Ιωάννης Μαλάλας, ο αμφιλεγόμενος Βυζαντινός χρονογράφος …και τα λάθη του
Ιωάννης Μαλάλας, ο αμφιλεγόμενος Βυζαντινός χρονογράφος …και τα λάθη του
Γράφει ο Μάριος Νοβακόπουλος, διεθνολόγος, μεταπτυχιακός φοιτητής Βυζαντινής ιστορίας
Ο Ιωάννης Μαλάλας υπήρξε ο πρώτος «Βυζαντινός» χρονογράφος, ο οποίος με την τεχνική αλλά και τα ελαττώματα του σημάδευσε όχι μόνο μία σχολή ελληνοφώνων συγγραφέων, αλλά και την διεθνή γραμματεία.
Λίγα είναι γνωστά για το πρόσωπο του, και αυτά προκύπτουν από το ίδιο το κείμενο του. Το όνομα Μαλάλας αποτελεί κατά πάσαν πιθανότητα εξελληνισμένη μορφή αραμαϊκού όρου που σημαίνει «ρήτωρ», άρα συμπεραίνουμε πως πρέπει να ήταν ελληνομαθής ή εξελληνισμένος Σύρος, ενώ ασκούσε επάγγελμα σχετικό με τα νομικά. Η γέννηση του τοποθετείται περί το 470/80 ή αργότερα.
Ο Ιωάννης Μαλάλας ήταν από την Αντιόχεια, τότε μία από τις σημαντικότερες πόλεις του Ρωμαϊκού κράτους, πλούσια, πολυάνθρωπη και σημαντικό πνευματικό κέντρο. Από την άλλη βρισκόταν στο επίκεντρο της διαπάλης μεταξύ ορθοδόξων και μονοφυσιτών. Κατά το στερεότυπο που ήθελε τους χρονογράφους να είναι συνήθως μοναχοί, το ίδιο είχε ειπωθεί και για τον Μαλάλα. Οι σημερινοί όμως ιστορικοί δεν δέχονται αυτήν την ερμηνεία, καθώς λείπουν τα σχετικά στοιχεία. Αντιθέτως εικάζουν, τόσο από την ιδιότητα όσο και από τις πηγές στις οποίες είχε πρόσβαση, ότι θα έπρεπε να ήταν λαϊκός, εργαζόμενος στην αυτοκρατορική διοίκηση. Από ένα σημείο και μετά, πιθανώς μετά πριν ή μετά την άλωση της Αντιοχείας από τους Πέρσες το 540, ο Ιωάννης Μαλάλας μετοίκησε και εργάστηκε στην Κωνσταντινούπολη, στο κέντρο δηλαδή της ρωμαϊκής πολιτικής.
Χαρακτηριστικά του έργου του
Η «Χρονογραφία» του Ιωάννη Μαλάλα αποτελεί ένα μείγμα χρονικού πόλεως και παγκοσμίου ιστορίας. Επίκεντρο παραμένει, για το μεγαλύτερο μέρος του έργου τουλάχιστον, η πόλη της Αντιοχείας και τα σε αυτήν τεκταινόμενα, παράλληλα όμως περιγράφεται, κατά τα πρότυπα παλαιοτέρων εκκλησιαστικών ιστορικών, η ιστορία και μυθολογία του τότε γνωστού κόσμου, παράλληλα με εκείνην της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης.
Το έργο αποτελείται από 18 βιβλία, εξ ων τα 17 γράφτηκαν και εκδόθηκαν εν όσω ο Ιωάννης βρισκόταν στην Αντιόχεια, καλύπτουν δε την περίοδο από κτίσεως κόσμου ως το 526. Το τελευταίο βιβλίο γράφτηκε στην Κωνσταντινούπολη και καταλήγει το έτος 563, οπότε και θα κυκλοφόρησε η ενισχυμένη έκδοση. Η «Χρονογραφία» κλείνει με την εκστρατεία του ανεψιού του Ιουστινιανού, Μαρκιανού, στην Αφρική το ίδιο έτος. Καθώς όμως φαίνεται να έχει χαθεί η τελευταία σελίδα του παλαιοτέρου ελληνικού χειρογράφου, εικάζεται πως η αφήγηση έκλεινε με τον θάνατο του αυτοκράτορος.
