήσουν μαρτυρίες. Τα τεκμήρια που άφησαν οι «σιωπηρές» μάζες δεν αρκούν για να στοιχειοθετήσουν πολιτιστικές ταυτότητες άλλες από αυτές που άφησαν οι λάλοι μάρτυρες. Στις υπάρχουσες και διαθέσιμες μαρτυρίες θα στηριχθεί και η παρούσα ιστορία της Μακεδονίας, με την πεποίθηση των συντελεστών ότι αποτελεί καρπό πολυετών ερευνών πολλών επιστημόνων, στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, που θα συμβάλει στην αρτιότερη γνώση του ιστορικού παρελθόντος μιας από τις πιο ενδιαφέρουσες, πολιτιστικά, περιοχές της Ευρώπης. Οι τυχόν ελλείψεις και αδυναμίες της μελέτης -όπως και οι αρετές της- δείχνουν τα όρια των δυνατοτήτων των συντελεστών της.
α. Η ανακάλυψη της Μακεδονίας
Καθώς έδυε ο ΙΗ΄ αιώνας και ανέτελλε ο ΙΘ΄, καθώς οι δυνάμεις της Δυτικής Ευρώπης που συγκρούονταν ήδη στην Ευρώπη έφθαναν στις παρυφές της καθ' ημάς Ανατολής για να συγκρουσθούν προκειμένου να προαγάγουν τις επιδιώξεις τους, η Μακεδονία ευρισκόταν ακόμη στην υπανάπτυκτη αδράνεια, στην οποία την είχε καταδικάσει το κυρίαρχο οθωμανικό καθεστώς. Όλες οι μαρτυρίες από την άλλοτε ένδοξη αρχαία ελληνική χώρα φανερώνουν έναν τόπο χωρίς πόλεις άξιες λόγου, φτωχή και υπανάπτυκτη, στη διάθεση ληστρικών ομάδων και ενόπλων της εξουσίας που προκαλούσαν όσα και οι ληστές δεινά, χωρίς συγκοινωνίες, χωρίς άξια λόγου σχολεία. Η γενικότερη στροφή προς την κλασσική παιδεία, αλλά και η έλευση των στρατιωτικών και πολιτικών εκπροσώπων της επαναστατημένης Γαλλίας, συνετέλεσαν στην προβολή της Ελλάδος στο προσκήνιο. Το ενδιαφέρον των Γάλλων και των κύριων αντιπάλων τους στην Εγγύς Ανατολή, των Άγγλων, συνετέλεσε στην «ανακάλυψη» της Μακεδονίας.
Η ονομασία Μακεδονία θεωρείται σήμερα αυτονόητη, αλλά δεν ήταν πριν από δύο αιώνες. Η περιοχή, αρκετά ευρύτερη από την αρχαία ελληνική χώρα, ήταν γνωστή, επισήμως, με τις ονομασίες των οθωμανικών διοικητικών διαμερισμάτων, που ήταν οι ονομασίες των κυριωτέρων διοικητικών κέντρων: Μοναστήρι, Σκόπια, Κοζάνη, Καστοριά, Θεσσαλονίκη, Κατερίνη, Βέροια κ.ά. Η ονομασία Μακεδονία ήταν γνωστή σε εκείνους τους ελάχιστους που διέθεταν κλασσική παιδεία, στους ξένους περιηγητές, που άρχισαν να επισκέπτονται τις ελληνικές ιστορικές χώρες με αυξανόμενη συχνότητα την εποχή αυτή, στους Έλληνες λογίους, δασκάλους και καθηγητές των σχολείων, που άρχισαν επίσης τότε να πολλαπλασιάζονται. Ξένοι περιηγητές και Έλληνες λόγιοι, στην προσπάθειά τους να διαπιστώσουν τις επιβιώσεις του ελληνορωμαϊκού κόσμου της αρχαιότητας στη νέα εποχή και να ταυτίσουν ερείπια αρχαίων πολισμάτων με τους γειτονικούς οικισμούς, αναζήτησαν την αρχαία Μακεδονία στα διοικητικά διαμερίσματα της Ευρωπαϊκής Τουρκίας, με οδηγούς τον Στράβωνα και άλλους αρχαίους γεωγράφους και ιστορικούς.
Και εκείνοι οι ολίγοι όμως που είχαν διαβάσει τους αρχαίους γεωγράφους και ιστορικούς, δεν είχαν σαφή εικόνα της χώρας που αναζητούσαν, τη Μακεδονία, εξ αιτίας των συγκεχυμένων και συχνά αντιφατικών πληροφοριών που άφησαν οι αρχαίοι συγγραφείς. Αποφασιστικό ρόλο φαίνεται πάντως πως έπαιξε στην αναζήτηση και τη «διαπίστωση» της θέσεως και των ορίων της ο Ρωμαίος πολίτης και γεωγράφος Στράβων, ο οποίος ήταν επηρεασμένος, όπως ήταν φυσικό, από τη διοικητική διαίρεση της εποχής του. Δεν συμφωνούσαν, ωστόσο, όλοι οι ερευνητές της εποχής που ασχολούνταν με το θέμα ως προς τη σχέση της Μακεδονίας με την προς νότον Ελλάδα, αν δηλαδή αποτελούσε μέρος της Ελλάδος και η Μακεδονία. Παρά την άποψη του Στράβωνος, ότι «εστίν μέν ούν Ελλάς και η Μακεδονία», Έλληνες και ξένοι αρχαιογνώστες επρότειναν εκ διαμέτρου αντίθετες απόψεις, στηριζόμενοι σε διαφορετικές πηγές, οι οποίες απηχούσαν διαφορετικές κάθε φορά διοικητικές διαιρέσεις.
