Η ΡΩΣΙΑ ΑΝΑΔΕΙΚΝΥΕΙ ΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΘΕ'Ι'ΣΤΙΚΗ ΚΟΥΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ
Την τελευταία δεκαετία στη Ρωσία παρατηρούμε άνθηση της εκκλησιαστικής ζωής στις διάφορες εκφάνσεις. Η υψηλή ανάπτυξη των αποκαταστημένων και νεόκτιστων ναών, μοναστηρίων, καταφυγίων, ενοριακών βιβλιοθήκων, θρησκευτικών εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, η εφαρμογή κοινωνικών, ιεραποστολικών, εκπαιδευτικών και ενημερωτικών έργων σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα, δεν είχε κάτι ανάλογο στην ιστορία της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Πώς έγινε αυτή η εκκλησιαστική αναβίωση, πότε ξεκίνησε και ποιοι παράγοντες συνέβαλαν στην ποσοτική και ποιοτική ανάπτυξη της Εκκλησίας;
Δεν είναι μυστικό ότι κατά τη σοβιετική περίοδο η Ρωσική Εκκλησία ήταν σε πολύ δύσκολες εξωτερικές συνθήκες που αντικατοπτρίστηκαν και στην εσωτερική ζωή της Εκκλησίας.
Ο Σοβιετικός άθεος κρατικός μηχανισμός σε διάφορες χρονικές περιόδους φερόταν με διάφορους τρόπους στο ζήτημα της παραδοχής της παρουσίας της θρησκείας στην κοινωνία.
Υπήρχαν στιγμές σχετικής ηρεμίας, όταν η Εκκλησία, και η θρησκεία γενικότερα, γινόταν ανεκτή από το κράτος. Αλλά υπήρχαν καιροί κατά τους οποίους οι αρχές, σύμφωνα με τις ιδεολογικές κατευθύνσεις, προδιατέθηκαν στην καταστροφή της Εκκλησίας, στην εξάλειψη της πίστεως στον λαό. Στη δεκαετία του 30, σύμφωνα με το σύνθημα του αγώνα κατά του εκκλησιαστικού «οπίου»,έκλειναν ναοί, κληρικοί και λαϊκοί διώκονταν μαζικά, πολλοί από τους οποίους έλαβαν μαρτυρικό θάνατο σε φυλακές,στρατόπεδα και στους θαλάμους βασανιστηρίων ανακριτικών οργάνων.Στα τέλη του τριάντα η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία βρίσκεται στο χείλος της καταστροφής, και μόνο τα γεγονότα του Β 'Παγκοσμίου Πολέμου και το ενδιαφέρον των αρχών να έχουν την υποστήριξη της Εκκλησίας,δεν επέτρεψαν να την τοποθετήσουμε οριστικά στο παρελθόν. Οι επόμενες και οι τελευταίες απόπειρες των αρχών στην σοβιετική περίοδο να καταπνίξει την εκκλησία ήταν στις δεκαετίες του πενήντα και εξήντα του ΧΧ αιώνα, που μπήκαν στην ιστορία σαν «αναθέρμανση του Χρουστσιόφ» όταν εξασθένησε ο κρατικός έλεγχος σε όλες τις πλευρές της ζωής του ανθρώπου. Ωστόσο, η «αναθέρμανση» σχετικά με την Εκκλησία, μετατράπηκε σε ένα πραγματικό «χειμώνα». Ο επικεφαλής του σοβιετικού κράτους Ν.Σ.Χρουστσιόφ υποσχέθηκε να δείξει στην τηλεόραση «τον τελευταίο παπά».
Αλλά αν και οι αρχές και το αθεϊστικό τμήμα της κοινωνίας είχαν μεγάλη επιθυμία να απομονώσουν και να περιθωριοποίησουν την Εκκλησία, να την στερήσουν από πνευματική επιρροή, η Εκκλησία κατάφερε να πετύχει το βασικό: να υπερασπίσει το δικαίωμά της να υπάρχει σε ένα σκληρό αγώνα. Αυτό το δικαίωμα αγοράστηκε ακριβά, η τιμή ήταν το αίμα χιλιάδων νεομαρτύρων και ομολογητών. Το θάρρος των επισκόπων, ιερέων και λαϊκών εκείνων των καιρών αξίζει μεγάλο σεβασμό, γιατί η τήρηση των θρησκευτικών τους πεποιθήσεων, ακόμη και κατά τη διάρκεια της σχετικής ηρεμίας σήμαινε εθελοντική απομόνωση από την κοινωνία, κατάταξη στους ανθρώπους «δεύτερης κατηγορίας», στέρηση από προσιτές δυνατότητες.
Οι αλλαγές στην εκκλησιαστική ζωή άρχισαν στα τέλη της δεκαετίας του περασμένου αιώνα. Η αναδιάρθρωση στις κρατικές και δημόσιες σφαίρες άγγιξε και τη θρησκεία. Το 1988 έχει γίνει ένα ορόσημο: ήταν η χιλιετής επέτειος από το βάπτισμα της Ρωσίας.Από αυτόν τον χρόνο έγιναν αισθητές οι αλλαγές στην ατμόσφαιρα της θρησκευτικής ζωής. Για τη Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία άρχισε μια νέα περίοδος της υπάρξεώς της, που ονομάστηκε «δεύτερο Βάπτισμα της Ρωσίας».