Η διάκριση ανάμεσα στην περίοδο της Αντιοχείας και εκείνη την Κωνσταντινουπόλεως είναι κομβική, διότι αλλάζει όλος ο χαρακτήρας του έργου. Στο 18ο βιβλίο πρωταγωνιστεί η πολιτική ζωή της Βασιλευούσης – η Αντιόχεια χάνεται τόσο πολύ από το σκηνικό που η καταστροφή της από τους Πέρσες το 540 περνά σχεδόν απαρατήρητη. Αλλά και οι θρησκευτικές του αντιλήψεις φαίνεται να αλλάζουν, ή τουλάχιστον να αλλάζει ο τρόπος που τις εκθέτει γραπτώς και δημοσίως: ενώ στα πρώτα βιβλία διακρίνεται μία έμμεση ταύτιση με τον μονοφυστισμό, στο τελευταίο επικρατεί η ορθοδοξία. Αν και στο έργο του Ιωάννη Μαλάλα γίνεται εμφανής ο ρόλος της Θείας Προνοίας, η οποία κινεί την ιστορία, τα εκκλησιαστικά γεγονότα δεν είναι πολλά. Ο χρονογράφος έχει περιγραφεί ως δογματικά αδιάφορος, καθώς δεν κάνει καμία μνεία στις χριστολογικές έριδες του 4ου αιώνος, ούτε στον Άρειο και την πολύ σημαντική Α’ Οικουμενική Σύνοδο.
Η θεματολογία της «Χρονογραφίας» είναι η εξής:
Βιβλίο 1: Κτίση του Κόσμου. Γένεσις, κατακλυσμός του Νώε, πατριάρχες του Ισραήλ.
Βιβλία 2-4: Ελληνική μυθολογία, αρχαίο Ισραήλ.
Βιβλίο 5: Τρωικός πόλεμος.
Βιβλίο 6: Αιχμαλωσία του Ισραήλ στην Βαβυλώνα
Βιβλίο 7: Ίδρυση της Ρώμης.
Βιβλίο 8: Οι κατακτήσεις του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Βιβλία 9-12: Ανάπτυξη του χριστιανισμού και της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.
Βιβλίο 13: Μέγας Κωνσταντίνος και Μέγας Θεοδόσιος.
Βιβλίο 14: Θεοδόσιος Β’.
Βιβλίο 15: Ζήνων.
Βιβλίο 16: Αναστάσιος Α’.
Βιβλίο 17: Ιουστίνος Α’
Βιβλίο 18: Ιουστινιανός Α’.
Γίνεται εμφανές ότι όσο περισσότερο η χρονολογία πλησιάζει την εποχή του συγγραφέως, τόσο αυξάνεται και ο χώρος και η έμφαση που εκείνος αφιερώνει στο κείμενο. Ο Ιωάννης Μαλάλας ήταν σύγχρονος των αυτοκρατόρων Αναστασίου Α’, Ιουστίνου Α’, Ιουστινιανού Α’ και ίσως του Ιουστίνου Β’.
Η «Χρονογραφία» αντλεί τις πληροφορίες της από ένα πλήθος πηγών, από τις οποίες κατονομάζονται οι 70. Από την αρχαία Ελληνική γραμματεία, ο Ιωάννης Μαλάλας παραπέμπει στον Αρχίλοχο, τον Ευριπίδη, τον Ηρόδοτο, τον Πείσανδρο, τον Σοφοκλή, τον Απολλώνιο Ρόδιο, τον Καλλίμαχο, τον Φιλόχορο, τον Πολύβιο, τον Αρριανό, τον Δίκτυ Κρητικό και τον Σίσυφο τον Κώο. Ακόμη, ο Ιωάννης είχε πρόσβαση σε αρχειακό υλικό και χρονολογικούς πίνακες της Αντιοχείας και της Κωνσταντινουπόλεως, κάτι που φαίνεται φερ’ ειπείν από την λεπτομερή περιγραφή των διπλωματικών επαφών της αυτοκρατορίας με τους Πέρσες. Για γεγονότα του καιρού του ο Ιωάννης προσωπικές μαρτυρίες αυτοπτών μαρτύρων, όπως και τις δικές του εμπειρίες, π.χ. για τον σεισμό της Αντιοχείας το 526.