Δεν είναι χωρίς σημασία η σύγχυση ως προς την θέση και τα όρια της Μακεδονίας, καθώς και ως προς την σχέση της προς την υπόλοιπη Ελλάδα. Για τον λόγο ότι οι αναζητήσεις και η σύγχυση της εποχής αυτής επηρέασαν και τις επίσημες ελληνικές θέσεις, ως προς την Μακεδονία, την εποχή του Αγώνος της Ανεξαρτησίας, όταν διαμορφώθηκαν οι πρώτες ελληνικές θέσεις στο ζήτημα της «επικράτειας» του Ελληνικού έθνους. Η «κυρίως Ελλάς» των Ρωμαίων (Graecia propria), η Ελλάς δηλαδή προς νότον των Τεμπών, η οποία υπήρξε κυρίαρχο σημείο αναφοράς πολλών Ελλήνων και ξένων ερευνητών της εποχής, επηρέασε σημαντικά τις μεταγενέστερες απόψεις.1
Την εποχή του Αγώνος του '21, οι απόψεις των Ελλήνων που εξέφραζαν τις κρατούσες τότε απόψεις στον ελληνικό κόσμο, ήσαν ακόμη επηρεασμένες ως προς τη Μακεδονία από αυτές των Δυτικών. οι οποίοι, γενικά, άφηναν τη Μακεδονία έξω από την Ελλάδα. Εν όψει αναζητήσεως και ορισμού, από τις τρεις Εγγυήτριες Μεγάλες Δυνάμεις το 1828, συνόρου της Ελλάδος με την Τουρκία, ο νεοαφιχθείς στην Ελλάδα Κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας επρότεινε ως σύνορο, με σκοπό να εξασφαλισθούν φύσει οχυρά όρια και αποτελεσματικός διαχωρισμός των δύο «λαών», τη γραμμή που διαγράφουν το όρος Όλυμπος και η ακρώρεια της Πίνδου στον Ζυγό του Μετσόβου. «Τούτο το όριον διεχώριζε και το πάλαι την Ελλάδα», κατά τον Καποδίστρια, «από τα βόρεια γειτονικά μέρη. Κατά τον μεσαίωνα και κατά τους νεωτέρους χρόνους, η Θεσσαλία εφυλάχθη πάντοτε ελληνική, ενώ η Μακεδονία εκυριεύθη από τους Σλάβους και από πολλάς άλλας φυλάς». Σύγχρονη μαρτυρία για τη Μακεδονία είναι και αυτή του Ιωαννίτη λογίου Αθανασίου Ψαλίδα, όπως την κατέγραψε σε σημειώσεις για το μάθημα της γεωγραφίας που δίδασκε σε ελληνικά σχολεία της εποχής: «Ογδόη επαρχία (της Ευρωπαϊκής Τουρκίας) είναι η Μακεδονία, οπού είναι ξαϊκουστή διά τον Φίλιππον και υιόν του Αλέξανδρον τον μέγαν. Τώρα όμως είναι ποταπή αφορμής όπου κατοικείται από ποταπούς ανθρώπους. Ο τόπος είναι καρπερός σε γεννήματα, κρασιά, μετάξι, βαμβάκι και άλλα. Η μάθησις ως τόσο λείπει ολότελα, οι κάτοικοί της είναι Βούλγαροι, Τούρκοι και ολίγοι Έλληνες και Βλάχοι άποικοι από την Αρβανιτιά».2
Ποια ήταν η πραγματική Μακεδονία πίσω από αυτήν την εικόνα που άφησαν οι εκπρόσωποι του Διαφωτισμού, με κριτήριο φυσικά την Ελληνική γλώσσα και παιδεία, την «μάθησιν», και πώς από αυτήν την εικόνα προέκυψε η διευρυμένη γεωγραφική Μακεδονία, την οποία μάλιστα διεκδίκησαν οι Έλληνες ως προγονική κληρονομιά; Η διεύρυνση της ιστορικής Μακεδονίας συντελέστηκε πριν και ανεξάρτητα από την προβολή των ελληνικών εθνικών διεκδικήσεων, από τους αρχαιογνώστες Έλληνες και ξένους γεωγράφους, ιστορικούς και περιηγητές. με άλλα λόγια, ορίσθηκε πρώτα ο χώρος της Μακεδονίας με οδηγό τις απόψεις κυρίως του Στράβωνος για την ιστορική χώρα, και εν συνεχεία προβλήθηκαν διεκδικήσεις επ' αυτής της χώρας. Κατά τον Στράβωνα, η Μακεδονία περιορίζεται, «εκ βορρά […] τη νοούμενη ευθεία γραμμή τη διά Βερτίσκου όρους και Σκάρδου και Ορβήλου και Ροδόπης και Αίμου». Αυτή η γραμμή του ευρυμαθούς Ρωμαίου πολίτη παρέμεινε στο εξής το βόρειο όριο της Μακεδονίας και της Ελλάδος, φυσικά.3
Ο Αγώνας του '21 υπήρξε σταθμός στην ιστορία της Μακεδονίας: η ρήξη με τον Οθωμανό κυρίαρχο, την οποία προετοίμασε η Φιλική Εταιρία και στην οποία συμμετείχαν πολλοί Μακεδόνες, Έλληνες κυρίως αλλά και σύνοικοι αλλόφωνοι που αποδέχονταν ακόμη την Ελληνική παιδεία ως οργανικό στοιχείο μιας ανεξάρτητης πολιτείας, φανέρωσε τα πρώτα ρήγματα που επέφερε ο εθνικισμός στην Ορθόδοξη Οικουμένη. Τα ρήγματα αυτά είχαν διαφανεί, είκοσι και πλέον χρόνια νωρίτερα, στο έργο του Ρήγα Βελεστινλή, ιδίως στο έργο Ελληνική Πολιτική Διοίκησις, στην οποία αποτύπωνε με σαφήνεια το όραμα του έθνους, του Ελληνικού έθνους, ως πολιτικής κοινότητας, στην οποία μετείχαν, ισότιμα και ως πολίτες αυτής της κοινότητας, όλοι οι κάτοικοι της επικράτειας, ανεξαρτήτως γλώσσας και θρησκεύματος. Ο Ρήγας οραματιζόταν, όχι μια ομοσπονδία ή συνομοσπονδία των λαών της Βαλκανικής, όπως εσφαλμένα έχει κατά καιρούς ερμηνευθεί η πολιτική του σκέψη, αλλά μια Ελληνική Πολιτεία, στην οποία η Ελληνική γλώσσα και ο πολιτισμός θα είχαν τη θέση που είχαν στη Γαλλική Δημοκρατία η Γαλλική γλώσσα και πολιτισμός. Δεν ήταν προϊόν αλαζονείας την εποχή του Ρήγα η πεποίθηση ότι η Ελληνική γλώσσα και παιδεία ήταν ζητούμενο από όλους τους αλλοφώνους συνοίκους των Ελλήνων λαούς. «Αλβανοί, Βλάχοι, Βούλγαροι χαρήτε/ κ' ετοιμασθήτε όλοι σας Ρωμαίοι να γενήτε», καλούσε την ίδια εποχή τους αλλοφώνους της Ορθόδοξης Οικουμένης ο ενθουσιώδης απόστολος της Ελληνικής Δανιήλ Μοσχοπολίτης, Βλάχος την καταγωγή. «ρωμαϊκή γλώσσα μαθένετε, μητέρα της σοφίας».4
Παρεξηγείται συνήθως η παραίνεση αυτή του Δανιήλ προς τους αλλόφωνους Χριστιανούς στο τετράγλωσσοΛεξικό του που εκδόθηκε στις αρχές του ΙΘ΄ αιώνος. Αλλά η πρόσληψη αυτής της παραινέσεως ως εκφράσεως αλαζονείας φανερώνει άγνοια της ευρύτατης αποδοχής, την εποχή αυτή, της Ελληνικής γλώσσας ως λαμπρής παρακαταθήκης, ανοιχτής σε όλους, στους αλλοφώνους όσο και στους ελληνοφώνους Χριστιανούς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η Ελληνική παιδεία εθεωρείτο αυτοσκοπός, αλλά και μέσον προς τη γνώση, και από τη γνώση προς την ελευθερία. Η γλώσσα, πριν αποκτήσει τις ιδιότητες που της έδωσε ο χερντερικός Ρωμαντισμός που ακολούθησε, ήταν όργανο για την τελείωση του ανθρώπου διά της γνώσεως. δεν ήταν το αναπαλλοτρίωτο στοιχείο του «πνεύματος» ενός «λαού». Η Ελληνική γλώσσα, λοιπόν, ως τέτοιο μέσον τελειώσεως προβλήθηκε από τον Ρήγα και από τον Δανιήλ.
