Είδα το Άγιο Φώς, μία προσωπική εμπειρία.
Η μαρτυρία στήν οποία τώρα θά αναφερθούμε, είναι η μόνη πού έχουμε συναντήσει νά φθάνει μέχρι τά άδυτα του χώρου του Αγίου Φωτός, εκεί πού ανθρώπινο μάτι στην δεδομένη στιγμή δεν μπορεί να εισχωρήσει, πλην ενός, πού είναι ο ίδιος ο Πατριάρχης .
Από το βιβλίο «ΕΙΔΑ ΤΟ ΑΓΙΟ ΦΩΣ », του γνωστού Κύπριου Αρχιμανδρίτου π.Σάββα Αχιλέως θα δανεισθούμε τώρα αυτή την περιγραφή.
Βασίζεται σε μία συνέντευξη πού είχε δώσει πρό ετών, ο τότε φύλακας του Παναγίου Τάφου π. Μητροφάνης (έχει κοιμηθεί ήδη), και ο οποίος, παρ΄όλο πού ήταν φύλακας εξ΄απορρήτων του Παγκόσμιου αυτού προσκυνήματος και διαρκούς θαύματος, εν τούτοις διατηρούσε κάποια ίχνη καλόπιστης αμφιβολίας, επιζητώντας όμως να βρεί την αλήθεια.
Τό περιστατικό συνέβη τό 1926 , επί Πατριάρχου Ιεροσολύμων Δαμιανού τού Α΄.
Ας δούμε το σχετικό κείμενο.
«…Όταν οι αιρετικοί αρχηγοί των ξένων δογμάτων, πάρουν την ευλογία από τον Πατριάρχη, τότε εκείνος βγαίνει από τον Ναό της Αναστάσεως και έρχεται απέναντι τού Ιερού Κουβουκλίου. Εκεί, σε ειδικές θέσεις κάθονται όλοι οι πρεσβευτές του κόσμου, οι αρχές της πόλεως, οι πρόξενοι, οι διευθυντές και αξιωματικοί της Αστυνομίας.
Πλήθος επισήμων και ανεπισήμων ανθρώπων και εκπροσώπων του λαού. Από τις 10 η ώρα το πρωϊ του Μεγάλου Σαββάτου ως τις 11 γίνεται μεγάλος έλεγχος. Εξουσιοδοτημένα άτομα μπαίνουν μέσα στον Πανάγιο Τάφο. Επάνω από το ιερό αυτό μνημείο της Ορθοδοξίας υπάρχουν κρεμασμένα 43 κανδήλια ολόχρυσα αναμμένα, ημέρα και νύχτα, εκ των οποίων:
13 κανδήλια ανήκουν στους Ορθόδοξους
13 κανδήλια ανήκουν στους Λατίνους
13 κανδήλια στους Αρμενίους
και 4 στους Κόπτες Μονοφυσίτες.
Όλα σχηματίζουν ένα παραπέτασμα από χρυσάφι. Μέσα στον Πανάγιο Τάφο μπαίνουν την τελευταία ώρα, μόνο τα εξουσιοδοτημένα άτομα. Σκοπός τους είναι να σβήσουν τα 43 αναμμένα κανδήλια. Για όλη αυτή την τάξη του Αγίου Φωτός γίνεται αυστηρός έλεγχος και διαρκής παρακολούθηση.
Παρακολουθούν τά πάντα, εκπρόσωποι των Λατίνων, των Αρμενίων και των Κοπτών μαζί με τον Ορθόδοξο επιτετραμμένο. Όλα αυτά, έχουν ένα και μόνο σκοπό. Μήπως σκοπίμως ή κατά λάθος, παραμείνη αναμμένο κανδήλι ή υπάρξει κάτι άλλο, πού είναι δυνατόν να μεταδώσει φώς.
Γίνεται πλήρης συσκότιση του Παναγίου Τάφου καί ακολουθεί δεύτερος και τρίτος έλεγχος. Πρέπει να εξακριβωθεί ότι κανένα άτομο δεν βρίσκεται μέσα στον Τάφο. Στις 11 το πρωϊ ακολουθεί η διαδικασία σφραγίσεως του Παναγίου Τάφου με δυό τεράστιες κορδέλες σε σχήμα «Χ» στις 4 γωνίες τής πόρτας, και μέ λειωμένο καθαρό κερί με τις μεγάλες σφραγίδες του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων πάνω τους.
Η πράξη αυτή θυμίζει την απεγνωσμένη προσπάθεια των Εβραίων αρχόντων να σφραγίσουν τον ίδιο αυτό Τάφο, εδώ και 2000 χρόνια, για να μη κλαπεί ο Μεγάλος νεκρός.