Αν και, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, η θρησκευτική άποψη του Ιωάννη Μαλάλα φαίνεται να αλλάζει μεταξύ Συρίας και Βασιλευούσης, η πολιτική του αντίληψη παραμένει σταθερή. Το έργο του αποκαλύπτει έναν άνθρωπο συνειδητά μοναρχικό, ο οποίος εκθέτει δυσμενώς ή αδιαφορεί για την Ρωμαϊκή res publica και τις ελληνικές πόλεις – κράτη.
Περιεχόμενο του έργου του: Μία ιστορία – «σαλάτα»
Ως προς το περιεχόμενο της, η «Χρονογραφία» του Ιωάννη Μαλάλα απογοητεύει τον σημερινό αναγνώστη. Ο βυζαντινολόγος Κάρολος Κρουμβάχερ την αποκαλεί «ελεεινόν κατασκεύασμα», τον δε Ιωάννη «αμέτοχον πάσης παιδείας» και «τόσον αγροίκο και κατά την ιστοριογραφικήν του τέχνην και κατά την ιστορικήν του αντίληψιν και κατά την γλώσσα, όσον ουδείς ποτέ των προ αυτού». Όσο και εάν τέτοιες κρίσεις δεν χρησιμοποιούνται σήμερα, καθώς η χρονογραφία έχει τοποθετηθεί σε ένα πιο ακριβές πλαίσιο, η αλήθεια είναι ότι το έργο του Ιωάννη Μαλάλα βρίθει ανακριβειών και χαοτικών συνθέσεων, καθώς ο συγγραφέας παίρνει ποικίλα στοιχεία ιστορικά, θρησκευτικά και μυθολογικά, τα οποία στη συνέχεια αναμειγνύει με ελευθερία πολύ μεγαλύτερη από ότι θα δικαιολογούσαν οι πηγές.
Ένα από τα πλέον χαρακτηριστικά δείγματα αυτής του της πρακτικής είναι η σύνδεση της ελληνικής μυθολογίας με την Παλαιά Διαθήκη, σε μία απόπειρα να εμφανισθεί ένα ενιαίο αφήγημα. Ο Σηθ, για παράδειγμα, ο τρίτος υιός του πρωτοπλάστου Αδάμ, παρουσιάζεται ως εκείνος που ονόμασε τους πλανήτες Κρόνο, Δία, Άρη, Αφροδίτη και Ερμή. Οι Ολύμπιοι θεοί είναι ιστορικοί βασιλείς χωρών της Μεσογείου: «μαθαίνουμε» λοιπόν ότι ο Ερμής ήταν βασιλεύς της Ιταλίας και κατόπιν της Αιγύπτου, όπου τον διεδέχθη ο γιος του Ήφαιστος, ο οποίος και πρώτος επέβαλε την μονογαμία. Ο Ιωάννης Μαλάλας ανάγει την αντιπαλότητα των Δήμων των ρωμαϊκών πόλεων (Πράσινοι, Βένετοι κ.α.) στην εποχή του Ρώμου, αρχαίοι Έλληνες αποκαλούνται υπό τον τίτλο συγκλητικοί, οι Μυριμιδώνες ταυτίζονται με τους Βουλγάρους.
Από την άλλη όμως στην «Χρονογραφία» παρατίθενται πολλά και σημαντικά ιστορικά στοιχεία, ιδίως όσα έχουν να κάνουν με την εποχή του συγγραφέως. Σημειώνεται η απαγόρευση του σημαδέματος των δούλων από τον αυτοκράτορα Αναστάσιο, το κλείσιμο της πλατωνικής ακαδημίας από τον Ιουστινιανό, οι διωγμοί της θρησκείας των Μανιχαίων από Ρωμαίους και Πέρσες (523), καθώς και η χρήση μίας πρωίμου μορφής του υγρού πυρός, του «θείου απύρου», σε ναυμαχία επί της βασιλείας του Αναστασίου. Άξιες λόγου είναι οι περιγραφές κτισμάτων και αγαλμάτων στην Αντιόχεια, καθώς και οι Ολυμπιακοί αγώνες της πόλεως, οι οποίοι διεξάγονταν μέχρι το 520 και όπου συμμετείχαν και γυναίκες, ανταγωνιζόμενες στο τραγούδι, τον δρόμο και την πάλη.