Δεν ευσταθεί επίσης η άποψη, κατά την οποία οι Φαναριώτες, η ελληνική ηγετική ομάδα της Κωνσταντινουπόλεως, επιδίωκε τη συγκυριαρχία Ελλήνων και Τούρκων ή και την ανάληψη εν ευθέτω χρόνω από τους Έλληνες και της πολιτικής εξουσίας. επιδίωξη την οποία ματαίωσε η Ελληνική Επανάσταση. Πρόκειται για προϊόν της αποδράσεως από τις πραγματικότητες του τέλους του ΙΘ΄ αιώνος και των αρχών του Κ΄ , την οποία καλλιέργησαν ο Ίων Δραγούμης και ο κύκλος του, εξ αιτίας της περιφρονήσεως που αισθάνονταν απέναντι στο εσχάτως ηττημένο και ταπεινωμένο εθνικό Ελληνικό κράτος. παραλλαγή της οποίας ενσωμάτωσε ο Άγγλος φιλόσοφος της ιστορίας Arnold Toynbee στο έργο του Μελέτη της Ιστορίας (Study of History). Η σοβαρή έρευνα για τους Φαναριώτες πριν από την Επανάσταση δεν αφήνει περιθώρια ως προς τις επιδιώξεις εκείνων που ασχολούνταν με το μέλλον του Ελληνικού έθνους: οραματίζονταν και προωθούσαν, όπως και οι άλλοι Έλληνες λόγιοι της εποχής, την προαγωγή της μαθήσεως και της ελευθερίας.5
Δεν είχαν λείψει, βέβαια, κατά την περίοδο πριν από την Επανάσταση, επαναστατικά κινήματα στη Μακεδονία, όπως αυτό του γενναίου και τραγικού ήρωα, του Αρματολού Νικοτσάρα το 1808, στο πλαίσιο ενός από τους πολλούς πολέμους που διεξήγαγε η Ρωσία εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και με την υποκίνηση πρακτόρων της Ρωσίας. Δεν έχουν ερευνηθεί οι πραγματικές διαστάσεις του κινήματος αυτού, το οποίο εκδηλώθηκε σε μια κρίσιμη καμπή της ιστορίας της αυτοκρατορίας και σε περίοδο ρευστών συνασπισμών των Μεγάλων Δυνάμεων της Ευρώπης. Το κίνημα δεν ήταν ασφαλώς άσχετο προς την άλωση του συστήματος των αρματολικιών που είχε επιχειρήσει και εν πολλοίς επιτύχει ο Αλή πασάς στην εκτεταμένη «επικράτειά» του.φανέρωσε, ωστόσο, τις δυνατότητες συσπειρώσεως των κάθε είδους ενόπλων της περιοχής, σε περιόδους κενού εξουσίας, όπως στην περίοδο που ακολούθησε την αποκήρυξη του Αλή πασά το 1820 από τον Οθωμανό Σουλτάνο. Ο Αγώνας του '21 διέφερε από όλες τις άλλες επαναστάσεις που είχαν προηγηθεί στην ευρύτερη περιοχή, επειδή α) ήταν προϊόν προετοιμασίας από εθνική εταιρία, β) στηριζόταν σε ένα ευρύ εθνικό συνωμοτικό δίκτυο και γ) αποσκοπούσε στη σύσταση ανεξάρτητης και ευνομούμενης πολιτείας. Η αποστασία του Αλή πασά το 1820 συνέβαλε τόσο στη εκδήλωση της Ελληνικής Επαναστάσεως όσο και στην έκβασή της, για τον λόγο κυρίως ότι η παρατεταμένη σύγκρουση των στρατευμάτων του Σουλτάνου με αυτές του αποστάτη πασά δημιούργησε κενό εξουσίας και προοδευτική συσπείρωση του κλεφταρματολικού στοιχείου της περιοχής υπό την ηγεσία της ελληνικής επαναστατικής εξουσίας. Η αποστασία του Αλή πασά ήταν συγκυρία αποφασιστικής σημασίας, αλλά ο Αγώνας του '21 ήταν προϊόν αυτόνομης κινήσεως με πολιτικούς στόχους ανεξαρτήτους από αυτούς του αποστάτη πασά.
Η επανάσταση των Ελλήνων, η οποία εκδηλώθηκε και στη Μακεδονία, συνέδεσε εκ των πραγμάτων και αμετάκλητα την ιστορική ελληνική χώρα με την «ολομέλεια» του έθνους, αφενός επειδή εκδηλώθηκαν εξ αρχής σοβαρές επαναστατικές πράξεις κατά της τουρκικής κυριαρχίας στη Μακεδονία και αφετέρου επειδή πολλοί Μακεδόνες έσπευσαν να πολεμήσουν στη νότια Ελλάδα, ευθύς μετά την αιματηρή καταστολή των εξεγέρσεων στη χώρα τους, εναντίον του κοινού αντιπάλου. Η καταστολή των εξεγέρσεων στη Μακεδονία το 1821-1822 και η συνακόλουθη διαφυγή πολλών επαναστατών και των οικογενειών τους στη νότια Ελλάδα δημιούργησαν στην ανεξάρτητη πλέον Ελλάδα το πρώτο από σειρά κυμάτων προσφύγων από τη Μακεδονία, μια από τις αλύτρωτες πλέον ελληνικές ιστορικές χώρες.