Ζήτησαν μάλιστα κουστωδία-φρουρά από τον Πιλάτο « σφραγίσαντες τον τάφον μετά της κουστωδίας» όπως σημειώνουν χαρακτηριστικά τά Ευαγγέλια. Ερχόμενος τώρα ο Πατριάρχης με μεγαλοπρεπή συνοδεία, γίνεται Λιτανεία γύρω από το Ιερό Κουβούκλιο, και ακολούθως εξονυχιστικός έλεγχός του Πατριάρχη, παρουσία των επισήμων, ενώ στίς 12 ακριβώς θα κοπούν οι σφραγίδες ελέγχου για να μπεί μέσα.
Άς δούμε όμως τις αποκαλύψεις του φύλακα του Παναγίου Τάφου, μοναχού Μητροφάνη, για το πώς είδε το Άγιο Φώς, το Μεγάλο Σάββατο του 1926.
ΕΝΑ ΠΡΩΤΟΦΑΝΕΣ ΤΟΛΜΗΜΑ !
« Ήταν ακριβώς, δωδεκάμισυ το βράδυ τής Μεγάλης Παρασκευής προς το Μεγάλο Σάββατο. Η προετοιμασία μου ( γι΄αυτή την επιχείρηση) αποτελείτο από ένα μικρό φακό, «φαναράκι», και λίγο νερό σ΄ένα μικρό δοχείο. Ήταν τόσο λίγο, ίσα για να ξεδιψάσει κανείς στις ώρες της αγωνίας μου. Τίποτα άλλο δεν με απασχολούσε πιά, αν και ήμουνα σίγουρος για την επιτυχία μου.
Θα έλυνα μια διά παντός την απορία μου, και θα εγνώριζα ένα μυστικό πού κανείς μέχρι σήμερα δεν μπορούσε να γνωρίζει. Όταν τελείωσα κάθε λεπτομέρεια φώναξα τον βοηθό μου π.Νίκανδρο, να μού φέρει την σκάλα. Είμαστε εντελώς μόνοι. Την στερέωσα, και ανέβηκα λέγοντάς του να πάρη την σκάλα, γιατί μόλις τελείωνα από τον καθαρισμό ψηλά, θα κατέβαινα πηδώντας κάτω.
Ετσι και έγινε.
Δεν είμαι σε θέση ούτε και έχω την δύναμι να περιγράψω τά αισθήματά μου. Τις ώρες εκείνες έζησα μία κατάσταση αλησμόνητη, γεμάτη φόβο και τρόμο. Κρύος ιδρώτας με περιέλουζε, τρέμοντας σε όλο μου το σώμα. Δεν θα διέφερα από μελλοθάνατο πού τον πηγαίνανε για εκτέλεση.
Ενας φόβος πρωτοφανής και πρωτόγνωρος με συγκλόνιζε, και ένα ερώτημα έντονο και ελεγκτικό με αναστάτωνε, μέσα στην κρύπτη μου στο σκοτάδι….
«Ποιος άλλος, μού έλεγε, τόλμησε ποτέ κάτι τέτοιο, στην μακρόχρονη Χριστιανική ιστορία του Παναγίου Τάφου; Εσύ, με ποιο δικαίωμα το αποφάσισες; Αν σε ανακαλύψουν εδώ πάνω κρυμμένο, π.Μητροφάνη, φαντάζεσαι τι έχει να γίνει, και ποιά άπολογία θα τολμήσεις να δώσεις ; ».
Όμως μέσα στις απαίσιες σκέψεις μου ορθωνόταν και η επιμονή μου. Επρεπε να μάθω για το Αγιο Φώς! Αν ήταν πράγματι θαύμα, ή αν ήταν κοροϊδία και απάτη…Σε λίγο άρχισα πάλι να πέφτω σε μεταμέλεια.
Σαν κάποιος να με έσπρωχνε λέγοντάς μου. «κατέβα κάτω γρήγορα, όσο έχεις καιρό. Γιατί σε λίγο θα αρχίσει η λειτουργία των Ορθοδόξων, μέχρι τις 4 το πρωϊ. Μετά θα έλθουν οι Αρμένιοι, κι΄εσύ θα είσαι αναγκασμένος να παραμένεις εδώ κουλουριασμένος, ακίνητος, αμίλητος, και ατάραχος. Κι΄αν δεν αντέξεις ;
Θα ακολουθήσουν μετά οι Λατίνοι, ως τις 6.30 το πρωϊ. Θα είσαι ακίνητος; Κι΄αν βήξεις; Αλλοίμονό σου τι έχεις να πάθεις, π. Μητροφάνη, έλεγα, ελεεινολογώντας τον εαυτό μου. Όλος ο κόσμος πιστεύει στό θαύμα αυτό, εσύ μόνο δεν πιστεύεις, κι΄είσαι και φύλακας του Παναγίου Τάφου, άθλιε…».