Επίδραση
Το έργο του Ιωάννη Μαλάλα γνώρισε ευρυτάτη διάδοση, όχι μόνο στην ελληνική γλώσσα και εντός της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, αλλά σε όλη την τότε οικουμένη. Ουσιαστικά αποτελεί τον «παππού» της σλαβικής, καυκασίας και εν μέρει λατινικής και αραβικής χρονογραφίας. Ο συνδυασμός της μεθόδου της κατά χρονολογία εκθέσεως γεγονότων με την παγκόσμιο χριστοκεντρική ιστορία γέννησε ένα νέο γραμματειακό είδος. Από τον Ιωάννη Μαλάλα θα αντλήσουν πληροφορίες πολλές από τις Ανατολικορωμαϊκές πηγές που έχουμε σήμερα διαθέσιμες, όπως το Πασχάλιο Χρονικό, ο Ιωάννης Δαμασκηνός, ο Θεοφάνης ο Ομολογητής, ο Γεώργιος ο μοναχός, ο αυτοκράτωρ Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος, ο Ιωάννης Σκυλίτζης και ο Ιωάννης Τζέτζης.
ΠΗΓΕΣ
Oxford Dictionary of Byzantium, Oxford University Press, Oxford 1991, τ. 2, σελ. 1275.
Απόστολος Καρπόζηλος, Βυζαντινοί Ιστορικοί και χρονογράφοι, εκδόσεις Κανάκη, Αθήνα 1997, τ. 1, σελ. 538-558.
Karl Krumbacher, Η Ιστορία της Βυζαντινής Λογοτεχνίας, εκδόσεις Π. Δ. Σακελλαρίου, Αθήνα 1897-1900, τ. 1, σελ. 658-672.
Εγκυκλοπαίδεια Δομή, εκδόσεις Δομή, Αθήνα 1973
Πηγή: Μάριος Νοβακόπουλος
Γράφει ο Μάριος Νοβακόπουλος, διεθνολόγος, μεταπτυχιακός φοιτητής Βυζαντινής ιστορίας
Ο Ιωάννης Μαλάλας υπήρξε ο πρώτος «Βυζαντινός» χρονογράφος, ο οποίος με την τεχνική αλλά και τα ελαττώματα του σημάδευσε όχι μόνο μία σχολή ελληνοφώνων συγγραφέων, αλλά και την διεθνή γραμματεία.
Λίγα είναι γνωστά για το πρόσωπο του, και αυτά προκύπτουν από το ίδιο το κείμενο του. Το όνομα Μαλάλας αποτελεί κατά πάσαν πιθανότητα εξελληνισμένη μορφή αραμαϊκού όρου που σημαίνει «ρήτωρ», άρα συμπεραίνουμε πως πρέπει να ήταν ελληνομαθής ή εξελληνισμένος Σύρος, ενώ ασκούσε επάγγελμα σχετικό με τα νομικά. Η γέννηση του τοποθετείται περί το 470/80 ή αργότερα.
Ο Ιωάννης Μαλάλας ήταν από την Αντιόχεια, τότε μία από τις σημαντικότερες πόλεις του Ρωμαϊκού κράτους, πλούσια, πολυάνθρωπη και σημαντικό πνευματικό κέντρο. Από την άλλη βρισκόταν στο επίκεντρο της διαπάλης μεταξύ ορθοδόξων και μονοφυσιτών. Κατά το στερεότυπο που ήθελε τους χρονογράφους να είναι συνήθως μοναχοί, το ίδιο είχε ειπωθεί και για τον Μαλάλα. Οι σημερινοί όμως ιστορικοί δεν δέχονται αυτήν την ερμηνεία, καθώς λείπουν τα σχετικά στοιχεία. Αντιθέτως εικάζουν, τόσο από την ιδιότητα όσο και από τις πηγές στις οποίες είχε πρόσβαση, ότι θα έπρεπε να ήταν λαϊκός, εργαζόμενος στην αυτοκρατορική διοίκηση. Από ένα σημείο και μετά, πιθανώς μετά πριν ή μετά την άλωση της Αντιοχείας από τους Πέρσες το 540, ο Ιωάννης Μαλάλας μετοίκησε και εργάστηκε στην Κωνσταντινούπολη, στο κέντρο δηλαδή της ρωμαϊκής πολιτικής.