Οι πολεμιστές και εν συνεχεία πρόσφυγες από τη Μακεδονία αποτελούσαν αξιόλογο τμήμα μιας πολυπληθούς τάξεως πολεμιστών της βορείου Ελλάδος που ευρέθηκαν στη νότια Ελλάδα για διαφόρους λόγους και υπό ποικίλες συνθήκες. Έλληνες κατά κύριον λόγο, από την κεντρική και τη δυτική Μακεδονία ως επί το πλείστον, αλλά και Βούλγαροι και Νοτιοσλάβοι, ευρέθηκαν στην επαναστατημένη νότια Ελλάδα, όπου και παρέμειναν μετά την λήξη της επαναστάσεως. Οι Έλληνες και οι Νοτιοσλάβοι ήσαν ως επί το πλείστον αρματολοί, οι οποίοι εγκατέλειψαν τις εστίες τους μετά την καταστολή των επαναστατικών εξεγέρσεων στα μέρη τους, όπως και πολλοί Βούλγαροι. Δεν είναι εύκολη η διάκριση την εποχή αυτή μεταξύ των Βουλγάρων και των Νοτιοσλάβων. Διακεκριμένοι πολεμικοί άντρες, όπως ο Χατζηχρήστος «Βούλγαρης» και ο Βάσος «Μαυροβουνιώτης», δεν παρουσιάζουν λιγότερα προβλήματα στον ερευνητή που θα επιχειρήσει να διακρίνει την ιδιαίτερη ταυτότητά τους, για τον λόγο κυρίως ότι οι απόγονοι των Σλάβων της Μακεδονίας ονομάζονταν από τους νότιους Έλληνες Βούλγαροι, αλλά και για τον λόγο ότι τα όρια των νοτιοσλαβικών χωρών δεν είχαν ακόμη σταθεροποιηθεί και ήσαν μάλλον ρευστά και αόριστα. Η προσωνυμία «Βούλγαρος» εσήμαινε βουλγαρόφωνος Χριστιανός της Μακεδονίας ή Χριστιανός της βουλγαρόφωνης Μακεδονίας. η βουλγαροφωνία (η μεταγενέστερη «σλαβοφωνία» της Μακεδονίας) ήταν την εποχή αυτή εμφανής στη Μακεδονία, με τη μορφή πολλών βουλγαρόφωνων θυλάκων. Επρόκειτο για τις νότιες ακρώρειες του σλαβικού κόσμου, για τις οποίες έγινε ήδη λόγος και οι οποίες, μαζί με τους διάσπαρτους θυλάκους βλαχοφωνίας, τουρκοφωνίας και σλαβοφωνίας, διασπούσαν την ελληνοφωνία της χώρας. Οι περισσότεροι Βούλγαροι που πολέμησαν στο πλευρό των Ελλήνων στη νότια Ελλάδα, είχαν επιστρατευθεί στη Μακεδονία και τη Θράκη από τους Τούρκους ως ιπποκόμοι των δελήδων (ιππέων), όταν δε ευρέθηκαν αντιμέτωποι των ομοδόξων τους Ελλήνων, αυτομόλησαν στα ελληνικά στρατόπεδα και παρέμειναν στην Ελλάδα. Ήσαν γνωστοί και ως Θρακομακεδόνες.
β. Η Μακεδονία των πόλεων
Η γνωστή Μακεδονία της εποχής αυτής ήταν η Μακεδονία των πόλεών της. αυτήν τουλάχιστον μαρτυρούν οι διαθέσιμες πηγές. Ο κόσμος της υπαίθρου απασχολούσε ακόμη μόνο τις κρατικές αρχές και κυρίως για λόγους φορολογικούς. Οι χωρικοί ήσαν, από τη σκοπιά των κρατικών αρχών, Χριστιανοί ή Μουσουλμάνοι, οι πρώτοι ήσαν απαραίτητοι ως φορολογούμενοι ενώ οι δεύτεροι ως στρατολογούμενοι. Ο κόσμος της υπαίθρου, πολύγλωσσος και πολύδοξος, ήταν γνωστός από τα συγκροτήματα των ομόγλωσσων ή ομόδοξων χωριών τους: Καραγιάνια, Μπουτσάκια, Μαστοροχώρια, Καστανοχώρια, Γραμμοχώρια, Κορέστια κ.ά.
Ένα σημαντικό στοιχείο που προκύπτει από την ανάλυση των δεδομένων της εποχής είναι το εξής: τα χωριά της Μακεδονίας ήσαν σχεδόν κατά κανόνα αμιγώς ελληνόφωνα, σλαβόφωνα, βλαχόφωνα, αλβανόφωνα ή τουρκόφωνα, χριστιανικά ή μουσουλμανικά, ενώ οι πόλεις είχαν ανάμικτο πληθυσμό, κατά κύριον λόγο ελληνόφωνο. Οι πόλεις της περιοχής, η Θεσσαλονίκη, οι Σέρρες, η Καβάλα, η Δράμα, η Έδεσσα, η Νάουσα, η Βέροια, η Φλώρινα, το Μοναστήρι, η Καστοριά, η Αχρίδα, η Σιάτιστα και η Κοζάνη, έδρες όλες μητροπόλεων ή επισκοπών, συντηρούσαν την ελληνομάθεια και την ελληνοφωνία, υπήρξαν δε φορείς εξελληνισμού όχι τόσο των παρακείμενων χωριών, την εποχή αυτή, όσο των χωρικών, που μετοικούσαν στις πόλεις. Ας σημειωθεί ότι, την εποχή αυτή, δεν είχε ακόμη αρχίσει ο ανταγωνισμός μεταξύ των σχηματισμένων εθνών της περιοχής στον τομέα της ιδρύσεως και λειτουργίας εθνικών σχολείων στα χωριά της Μακεδονίας, ούτε είχε μειωθεί ο ρόλος των εκκλησιαστικών σχολείων στην εκπαίδευση της περιοχής, εν σχέσει προς τα κοσμικά σχολεία.
Άλλο σημαντικό στοιχείο της ανθρωπογεωγραφίας της περιοχής την ίδια εποχή, που προκύπτει από τις διαθέσιμες μαρτυρίες, είναι το ακόλουθο: από δυσμάς προς ανατολάς, από το όρος Γράμμος και τη λίμνην Αχρίδα έως τον ποταμό Νέστο, ο προσεκτικός παρατηρητής μπορούσε να διακρίνει ένα νοητό σύνορο της Ελληνικής, το οποίο μετακίνησε προς βορράν το ελληνικό σχολείο κατά την περίοδο που ακολούθησε (1870-1912). Το σύνορο αυτό, προϊόν αιώνων πολλών μετακινήσεων και εγκαταστάσεων διακριτών γλωσσικά ή θρησκευτικά πληθυσμών, είχε ως αφετηρία στα δυτικά τις λίμνες Αχρίδα, Πρέσπες και Ορεστειάδα, όπου συνέκλιναν τρεις κυρίως γλώσσες και πολιτισμοί, από τον νότο η Ελληνική γλώσσα και παιδεία, από την δύση η Αλβανική και από τον βορρά η Σλαβική, και κατέληγε στον ποταμό Νέστο στ' ανατολικά.
Οι περί τις λίμνες επαρχίες Κολώνιας, Κορυτσάς. Αχρίδας, Μοναστηρίου, Φλωρίνης και Καστοριάς αποτελούσαν περιοχή, στην οποία συνυπήρχαν η Ελληνική, η Αλβανική, η Σλαβική και η Βλαχική. Σημαντικά κέντρα της περιοχής, όπως η Καστοριά, η Κορυτσά, η Αχρίδα, το Μοναστήρι και η Φλώρινα αποτελούσαν εστίες εξελληνισμού. Διά των μητροπόλεων, των κοινοτικών σχολείων και του εμπορίου είχαν ήδη εξελληνίσει την εποχή αυτή τους Αλβανούς, τους Σλάβους και τους Βλάχους που είχαν συρρεύσει εκεί, για όλους τους λόγους για τους οποίους ανέκαθεν προσελκύουν οι πόλεις πληθυσμό της υπαίθρου.