Επί τέλους, στις 2 μετά τά μεσάνυκτα προς το Μεγάλο Σάββατο ο Ορθόδοξος ιερέας άρχισε την λειτουργία. Μετά, στις 4 κατέφθασαν οι Αρμένιοι, με την μονότονη, χωρίς αλλαγή ήχων ψαλμωδία τους. Στο τέλος, ήλθαν και οι Λατίνοι. Με στόμα κατάξερο από την αγωνία μου, πού το δρόσιζα βάζοντας λίγο νερό στα χείλη μου, και υποχρεωμένος να ακούω τά πάντα κρυμμένος, περίμενα την συνέχεια.
Τέλος, αποχωρώντας και ο τελευταίος Λατίνος, κατέφθασε ο γέροντάς μου, ο π. Ανατόλιος.
Παρακολουθούσα με κάθε λεπτομέρεια τις κινήσεις του, προσπαθώντας να επισημάνω τίποτα ύποπτο. Κι΄ όταν στις 11 το πρωϊ σφραγίσθηκε ο Τάφος και μέσα στο Αγιο Κουβούκλιο πού ήμουν κρυμμένος απλώθηκε βαθύ σκοτάδι, άναψα το φακό μου.
Πάνω στο Πανάγιο μνήμα του Χριστού, ήταν η Ιερή των ευχών φυλλάδα. Μέσα της ένα χονδρό, σβησμένο κερί. Και δίπλα, σβηστή και έτοιμη, η Αγία Κανδήλα περίμενε…
Θα άναβε από τον Χριστό, ή, μέ φωτιά κάλπικη, από τον Πατριάρχη;
Έσβυσα τον φακό και περίμενα…
ΠΩΣ ΒΓΑΙΝΕΙ ΤΟ ΑΓΙΟ ΦΩΣ...
Μέσα στο πέλαγος εκείνης της αγωνίας, άρχισα σιγανά να προσεύχομαι.
«Χριστέ μου, εσύ γνωρίζεις τις συνθήκες και την απόφασή μου να βρεθώ σ΄αυτήν την θέση. Όλα πηγάζουν από μία απορία, και από μία αδύνατη και κλονισμένη πίστη. Εγώ Κύριε, πιο αδύνατος από τον Ευαγγελιστή Ιωάννη, πού δεν πίστευε κι΄αυτός στην αρχή, ότι πραγματικά αναστήθηκες, ζητώ σήμερα να ιδώ με τά μάτια μου τι ακριβώς γίνεται εδώ μέσα, με το Άγιο Φώς…».
Σταμάτησα την προσευχή μου, και άναψα τον φακό. Εβλεπα καθαρά το μυστηριώδες «κερί» μέσα στο βιβλίο προσευχών, και οι υποψίες μου μεγάλωναν.
«Αχ! αυτό το «κερί» μονολόγησα. Τι γυρεύει εδώ μέσα, αυτό το κερί;
Διέκοψα απότομα τις σκέψεις μου, καθώς η πόρτα του Παναγίου Τάφου άνοιξε και μπήκε στα σκοτεινά ο ίδιος ο Πατριάρχης.
Κρυμμένος από πάνω τον έβλεπα!
Ήταν 12 ακριβώς το μεσημέρι. Η αγωνία μου μεγάλωνε, ενώ ένα σφίξιμο άρχισε να απειλεί την καρδιά μου, έτοιμος να λιποθυμίσω. Άκουγα ήδη τά πρώτα βήματα του Πατριάρχη, στον χώρο του Ιερού Λίθου. Διέκρινα την σιλουέτα του καθώς έσκυψε για να μπεί στο Ζωοδόχο Μνήμα.
Αρχισε νά προσεύχεται...
Εκείνη ακριβώς την στιγμή, μέσα στην απέραντη νεκρική σιωπή πού μόλις αισθανόμουν την αναπνοή μου, άκουσα ένα ελαφρό σφύριγμα. Ήταν παρόμοιο με λεπτή αύρα, πνοής ανέμου. Και αμέσως μετά, ένα αλησμόνητο θέαμα με συγκλόνισε.
Είδα, ένα γαλάζιο Φώς να απλώνεται σιγά-σιγά, σ΄ ολόκληρο τον Ιερό χώρο του Τάφου.
Το γαλάζιο αυτό Φώς, το έβλεπα να στριφογυρίζει σαν ένας δυνατός ανεμοστρόβιλος πού με ορμή ξεριζώνει πανύψηλα δέντρα και τα αρπάζει πηγαίνοντάς τα, μίλια μακρυά. Πόση ανησυχία είχε, εκείνο το παράξενο Φώς!
Μέσα από το Φώς αυτό, έβλεπα καθαρά τον Πατριάρχη και χοντρές σταλαγματιές ιδρώτα να κυλούν στο πρόσωπό του. Όπως ήταν γονατιστός, έφερε το χέρι του στο κενό πού δημιουργούσε το «κερί» στο βιβλίο.