Χαρακτηριστικά του έργου του
Η «Χρονογραφία» του Ιωάννη Μαλάλα αποτελεί ένα μείγμα χρονικού πόλεως και παγκοσμίου ιστορίας. Επίκεντρο παραμένει, για το μεγαλύτερο μέρος του έργου τουλάχιστον, η πόλη της Αντιοχείας και τα σε αυτήν τεκταινόμενα, παράλληλα όμως περιγράφεται, κατά τα πρότυπα παλαιοτέρων εκκλησιαστικών ιστορικών, η ιστορία και μυθολογία του τότε γνωστού κόσμου, παράλληλα με εκείνην της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης.
Το έργο αποτελείται από 18 βιβλία, εξ ων τα 17 γράφτηκαν και εκδόθηκαν εν όσω ο Ιωάννης βρισκόταν στην Αντιόχεια, καλύπτουν δε την περίοδο από κτίσεως κόσμου ως το 526. Το τελευταίο βιβλίο γράφτηκε στην Κωνσταντινούπολη και καταλήγει το έτος 563, οπότε και θα κυκλοφόρησε η ενισχυμένη έκδοση. Η «Χρονογραφία» κλείνει με την εκστρατεία του ανεψιού του Ιουστινιανού, Μαρκιανού, στην Αφρική το ίδιο έτος. Καθώς όμως φαίνεται να έχει χαθεί η τελευταία σελίδα του παλαιοτέρου ελληνικού χειρογράφου, εικάζεται πως η αφήγηση έκλεινε με τον θάνατο του αυτοκράτορος.
Η διάκριση ανάμεσα στην περίοδο της Αντιοχείας και εκείνη την Κωνσταντινουπόλεως είναι κομβική, διότι αλλάζει όλος ο χαρακτήρας του έργου. Στο 18ο βιβλίο πρωταγωνιστεί η πολιτική ζωή της Βασιλευούσης – η Αντιόχεια χάνεται τόσο πολύ από το σκηνικό που η καταστροφή της από τους Πέρσες το 540 περνά σχεδόν απαρατήρητη. Αλλά και οι θρησκευτικές του αντιλήψεις φαίνεται να αλλάζουν, ή τουλάχιστον να αλλάζει ο τρόπος που τις εκθέτει γραπτώς και δημοσίως: ενώ στα πρώτα βιβλία διακρίνεται μία έμμεση ταύτιση με τον μονοφυστισμό, στο τελευταίο επικρατεί η ορθοδοξία. Αν και στο έργο του Ιωάννη Μαλάλα γίνεται εμφανής ο ρόλος της Θείας Προνοίας, η οποία κινεί την ιστορία, τα εκκλησιαστικά γεγονότα δεν είναι πολλά. Ο χρονογράφος έχει περιγραφεί ως δογματικά αδιάφορος, καθώς δεν κάνει καμία μνεία στις χριστολογικές έριδες του 4ου αιώνος, ούτε στον Άρειο και την πολύ σημαντική Α’ Οικουμενική Σύνοδο.
Η θεματολογία της «Χρονογραφίας» είναι η εξής:
Βιβλίο 1: Κτίση του Κόσμου. Γένεσις, κατακλυσμός του Νώε, πατριάρχες του Ισραήλ.
Βιβλία 2-4: Ελληνική μυθολογία, αρχαίο Ισραήλ.
Βιβλίο 5: Τρωικός πόλεμος.
Βιβλίο 6: Αιχμαλωσία του Ισραήλ στην Βαβυλώνα
Βιβλίο 7: Ίδρυση της Ρώμης.
Βιβλίο 8: Οι κατακτήσεις του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Βιβλία 9-12: Ανάπτυξη του χριστιανισμού και της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.