Προς ανατολάς των λιμνών υπήρχε η κύρια νότια προέκταση της Σλαβικής στη Μακεδονία, η οποία έφτανε ως τα πεδινά της Ημαθίας και της Θεσσαλονίκης. Η προέκταση αυτή της Σλαβικής ήταν κατάστικτη από θυλάκους και εστίες της Ελληνικής, της Βλαχικής και της Τουρκικής. Βασικά ερείσματα της Ελληνικής, εκτός από τη Θεσσαλονίκη, ήσαν η Βέροια, η Νάουσα και η Έδεσσα στο όρος Βέρμιον και οι εξελληνισμένες βλαχόφωνες εστίες στο όρος Μουρίκι, Βλαχοκλεισούρα και Βλάστη. Βλαχόφωνο αλλά μουσουλμανικό θύλακο αποτελούσαν τα χωριά της Αλμωπίας Νότια, Αρχάγγελος κ.ά., γνωστά ως χωριά της Καρατζόβας. Κύριες εστίες τουρκοφωνίας ήσαν το νότιο τμήμα των χωριών της Πτολεμαΐδας και τα Γιαννιτσά.
Το τμήμα αυτό της Μακεδονίας, δηλαδή η προς δυσμάς του Αξιού Μακεδονία, αποτελούσε συνέχεια της ζώνης που εκτεινόταν από τα Ακροκεραύνια όρη έως τον Όλυμπο, της ζώνης «ισορροπίας» μεταξύ Ελλήνων και Σλάβων του Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου. Ακριβέστερα, όπως ήδη αναφέρθηκε, ήταν χώρος στον οποίο συνέκλιναν και σχημάτιζαν ακρώρειες και σποράδες, εκτός των Ελλήνων και των Σλάβων, οι Αλβανοί και οι Βλάχοι. Δεν είναι ως εκ τούτου εύκολο να διακριθεί στην περιοχή σαφές βόρειο όριο της Ελληνικής. Πόλεις την εποχή αυτή αλλά και αργότερα, όπως το Κρούσοβο, ο Πρίλαπος, τα Βελεσσά, η Στρώμνιτσα, το Μελένικο και το Νευροκόπι, οι οποίες θεωρήθηκε ότι όριζαν τα βόρεια όρια των Ελλήνων, ήσαν εστίες της Ελληνικής, απομονωμένες από τον ελληνόφωνο κορμό του νότου, βαθιά σ' έναν αλλό΄φωνο κόσμο. Ούτε καν το Μοναστήρι θα μπορούσε να θεωρηθεί πως όριζε τέτοια όρια της Ελληνικής. Η Κορυτσά, η Καστοριά και η Νάουσα ήσαν πλησιέστερα σε μία νοητή γραμμή που θα μπορούσε να θεωρηθεί βόρειο όριο της Ελληνικής.
Η προβολή ενός τέτοιου ορίου βορειότερα αυτού που προτάθηκε πιο πάνω είχε ως αφετηρία το εξής εσφαλμένο αλλά ανομολόγητο σκεπτικό, στο οποίο στηρίχθηκαν οι ελληνικές διεκδικήσεις εδαφών επί έναν και πλέον αιώνα: ότι η ελληνική παρουσία στο νότιο τμήμα της Χερσονήσου του Αίμου ήταν συνεχής, πυκνότερη στο νότο και αραιότερη στον βορρά. Η αντίληψη αυτή, φυσικά, αποτελεί ευθεία προέκταση της ελληνικής παρουσίας στη Χερσόνησο από την αρχαιότητα στους μέσους χρόνους και από τους μέσους στους νεώτερους χρόνους. Έχει διαπιστωθεί ωστόσο τώρα, πέραν κάθε αμφιβολίας, ότι στους μέσους και στους νεώτερους χρόνους διασπάσθηκε ο χώρος της αρχαίας ελληνοφωνίας σε ένα μωσαϊκό ελληνοφωνίας και αλλοφωνίας. Στην ίδια αντίληψη στηρίχθηκε φυσικά και η θεωρία περί των τριών «ζωνών» της Μακεδονίας, μιας νότιας με πυκνότερη ελληνοφωνία, μιας μεσαίας στην οποία ισορροπούσαν η Ελληνική και η Σλαβική και μιας βόρειας ζώνης στην οποία κυριαρχούσε η Σλαβική. Η ελληνοφωνία, ωστόσο, δεν παρουσίαζε σταδιακή διαβάθμιση από νότον προς βορράν. Το βόρειο όριο της συνεχούς ελληνοφωνίας, νοτίως της πόλεως της Καστοριάς, το οποίο είχαν εντοπίσει παρατηρητές του ΙΘ΄ αιώνος και ήταν διακριτό έως τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, δεν αποδίδει την κατάσταση που είχε διαμορφωθεί στην περιοχή. Την κατάσταση αποδίδει η διάκριση, βορείως αυτού του ορίου της συνεχούς ελληνοφωνίας, θυλάκων και εστιών ελληνοφωνίας σε μια εν πολλοίς αλλόφωνη ενδοχώρα, νοτίως δε αυτού η απουσία σλαβοφωνίας. Η αθρόα ίδρυση και λειτουργία ελληνικών σχολείων στην περιοχή μετά το 1870 δεν αποδίδει την κατάσταση που επικρατούσε πριν από το 1870. Παλαιές και νέες εστίες ελληνοφωνίας, όπως αυτές που αναφέρθηκαν, εξελλήνιζαν τους αλλόφωνους κατοίκους της υπαίθρου που συνέρρεαν σ' αυτές, όχι τους ίδιους τους αλλόφωνους θυλάκους οι οποίοι διατηρούσαν την αλλοφωνία. Αυτής της μορφής ο εξελληνισμός, βραδύς αλλά και ασφαλής, συνεχίσθηκε έως το τελευταίο περίπου τέταρτο του ΙΘ΄ αιώνος, όταν η περιοχή προβλήθηκε ως ζωτικός χώρος της Ελλάδος, ανήκαν σ' αυτήν κλορονομικώ δικαιώματι. Στο εξής, όπως θα φανεί στο επόμενο κεφάλαιο, επεκτάθηκε και στην ύπαιθρο η ίδρυση ελληνικών σχολείων, αλλά ο εξελληνισμός των χωριών επιβραδύνθηκε, όταν άρχισε να αποδίδει ο αντίρροπος εκβουλγαρισμός των Σλάβων της Μακεδονίας που προωθούσε η Βουλγαρία.6
Χρειάζεται εδώ να σημειωθεί ότι περισσότερο ενδεικτική της πραγματικής ελληνοφωνίας στην Μακεδονία δυτικά του Αξιού ήταν αυτή που εξασφάλισε το σύστημα των ελληνικών σχολείων που είχε αναπτυχθεί ως προϊόν του Διαφωτισμού, όχι αυτό των σχολείων της φάσεως που εγκαινίασε ο Εθνικισμός. για τον λόγο κυρίως ότι θεμελιώδης στόχος των σχολείων της δευτέρας φάσεως, εκτός βέβαια από την ελληνομάθεια, ήταν η προαγωγή του ελληνικού εθνικού φρονήματος, καθώς και η προβολή του αριθμού των σχολείων και των μαθητών τους ως αποδεικτικού στοιχείου της ελληνικής παρουσίας στη διαφιλονικούμενη περιοχή. Αξίζει να υπομνησθούν εν προκειμένω τα εξής: η ελληνοφωνία ήταν ευθέως ανάλογη των ελληνικών σχολείων στις πόλεις της εν λόγω ζώνης και κυρίως κατά τη περίοδο πριν από την εκδήλωση των εθνικών ανταγωνισμών στη Μακεδονία.