Μετά από την κατάρρευση του σοβιετικού κράτους και της άθεης κομμουνιστικής ιδεολογίας, η Εκκλησία έχει μια ευκαιρία για τη τακτοποίηση της εσωτερικής και εξωτερικής ζωής της, για την οποία πολλά χρόνια οι πιστοί μπορούσαν μονο να ονειρευτούν. Σε αντικατάσταση του παλιού πολιτικού συστήματος στη Ρωσία έχει έρθει μια νέα πορεία, μέρος της οποίας ήταν η ιδεολογική πολυφωνία των μέσων μαζικής επικοινωνίας και η θρησκευτική ελευθερία, η οποία, μάλιστα, συνέβαλε ενεργά στην εξάπλωση όλων των ειδών αιρετικών και ψευδο-θρησκευτικών οργανώσεων και κινημάτων. Αλλά και για την Εκκλησία παρουσιάζονται πολλές ευκαιρίες ιεραποστολικής, εκπαιδευτικής, κοινωνικής, εκδοτικής και φιλανθρωπικής δραστηριότητας.Για τα μέλη της Εκκλησίας - κληρικούς και λαϊκούς - άνοιξαν οι παλαιότερα σφιχτά κλεισμένες πόρτες των σχολείων και Πανεπιστημίων, νοσοκομείων και φυλακών, στρατιωτικών μονάδων, κυβερνητικών και δημοτικών ιδρυμάτων και των επιχειρήσεων. Η Εκκλησία βγήκε από την απομόνωση και έκανε ανοιχτά και δημόσια το κήρυγμα του Θεού.Η πραγματική ελευθερία της θρησκευτικής πίστης και η απομάκρυνση του κράτους από την μονοπώληση αθεϊσμού προκάλεσε το μεγάλο ενδιαφέρον των συμπολιτών μας για την πίστη. Ήταν μια περίοδος ανήκουστης θρησκευτικής ανθήσεως, όταν οι άνθρωποι άρχισαν να στρέφονται προς τις πνευματικές ρίζες τους, ανακάλυπτοντας ξανά την Ορθοδοξία. Οι ναοί της Ρωσικής Εκκλησίας ήταν γεμάτοι από προσευχόμενους ανάμεσα στους οποίους υπήρχαν ακαδημαϊκοί και απλοί εργαζόμενοι, διανοούμενοι, πρώην κομματικά και κομσομολικά στελέχη, καθώς και όλοι όσοι διατηρούσαν την πίστη τους στην καρδια τους κατά τα χρόνια του αθεϊσμού.Για πολλούς από τους σημερινούς ενορίτες, καθώς και τους κληρικούς, η δεκαετία του 90, του περασμένου αιώνα, ήταν αφετηρία της θρησκευτικής και ιδεολογικής επιλογής που καθόρισε όλη την ακόλουθη ζωή.
Τώρα η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία είναι μια υπεύθυνη ηθική δύναμη στην κοινωνία, η οποία μπορεί να πραγματοποιεί την διακονία της ελεύθερα. Η άποψη της Εκκλησίας δεν αγνοείται πια επειδή μίλαει εξ ονόματος των δεκάδων εκατομμυρίων πιστών που ζουν στα κράτη τα οποία αποτελούν το παραδοσιακό της έδαφος, και συγκεκριμένα στη Ρωσία, στην Ουκρανία, στην Λευκορωσία, στη Μολδαβία, στο Αζερμπαϊτζάν, στο Καζακστάν, στο Κιργιζιστάν,στη Λετονία, στη Λιθουανία , στο Τατζικιστάν, στο Τουρκμενιστάν, στο Ουζμπεκιστάν και στην Εσθονία.
Ο προκαθήμενος της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας είναι ο δέκατος πέμπτος στη σειρά Πατριάρχης Μόσχας και πάσης Ρωσίας, ο Αλέξιος II( Ρίντιγκερ), ο οποίος εκλέχθηκε στον πατριαρχικό θρόνο στην Τοπική Σύνοδο του 1990. Υπό την πατριαρχική του διεύθυνση η Εκκλησία μεγάλωσε και δυνάμωσε.Ο αριθμός των επισκοπάτων της Ρωσικής Εκκλησίας έχει υπερδιπλασιαστεί,και τώρα είναι 156, ο αριθμός των ενοριών έχει αυξηθεί κατά τέσσερις φορές, τα μοναστήρια εκατοντάδες φορές, πράγμα που αντιστοιχεί σε 29 141 ενορίες και 769 μοναστήρια (372 ανδρικά και 397 γυναικεία). Στη Ρωσία λειτουργούν 219 ανδρικά και 240 γυναικεία μοναστήρια. Σε χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης είναι 267 μοναστήρια, και στο εξωτερικό 6 μοναστήρια (3 ανδρικά και 3 γυναικεία). Υπό τον άμεσο έλεγχο του Παναγιωτάτου Πατριάρχη είναι 25 σταυροπηγιακά μοναστήρια.
Svonarev, Sergius, Priest
Σχόλια