Βιβλίο 13: Μέγας Κωνσταντίνος και Μέγας Θεοδόσιος.
Βιβλίο 14: Θεοδόσιος Β’.
Βιβλίο 15: Ζήνων.
Βιβλίο 16: Αναστάσιος Α’.
Βιβλίο 17: Ιουστίνος Α’
Βιβλίο 18: Ιουστινιανός Α’.
Γίνεται εμφανές ότι όσο περισσότερο η χρονολογία πλησιάζει την εποχή του συγγραφέως, τόσο αυξάνεται και ο χώρος και η έμφαση που εκείνος αφιερώνει στο κείμενο. Ο Ιωάννης Μαλάλας ήταν σύγχρονος των αυτοκρατόρων Αναστασίου Α’, Ιουστίνου Α’, Ιουστινιανού Α’ και ίσως του Ιουστίνου Β’.
Η «Χρονογραφία» αντλεί τις πληροφορίες της από ένα πλήθος πηγών, από τις οποίες κατονομάζονται οι 70. Από την αρχαία Ελληνική γραμματεία, ο Ιωάννης Μαλάλας παραπέμπει στον Αρχίλοχο, τον Ευριπίδη, τον Ηρόδοτο, τον Πείσανδρο, τον Σοφοκλή, τον Απολλώνιο Ρόδιο, τον Καλλίμαχο, τον Φιλόχορο, τον Πολύβιο, τον Αρριανό, τον Δίκτυ Κρητικό και τον Σίσυφο τον Κώο. Ακόμη, ο Ιωάννης είχε πρόσβαση σε αρχειακό υλικό και χρονολογικούς πίνακες της Αντιοχείας και της Κωνσταντινουπόλεως, κάτι που φαίνεται φερ’ ειπείν από την λεπτομερή περιγραφή των διπλωματικών επαφών της αυτοκρατορίας με τους Πέρσες. Για γεγονότα του καιρού του ο Ιωάννης προσωπικές μαρτυρίες αυτοπτών μαρτύρων, όπως και τις δικές του εμπειρίες, π.χ. για τον σεισμό της Αντιοχείας το 526.
Αν και, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, η θρησκευτική άποψη του Ιωάννη Μαλάλα φαίνεται να αλλάζει μεταξύ Συρίας και Βασιλευούσης, η πολιτική του αντίληψη παραμένει σταθερή. Το έργο του αποκαλύπτει έναν άνθρωπο συνειδητά μοναρχικό, ο οποίος εκθέτει δυσμενώς ή αδιαφορεί για την Ρωμαϊκή res publica και τις ελληνικές πόλεις – κράτη.
Περιεχόμενο του έργου του: Μία ιστορία – «σαλάτα»
Ως προς το περιεχόμενο της, η «Χρονογραφία» του Ιωάννη Μαλάλα απογοητεύει τον σημερινό αναγνώστη. Ο βυζαντινολόγος Κάρολος Κρουμβάχερ την αποκαλεί «ελεεινόν κατασκεύασμα», τον δε Ιωάννη «αμέτοχον πάσης παιδείας» και «τόσον αγροίκο και κατά την ιστοριογραφικήν του τέχνην και κατά την ιστορικήν του αντίληψιν και κατά την γλώσσα, όσον ουδείς ποτέ των προ αυτού». Όσο και εάν τέτοιες κρίσεις δεν χρησιμοποιούνται σήμερα, καθώς η χρονογραφία έχει τοποθετηθεί σε ένα πιο ακριβές πλαίσιο, η αλήθεια είναι ότι το έργο του Ιωάννη Μαλάλα βρίθει ανακριβειών και χαοτικών συνθέσεων, καθώς ο συγγραφέας παίρνει ποικίλα στοιχεία ιστορικά, θρησκευτικά και μυθολογικά, τα οποία στη συνέχεια αναμειγνύει με ελευθερία πολύ μεγαλύτερη από ότι θα δικαιολογούσαν οι πηγές.