Επί τη βάσει όλων των στοιχείων στη διάθεση του ερευνητή είναι δυνατόν να εντοπισθεί το βόρειο όριο της Ελληνικής στη Μακεδονία την εποχή αυτή, όριο το οποίο φανερώνει την εξελληνιστική επίδραση των ελληνικών πόλεων προς βορράν αυτού του ορίου. Ανατολικώς του Γράμμου, λοιπόν, και με νοητό σημείο νοτιοδυτικά της Καστοριάς όπου συνέκλιναν οι τρεις βασικές γλώσσες της περιοχής (Ελληνική, Αλβανική και Σλαβική), η νοητή γραμμή άφηνε προς βορράν τα περισσότερα Καστανοχώρια, άφηνε προς νότον τα χωριά Δαμασκηνιά, Σκαλοχώρι, Βοτάνι, Κωσταράζι, Γέρμας, Σισάνι και Βλάστη, άφηνε προς βορράν την ελληνόφωνη Βλαχοκλεισούρα και, στρεφόμενη προς νότον, άφηνε προς βορράν τα σλαβόφωνα χωριά της Εορδαίας και τα τουρκόφωνα χωριά της ίδιας επαρχίας, περνούσε βορείως της Κοζάνης, της Βεροίας και της Ναούσης, για να καταλήξει στις εκβολές του Αξιού. Βορείως αυτού του ορίου, όπως προαναφέρθηκε, η Ελληνική απαντούσε στην Καστοριά, τη Βλαχοκλεισούρα, τη Φλώρινα, το Μοναστήρι, το Κρούσοβο, τα Βελεσσά, τον Πρίλαπο, τη Στρώμνιτσα.
Προς ανατολάς του Αξιού, η Ελληνική ήταν περιορισμένη και εκεί σε λίγες πόλεις και μεγάλα χωριά, στη Θεσσαλονίκη, σε λίγα χωριά της Ρεντίνας, στη Γευγελή, το Μελένικο, τις Σέρρες, την Αλιστράτη, τη Ζίχνα, τη Νιγρίτα, τη Δοϊράνη, την Κάτω Τζουμαγιά, το Πετρίτσι, το Δοξάτο, τη Δράμα, την Καβάλα, την Πράβιτσα, τον Σωχό και την Κομοτηνή. Σε αυτές και άλλες εστίες της περιοχής ανατολικώς του Αξιού, η Ελληνική είχε να επιδείξει μακρά και αξιόλογη εξελληνιστική δράση, αξιολογότερη ίσως της δράσεως των αντιστοίχων εστιών δυτικώς του Αξιού, για τον λόγο κυρίως ότι η ανατολική Ελλάς ήταν εγγύτερα στο τότε κέντρο των Ελλήνων, την Κωνσταντινούπολη, καθώς και στις ακμαίες ελληνικές κοινότητες του Ευξείνου Πόντου και των Παρίστριων Ηγεμονιών. Συμπαγείς θύλακοι Βουλγάρων, εξίσου συμπαγείς θύλακοι Τούρκων και βουλγαροφώνων Μουσουλμάνων Πομάκων, καθώς και θύλακοι Βλάχων Χριστιανών ή Μουσουλμάνων, συνιστούσαν το γλωσσικό μωσαϊκό αυτής της ανατολικής Ελλάδος.
Είναι απαραίτητο να τονισθεί εδώ ότι οι γλωσσικές κοινότητες της εν λόγω περιοχής, η οποία καθιερώθηκε τότε να ονομάζεται «γεωγραφική» Μακεδονία, δεν αποτελούσαν εθνικές κοινότητες με τη σημερινή σημασία του όρου. Δεν θα μπορούσαν επίσης να χαρακτηρισθούν «εθνοτικές» κοινότητες, για τον λόγο ότι η χρήση αυτή του όρου θα περιέπλεκε χωρίς να υπάρχει ανάγκη ένα ζήτημα που δεν επιδέχεται ερμηνείες άλλες από τη διαπίστωση, την οποία επιτρέπουν οι ελάχιστες ασφαλώς μαρτυρίες της εποχής, δηλαδή την κατανομή των ομιλούμενων γλωσσών της περιοχής, πριν από τις αλλαγές που προκάλεσε η διείσδυση των εθνικών σχολείων των λαών που διεκδικούσαν τμήματα της εν λόγω περιοχής. Μπορεί να θεωρείται βέβαιον ότι οι ελληνόφωνοι Χριστιανοί, μάλιστα δε των πόλεων, ταυτίζονταν με την ελεύθερη εστία των Ελλήνων. Με την ίδια εθνική εστία ταυτίζοταν και οι περισσότεροι Βλάχοι, καθώς και πολλοί Σλάβοι. Την εποχή αυτή και πριν προβληθούν στο προσκήνιο οι Βούλγαροι ως αδελφοί των Σλάβων της Μακεδονίας και ο Ρουμάνοι ως αδελφοί των Βλάχων, όσοι από τους αλλόφωνους ομοδόξους και συνοίκους των Ελλήνων Χριστιανοί είχαν την τύχη να σπουδάσουν τα εγκύκλια γράμματα σε ελληνικά σχολεία της περιοχής, με την εθνική εστία των Ελλήνων ταυτίζονταν, για τον λόγο κυρίως ότι αυτή η ελεύθερη εστία διατηρούσε τη λάμψη που είχε αφήσει πίσω του ο Διαφωτισμός. Με την ίδια, τέλος, εστία ταυτίζονταν και οι Αλβανοί Χριστιανοί της δυτικής Μακεδονίας.
Η αναζήτηση άλλης εθνικής ταυτότητας από την παραδοσιακή ταυτότητα που εξασφάλιζε η εθναρχεύουσα Ορθόδοξη Εκκλησία ή από αυτήν που επρόβαλλε το εθνικό κέντρο των Ελλήνων είναι ανέφικτη στον κόσμο της μακεδονικής υπαίθρου, η εμμονή δε στην ανίχνευση άλλης τέτοιας ταυτότητας θα επιβάρυνε την ανάλυση χωρίς λόγο με μεταγενέστερα στοιχεία, τα οποία την εποχή αυτή δεν είναι δυνατόν να ανιχνευθούν. Ως εκ τούτου, με τους όρους Έλληνες, Αλβανοί, Βούλγαροι (ή Σλάβοι) και Βλάχοι εννοούνται εδώ εκείνοι που είχαν ως μητρική τους γλώσσα την Ελληνική, την Αλβανική, τη Βουλγαρική ή τη Βλαχική, ασχέτως της πιθανής καταγωγής ή της ταυτότητας αυτών που ομιλούσαν τις εν λόγω γλώσσες. Η καταγωγή ή η προέλευση των διαφόρων γλωσσικών κοινοτήτων που εξετάζονται στην παρούσα μελέτη, δεν αποτελούν αντικείμενο επιστημονικής αναζητήσεως, επειδή θα εξέτρεπε την ανάλυση προς κατευθύνσεις άλλες από αυτήν που επιτρέπουν οι διαθέσιμες αξιόπιστες μαρτυρίες.