Πάνω στο μάρμαρο του Μνήματος ακούμπησε τις 4 δεσμίδες των 33 λευκών κεριών, όσα τά χρόνια του Χριστού, και φωτιζόμενος από το μυστηριώδες εκείνο Φώς άρχισε να διαβάζει τις ευχές.
Τότε, το κάπως ήρεμο εκείνο γαλάζιο Φώς άρχισε να κινείται ανήσυχα. Ήταν ένα αφάνταστο και απερίγραπτο στριφογύρισμα, δυνατότερο από το πρώτο. Και αμέσως μετά, άρχισε να μεταβάλλεται σε ένα λαμπερό ολόλευκο Φώς, όπως περιγράφεται από τον Ευαγγελιστή, στην τού Χριστού Μεταμόρφωση!
Το Φώς αυτό, μεταμορφώθηκε σε λίγο σε έναν ολοφώτεινο δίσκο Ήλιου, σταματημένο πάνω από τον Πατριάρχη. Τον είδα να υψώνει κατόπιν τις δεσμίδες των κεριών στον αέρα, περιμένοντας «κάτι». Ήταν η βοήθεια του Θεού πού περίμενε!
Και όπως σιγά-σιγά ύψωνε παρακλητικά στον ουρανό τά χέρια του, λίγο πρίν φθάσουν στο ύψος της κεφαλής του, εν ριπή οφθαλμού, σαν να άγγιξαν τά κεριά σε αναμμένο καμίνι, πήραν φωτιά, μαζί και η Αγία Κανδήλα!
Και ξαφνικά, χωρίς κάν να το καταλάβω, χάθηκε από τά μάτια μου ο ολόλαμπρος αυτός δίσκος…
Τά μάτια μου γέμισαν δάκρυα. Το σώμα μου καιγόταν ολόκληρο. Μια αίσθηση πυρακτωμένης καμίνου με περιέζωνε. Ο Άγιος εκείνος γέροντας Πατριάρχης, φανερά συγκινημένος, οπισθοχώρησε με τα αναμμένα κεριά προς την έξοδο, σεβόμενος να γυρίσει την πλάτη στον Ιερό εκείνο χώρο.
Βγήκε στον προθάλαμο του Αγίου Λίθου δίνοντας την μία δεσμίδα αναμμένων κεριών στον Αρμένιο Πατριάρχη, (σύμφωνα με τά προνόμια), πού τον περίμενε αμίλητος στην πόρτα.
Έπειτα, από την δεξιά οπή του Αγίου Κουβουκλίου έδωσε πρώτος το Άγιον Φώς στον Ορθόδοξο Αρχιερέα, πού περίμενε.
Και εκείνος, βασταζόμενος στους ώμους των Ορθοδόξων πιστών πού φώναζαν από ενθουσιασμό " ο Χριστός είναι Θεός δικός μας καί αληθινός ", το μετέφερε στον Ναό της Αναστάσεως δίπλα, γιά να μεταφερθεί από εκεί, οδικώς, αεροπορικώς, ή με καμήλες, σε όλο τον Ορθόδοξο κόσμο πού τό περίμενε γιά τήν Ανάσταση....
Μέσα στις φωνές ενθουσιασμού και χαράς για το Άγιο Φώς, πήδησα κάτω από την κρύπτη μου, και παρουσιάσθηκα στον γέροντά μου, τον π.Ανατόλιο. Πολύ αργότερα εξομολογήθηκα την πράξη μου αυτή στον ίδιο τον Πατριάρχη, βάζοντάς μου κανόνα για αυτή την παρακοή μου…».
Σύμφωνα με την τάξη των προνομίων στους Αγίους Τόπους, πού πηγάζει από την δογματική αλήθεια πίστεως, μόνο Ορθόδοξος Πατριάρχης επιτρέπεται να μεταδώσει σε πιστούς, το ζωντανό αυτό Φώς! Από το χέρι του θα το πάρουν οι αιρετικοί.
Πρώτα ο Αρμένιος, και μετά ο Λατίνος, άν τό ζητήσει...
Γίνεται αυτό, για να έλθουν κάποτε σε συναίσθηση πίστεως, για να καταλάβουν ότι βρίσκονται σε «λάθος δρόμο», και να επιστρέψουν στην Ορθοδοξία, από την οποία έφυγαν, το 1054 οι Παπικοί, και το 1517 οι Διαμαρτυρόμενοι.
Και αφού πιστέψουν, να εκπληρωθούν οι αιώνιοι λόγοι του Χριστού, «... καί τότε γεννήσεται μία ποίμνη, είς ποιμήν» (Ιωάν.ι΄16)
Σχόλια