Ένα από τα πλέον χαρακτηριστικά δείγματα αυτής του της πρακτικής είναι η σύνδεση της ελληνικής μυθολογίας με την Παλαιά Διαθήκη, σε μία απόπειρα να εμφανισθεί ένα ενιαίο αφήγημα. Ο Σηθ, για παράδειγμα, ο τρίτος υιός του πρωτοπλάστου Αδάμ, παρουσιάζεται ως εκείνος που ονόμασε τους πλανήτες Κρόνο, Δία, Άρη, Αφροδίτη και Ερμή. Οι Ολύμπιοι θεοί είναι ιστορικοί βασιλείς χωρών της Μεσογείου: «μαθαίνουμε» λοιπόν ότι ο Ερμής ήταν βασιλεύς της Ιταλίας και κατόπιν της Αιγύπτου, όπου τον διεδέχθη ο γιος του Ήφαιστος, ο οποίος και πρώτος επέβαλε την μονογαμία. Ο Ιωάννης Μαλάλας ανάγει την αντιπαλότητα των Δήμων των ρωμαϊκών πόλεων (Πράσινοι, Βένετοι κ.α.) στην εποχή του Ρώμου, αρχαίοι Έλληνες αποκαλούνται υπό τον τίτλο συγκλητικοί, οι Μυριμιδώνες ταυτίζονται με τους Βουλγάρους.
Από την άλλη όμως στην «Χρονογραφία» παρατίθενται πολλά και σημαντικά ιστορικά στοιχεία, ιδίως όσα έχουν να κάνουν με την εποχή του συγγραφέως. Σημειώνεται η απαγόρευση του σημαδέματος των δούλων από τον αυτοκράτορα Αναστάσιο, το κλείσιμο της πλατωνικής ακαδημίας από τον Ιουστινιανό, οι διωγμοί της θρησκείας των Μανιχαίων από Ρωμαίους και Πέρσες (523), καθώς και η χρήση μίας πρωίμου μορφής του υγρού πυρός, του «θείου απύρου», σε ναυμαχία επί της βασιλείας του Αναστασίου. Άξιες λόγου είναι οι περιγραφές κτισμάτων και αγαλμάτων στην Αντιόχεια, καθώς και οι Ολυμπιακοί αγώνες της πόλεως, οι οποίοι διεξάγονταν μέχρι το 520 και όπου συμμετείχαν και γυναίκες, ανταγωνιζόμενες στο τραγούδι, τον δρόμο και την πάλη.
Επίδραση
Το έργο του Ιωάννη Μαλάλα γνώρισε ευρυτάτη διάδοση, όχι μόνο στην ελληνική γλώσσα και εντός της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, αλλά σε όλη την τότε οικουμένη. Ουσιαστικά αποτελεί τον «παππού» της σλαβικής, καυκασίας και εν μέρει λατινικής και αραβικής χρονογραφίας. Ο συνδυασμός της μεθόδου της κατά χρονολογία εκθέσεως γεγονότων με την παγκόσμιο χριστοκεντρική ιστορία γέννησε ένα νέο γραμματειακό είδος. Από τον Ιωάννη Μαλάλα θα αντλήσουν πληροφορίες πολλές από τις Ανατολικορωμαϊκές πηγές που έχουμε σήμερα διαθέσιμες, όπως το Πασχάλιο Χρονικό, ο Ιωάννης Δαμασκηνός, ο Θεοφάνης ο Ομολογητής, ο Γεώργιος ο μοναχός, ο αυτοκράτωρ Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος, ο Ιωάννης Σκυλίτζης και ο Ιωάννης Τζέτζης.
ΠΗΓΕΣ
Oxford Dictionary of Byzantium, Oxford University Press, Oxford 1991, τ. 2, σελ. 1275.
Απόστολος Καρπόζηλος, Βυζαντινοί Ιστορικοί και χρονογράφοι, εκδόσεις Κανάκη, Αθήνα 1997, τ. 1, σελ. 538-558.
Karl Krumbacher, Η Ιστορία της Βυζαντινής Λογοτεχνίας, εκδόσεις Π. Δ. Σακελλαρίου, Αθήνα 1897-1900, τ. 1, σελ. 658-672.
Εγκυκλοπαίδεια Δομή, εκδόσεις Δομή, Αθήνα 1973
Πηγή: Μάριος Νοβακόπουλος
Κατηγορίες:
Σχόλια