Ποια ήταν, λοιπόν, η φυσιογνωμία αυτών των πόλεων, οι οποίες ανέπτυξαν την ελληνοφωνία στην μακεδονική χώρα, όπως την καθιέρωσαν οι επισκέπτες της με την κλασσική παιδεία; Η φυσιογνωμία των, τουλάχιστον, που διαφαίνεται στις μαρτυρίες των συγχρόνων; Η Αχρίδα, η αρχαία Λυχνιδός που όριζε στην Εγνατία οδό τη Μακεδονία από την Ιλλυρίδα, η «Όχρη» όπως ήταν γνωστή στους Έλληνες, ήταν έδρα της Μητροπόλεως Αχριδών και ευρισκόταν στη βορειοδυτική γωνία ενός επίμαχου εθνολογικού συνόρου- στου οποίου τις άλλες δύο γωνίες ευρίσκονταν η Καστοριά και το Μοναστήρι. Έλληνες, Αλβανοί και Σλάβοι συναντώντο στο τρίγωνο αυτό, όπως συναντώντο στο μακρινό παρελθόν, Έλληνες, Ιλλυριοί και Παίονες. Η εικόνα της περιοχής που άφησε Έλληνας παρατηρητής περί το 1830 και που ακολουθεί, φανερώνει την κατάσταση που είχε δημιουργηθεί έως τότε: «Η Όχρη με τα περίχωρά της και περίχωρα της Ρέσνιας και Στρούγγας, συμποσούνται ως 6.000 σπίτια (καπνοί) [δηλαδή εστίες] και ψυχές πανδημεί 50.000. Εκ του αυτού αριθμού το ½ Χριστανοί Βούλγαροι και το ½ Τούρκοι Αλβανοβούλγαροι. Και χωριά απαριθμούνται Τούρκικα και Χριστιανικά ως 140. Η γλώσσα σλαβονική και εις Όχριν και Στρούγγαν και Ρέζνιαν και εις όλα τα περίχωρά των».7
Η Καστοριά, η οποία σύμφωνα με όλες τις εκτιμήσεις δεν είχε απωλέσει τον μεσαιωνικό ελληνικό της πυρήνα και η οποία δέχτηκε κατά τους μέσους και νεωτέρους χρόνους Σλάβους, Βλάχους και Αλβανούς Χριστιανούς από τα περίχωρα αλλά και από μακρινούς τόπους, καθώς και Τούρκους Μουσουλμάνους, εξελλήνισε με το πέρασμα του χρόνου μεγάλο μέρος των αλλοφώνων Χριστιανών. Ο μικτός πληθυσμός της, όπως φανερώνουν τα βαπτιστικά ονόματα σε πωλητήρια συμβόλαια του ΙΔ΄ αιώνος, αλλά και σε κατάστιχο Αγιοταφίτη μοναχού του ΙΖ΄ αιώνος με τα ελέη των πιστών, διατηρήθηκε έως τις αρχές του ΙΘ΄ αιώνος, όταν μαρτυρείται ένα από τα ελάχιστα ελληνικά σχολεία της περιοχής. Η Καστοριά, «πόλις μικρή εις την λίμνην του αυτού ονόματος», σύμφωνα με έγκυρη μαρτυρία της εποχής, «κατοικοιμένη από Βουλγάρους, Τούρκους, Έλληνας, όλους αμαθείς και ατέχνους», παρουσίασε πρόοδο και αύξηση της ελληνομάθειας στις δεκαετίες που ακολούθησαν. Προς το τέλος της περιόδου, σύμφωνα με καλόν γνώστη της εποχής, οι Έλληνες αποτελούσαν την πλειονότητα των κατοίκων της πόλεως, οι δε Βούλγαροι είχαν εξελληνιστεί και ομιλούσαν την Ελληνική διανθισμένη με βουλγαρικές λέξεις. Απολύτως διακριτοί παρέμειναν οι Μουσουλμάνοι και Εβραίοι κάτοικοι της πόλεως.8
Την έλλειψη αρχικού ελληνόφωνου πυρήνα, ανάλογου αυτού της Καστοριάς, αναπλήρωσε στο Μοναστήρι η εμπορική κίνηση της πόλεως και η εκεί μετακίνηση πολλών εξελληνισμένων Βλάχων από τη Μοσχόπολη. Η σχετική μαρτυρία των πρώτων δεκαετιών του ΙΘ΄ αιώνος φαίνεται πως απεικονίζει την τότε πραγματικότητα: «Τα Μπιτόλια, οπού και Μοναστήρι λέγεται, πόλις της κάτω Μακεδονίας, πολυάνθρωπη και αμαθέστατη, κατοικημένη από Βουλγάρους, Τούρκους, Βλάχους και Εβραίους». Στα μέσα του ιδίου αιώνος η πόλη παρουσίαζε αξιοσημείωτες αλλαγές: «Εν τη Πελαγονία κείται η νέα πόλις Μπιτώλια, ήτις και Μοναστήρι καλείται, ενοικούμενη υπό 20.000 ψυχών και έδρα προ καιρού κατασταθείσα των ηγεμόνων της Ρουμελίας. Οι Χριστιανοί κάτοικοί της λαλούσι κυρίως την Βουλγαρικήν γλώσσαν, αλλά μεταξύ αυτών τιμάται και οσήμεραι περισπουδαστοτέρα αποκαθίσταται η Ελληνική Γλώσσα…». Μισόν αιώνα αργότερα, άλλος επισκέπτης και αξιόπιστος μάρτυρας άφησε την εξής εικόνα για την πόλη του Μοναστηρίου: «Ειδωλοσκόπιον εθνικοτήτων και θρησκευμάτων, μωσαϊκόν φυσιογνωμιών και αμφιέσεων. Πάντα τα φύλα τα εισχωρήσαντα εις την χώρα και πυκνούντα την ατμόσφαιραν αυτής, Οθωμανοί, Ιουδαίοι, Βούλγαροι, Αλβανοί, Βλάχοι, Σέρβοι συμφύρονται μετά των Ελλήνων».9
Ούτε οι υπερβολικοί χαρακτηρισμοί του πρώτου μάρτυρα, του διαπρεπούς λογίου, για την αμάθεια των κατοίκων του Μοναστηρίου, ούτε η αναφορά του τελευταίου στα «εισχωρήσαντα φύλα», από τα οποία εξαιρεί τους Έλληνες, αναιρούν την πραγματικότητα της εποχής, δηλαδή τον εξελληνιστικό ρόλο των πόλεων της Μακεδονίας. Τα μεγαλοπρεπή σχολεία και άλλα ελληνικά κοινοτικά κτίρια που διασώθηκαν στο Μοναστήρι, μαρτυρούν την προϊούσα ακμή των Ελλήνων της πόλεως. η οποία ακμή ωστόσο είχε ταπεινές καταβολές στις αρχές του ΙΘ΄ αιώνος.
Άλλο «ειδωλοσκόπιον» εθνοτήτων της περιοχής αποτελούσε η Χρούπιστα, το σημερινόν Άργος Ορεστικόν. Στους Βουλγάρους και Τούρκους κατοίκους της μικρής κώμης με την σπουδαία ετήσια εμποροπανήγυρη (τουλάχιστον από τον ΙΣΤ΄ αιώνα) προστέθηκαν, στα τέλη του ΙΗ΄ αιώνος, Βλάχοι από τη Μοσχόπολη, και αργότερα, απ' τη Γράμμουστα και τη Σαμαρίνα. Ποιμένες, μικρέμποροι και γεωργοί αποτελούσαν τον πληθυσμό της κώμης, η οποία διατήρησε την αλλοφωνία και όταν αναπτύχθηκε η Ελληνική στους κόλπους των Βλάχων κυρίως. Η Χρούπιστα, από τις χαρακτηριστικότερες πόλεις-μικροκόσμους της Μακεδονίας του ΙΘ΄ αιώνος ασφαλώς, διέθετε προς το τέλος του αιώνος σχολεία ελληνικά, βουλγαρικό και ρουμανικό, όταν ωστόσο είχε αναπτυχθεί και υπερισχύσει η ελληνοφωνία μεταξύ των Βλάχων και των Βουλγάρων.10
Νοτιοανατολικώς αυτού του πολύφωνου εθνολογικού τριγώνου απαντούσαν συμπαγής θύλακος ελληνοφώνων Μουσουλμάνων, των Βαλαάδων, προϊόν μαζικού εξισλαμισμού Ελλήνων της περιοχής, και άλλος θύλακος Τούρκων εποίκων βορείως της Κοζάνης, ο οποίος συναντούσε τη σλαβική προέκταση της Πελαγονίας, όπου εδέσποζαν εστίες ελληνοφωνίας, όπως το βλαχοχώρι Νυμφαίον, το Λέχοβο χωριό αλβανόφωνο, το Φλάμπουρο, η Δροσοπηγή και το Πισοδέρι, χωριά αλβανόφωνα και βλαχόφωνα, στα οποία η Ελληνική συναντούσε την Αλβανική και τη Βλαχική. Το Βέρμιο, τέλος, εστέγαζε τις τελευταίες άξιες λόγου ελληνόφωνες εστίες δυτικώς του Αξιού. Στις ανατολικές υπώρειες του Βερμίου και από τα νοτιοδυτικά προς τα βορειοανατολικά, η Βέροια, η Νάουσα και η Έδεσσα, οι πρώτες δύο νωρίτερα από την τρίτη, είχαν ήδη ενσωματώσει σημαντικό αριθμό Βλάχων και Σλάβων της περιβάλλουσας υπαίθρου στον ελληνόφωνο πυρήνα τους. Για τους Βλάχους των ορεινών και τους Σλάβους των πεδινών οι τρεις πόλεις του Βερμίου αποτελούσαν ισχυρούς πόλους έλξεως. Τρεις τουλάχιστον ξένοι αξιόπιστοι μάρτυρες των αρχών του ΙΘ΄ αιώνος θεωρούσαν τις πόλεις του Βερμίου ασφαλές βόρειο σύνορο της Ελληνικής. Το Βέρμιο και τα Πιέρια αποτελούσαν είδος «φυσικού οχυρού» των Ελλήνων απέναντι στους Βουλγάρους, οι οποίοι είχαν καταλάβει τα πεδινά προς ανατολάς αυτών των ορέων.
Από τις μαρτυρίες και τις εκτιμήσεις για τη Μακεδονία αυτής της εποχής, πριν δηλαδή να εκδηλωθεί ο οξύς ανταγωνισμός μεταξύ των Ελλήνων και των Βουλγάρων για την προαγωγή των εθνικών τους διεκδικήσεων στην περιοχή, προκύπτουν ορισμένα στοιχεία που είναι απαραίτητα για την κατανόηση των εξελίξεων στην περιοχή που ακολούθησαν. Τέτοια στοιχεία ήσαν: α) η ανυπαρξία ευδιάκριτων ζωνών πυκνότητας της ελληνικής βορείως μιας νοητής γραμμής που προαναφέρθηκε, β) η εκτεταμένη αλλοφωνία σ' αυτήν την αυθαιρέτως προσδιορισθείσα περιοχή ως Μακεδονία, γ) ο προϊών εξελληνισμός των πόλεών της, οι οποίες δρούσαν ως εστίες της Ελληνικής στην αλλόφωνη εν πολλοίς ύπαιθρο χώρα, δ) η προϊούσα ελληνομάθεια, η οποία ήταν αποτέλεσμα της αίγλης της Ελληνικής γλώσσας και παιδείας, όσο και της πρακτικής αξίας που είχε η Ελληνική για την οικονομική και κοινωνική άνοδο των κατόχων της και ε) η διατήρηση της πολυγλωσσίας στις πόλεις και της μονογλωσσίας στα χωριά. Άλλο συναφές στοιχείο ήταν ο εξελληνιστικός ρόλος των πόλεων της περιοχής, οι οποίες εξελλήνιζαν τους κατοίκους της υπαίθρου που συνέρρεαν σε αυτές, όχι την ίδια την ύπαιθρο, η οποία παράμενε εν πολλοίς αλλόφωνη. Άλλο, τέλος, στοιχείο ήταν το ακόλουθο: ύπαρξη ελληνικών σχολείων στην περιοχή πριν από την εκδήλωση της ρήξεως των Ελλήνων με τους Βουλγάρους κυρίως και δευτερευόντος με τους Ρουμάνους, αποτελούσε τεκμήριο της ζητήσεως της ελληνομάθειας από τους αλλόφωνους συνοίκους των Ελλήνων λαούς όσο και από τους Έλληνες.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1 Ιωάννη Σ. Κολιόπουλου, Η Πέραν Ελλάς και οι άλλοι Έλληνες, Θεσσαλονίκη 2003, σ. 13 κ.ε. 2 Κολιόπουλου, Ιστορία της Ελλάδος, τ. Α΄, σ. 80 κ.ε. 3 Στράβων, εκ του Ζ΄, 10. 4 Κολιόπουλου, Η Πέραν Ελλάς, σ. 165. 5 Κολιόπουλου, Ιστορία της Ελλάδος, τ. Α΄, σ. 104 κ.ε. 6 Βλ. στο έργο του συγγραφέως Η Πέραν Ελλάς, κεφ. με τίτλο «Τα βόρεια όρια της Ελληνικής», σ. 79 κ.ε., όπου εκτενής σχολιασμός του ζητήματος. 7 Βλ. Κοσμά Θεσπρωτού - Αθανασίου Ψαλίδα, Γεωγραφία Αλβανίας και Ηπείρου, επιμ. Α.Χ. Παπαχαρίση, Ιωάννινα 1964, σσ. 26-28. 8 Βλ. Κολιόπουλου, Η Πέραν Ελλάς, σσ. 105-106. 9Κολιόπουλου, ενθ. αν., σσ. 106-107. 10 Κολιόπουλου, ενθ. αν., σσ. 107-108.
Κατηγορίες:
Σχόλια